Μία παλιά, χειμαρρώδης συνέντευξη της σπουδαιότερης τραγουδίστριας της μεταπολεμικής Ελλάδας που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1937.
Φλέρυ Νταντωνάκη: Πάντοτε δείχνω έκπληξη όταν οι άνθρωποι με αναζητούν, όταν ακούω να λένε «πού να 'ναι η Φλέρυ;» Νιώθω έκπληξη όταν δεν με ξεχνούν, όπως εγώ ξεχνιέμαι μέσα μου... Βέβαια, λένε καλά λόγια, όμως ποτέ δεν πιάνουν το τηλέφωνο για να μετρήσει ο λόγος τους. Ίσως μου πεις ότι ένας καλλιτέχνης δεν τη χρειάζεται αυτή την αμεσότητα. Όμως αυτή η αμεσότητα τον αποσπά για λίγο απ' τον θολό, ποιητικό του κόσμο και τον στηρίζει –έστω κι εφήμερα– στα πόδια του.
— Ο κόσμος κρατάει σε απόσταση τον καλλιτέχνη για να δημιουργήσει ευκολότερα έναν μύθο.
Εγώ δεν πιστεύω στους μύθους. Όταν φτιάχνεις έναν μύθο, καταστρέφεις έναν άνθρωπο. Τον ξεχνάς, τον αφήνεις μόνο του. Όμως ο καλλιτέχνης πρέπει με τόνα πόδι να πατάει στην καθημερινότητα και με το άλλο εκεί που οι άνθρωποι ποτέ δεν συλλαμβάνουν... Αρκεί, ξέρεις, ένα τηλέφωνημα τριών λεπτών μονάχα –σαν βελονιά στο κέντημα της μέρας–, αρκεί ένας άνθρωπος να θυμηθεί αυτόν που έχει λησμονηθεί στο βάθος της ψυχής του.
— Το εσωτερικό ταξίδι, έτσι κι αλλιώς, δεν προϋποθέτει τη μοναξιά;
Το εσωτερικό ταξίδι το ξεκινάς όταν σε βρίσκουν τα προβλήματα και είσαι ήδη θεομόναχος. Κι εγώ πάντοτε ήμουν, κατά κάποιον τρόπο, μελαγχολική και μόνη. Υπάρχει ένα κενό στη ζωή κάθε ανθρώπου που δεν είναι κενό στην προσωπικότητα ή στην οργάνωση της ζωής αλλά μια θέση αδειανή, να 'ρθει να κάτσει εκεί ένας άλλος άνθρωπος, που με τον καιρό θα γίνει κάτι πολύτιμο και εκλεκτό για σένα. Έτσι, με πήρε η κατηφόρα της εσωτερικής τελειοποίησης που είχα ακούσει από τα παλιά βιβλία – αλλά αγνοούσα τότε ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγηθώ στο να τελειοποιούμαι εκατό φορές, και εκατό φορές να χάνομαι.
— Δεν είχατε από μικρή παρόμοιες τάσεις;
Όχι! Μικρή ήθελα να πάω στην Αμερική, να γίνω μεγάλη ηθοποιός, σταρ του σινεμά! Ο μπαμπάς μου ήταν κινηματογραφιστής, όχι μεγάλος, αλλά είχε κάνει τρεις ενδιαφέρουσες ταινίες.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες δαιμονίζονται να βρούνε την αλήθεια και μαρτυρούν γι' αυτό. Χρειάζονται πραγματικά φοβερή ενέργεια. Προτιμώ όμως να τους λέω αγγέλους, γιατί βασανίζονται για κάτι καλό.
— Και το τραγούδι;
Δεν το αντιλαμβανόμουνα. Δεν νομίζω ότι τραγουδούσα. Όταν όμως τέλειωσα το πανεπιστήμιο στην Αμερική και δεν ήθελα να γυρίσω, να γίνω κάπου γραφιάς, πήρα υποτροφία για το Νέιμπορχουντ Πλεϊχάουζ – που είναι δύσκολος στόχος για έναν ηθοποιό. Εκεί είδα ότι όταν τραγουδούσα έναν θρησκευτικό ύμνο –το «Glory, glory, God almighty»–, άνοιγε η ψυχή όλων των παιδιών. Δεν ήξερα πώς να βγάλω λεφτά –έμενα σ' ένα μικρό δωμάτιο– και μου παρουσιάστηκε τότε η ευκαιρία να τραγουδήσω σε ένα ισραηλίτικο coffee shop. Και ξαφνικά πήρα μια θαυμάσια κριτική, ονομάστηκα το πιο «ελπιδοφόρο ταλέντο της χρονιάς» στο «Variety»... και ούτω καθεξής.
— Τότε θα ήσασταν μάλλον ευχαριστημένη.
Όχι και τόσο! Ποιο παιδί ήταν ευχαριστημένο τότε; Συνέβαιναν τόσες ζυμώσεις, καλλιτεχνικές, ψυχολογικές. Εκείνη την εποχή ζητούσα να ελευθερωθώ από τα κόμπλεξ μου – «ακολουθούσα» έναν γιατρό του Βίλχελμ Ράιχ, που μ' έκανε άλλον άνθρωπο. Μετά, ήταν το κίνημα των νέων, που με ενθουσίαζε και με φόβιζε ταυτόχρονα. Το '71, όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας σε στενή επαφή με τον Μάνο (σ.σ. Χατζιδάκι) τον «Κύκλο του C.N.S.», άρχισαν να μου συμβαίνουν διάφορα μεταφυσικά φαινόμενα σε πολύ abstract κατάσταση.
Με τον Μάνο Χατζιδάκι
— Παίρνατε ναρκωτικά;
Όχι, όχι. Συνέβαινε! Ήταν βέβαια και η εποχή – η άνοιξη των «παιδιών των λουλουδιών» ή κάτι τρομακτικά πράγματα, ένας βιασμός που είχα στην Ουάσινγκτον... Οι ψυχίατροι δεν μπορούσαν να τα εξηγήσουν αυτά.
— Ο βιασμός ήταν στη φαντασία σας;
Όχι, στην πραγματικότητα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Και πήγα τότε σ' έναν γκουρού, τον Μαχαραζί, κι αυτός μ' έγδυσε: μου 'κλεψε όλα μου τα λεφτά, τα προικιά, τα ρούχα – διαμαντένια ρολόγια, μαργαριταρένια κολιέ, βυσσινιά κεντήματα... Μ' έκλεισε στο σπίτι μου και με πήγε ζωντανή στην κόλαση. Με «πήγε» στο «Μπαρντό», μου άνοιξε την άλλη πραγματικότητα – την πραγματικότητα της νύχτας: εκεί όπου πεινασμένα πνεύματα γυρνάνε σαν αράχνες και τα τυλίγει όλα μια γκρίζα, σκοτεινή ατμόσφαιρα. Μου υπέβαλε την ιδέα πως είμαι αμαρτωλή, επειδή δεν τον προσκύνησα μόλις τον είδα και είπα ότι μου θύμιζε μαφιόζο. Από εκδίκηση, με κατατρόμαξε.
— Μερικοί αποδίδουν στους καλλιτέχνες ένα είδος «δαιμονικής» ενέργειας.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες δαιμονίζονται να βρούνε την αλήθεια και μαρτυρούν γι' αυτό. Χρειάζονται πραγματικά φοβερή ενέργεια. Προτιμώ όμως να τους λέω αγγέλους, γιατί βασανίζονται για κάτι καλό.
Λίγο πριν από την παρέλαση της 25ης Μαρτίου, στο Ζάππειο, όπου μαζεύονταν όλα τα σχολεία για να ξεκινήσουν: Από δεξιά: Φλέρη Παπαδαντωνάκη (Νταντωνάκη), Λότη Πέτροβιτς, Λένα Ζωιτοπούλου. 24 Μαρτίου 1950
— Τη δύναμη που αποκτάει κανείς προσπαθώντας να τελειοποιηθεί είναι θεμιτό να τη μεταγγίζει στην τέχνη του;
Καλύτερα θα 'ταν να μην τη χρησιμοποιεί πουθενά έξω απ' τον λόγο που την απόκτησε: την εσωτερική τελειοποίηση. Όμως είναι επόμενο να βγαίνει στην τέχνη του, αφού κάθε καλλιτέχνης εκπορνεύει τον εαυτό του – όσα είδε, κι όσα άκουσε. Αν θέλεις να μείνεις πάναγνος, είναι καλύτερο να σωπάσεις. Γιατί είναι δύσκολο να μην είσαι λίγο εγωιστής, όντας καλλιτέχνη, και είναι άσχημο να βγάζεις λεφτά ή ν' αποκτάς φήμη με τα πράγματα που βρήκες σε ώρες συντριβής και αγωνίας. Αξίζει να δημιουργείς μόνο για το καλό της ανθρωπότητας. Αλλά και τότε ακόμα, στην αναζήτησή σου, πρέπει να αποφεύγεις την υπερβολή, για να μην υπερεκτιμήσεις τον εαυτό σου.
— Εσείς δεν υπερβάλατε ποτέ;
Εγώ ήμουν πάντοτε άνθρωπος του extreme – δεν ακολούθησα ποτέ το χρυσό μέτρο, που λένε. Όταν έψαχνα να βρω τον εαυτό μου, δεν δίσταζα να πάω στην Αγγλία, στην Ελβετία, στην Ινδία, στο Θιβέτ, στην Αμερική... Από παιδί, έφυγα μόνη μου, 18 χρονών, χωρίς να 'χω κανέναν. Έχω ταξιδέψει παρορμητικά – από μια διάθεση της στιγμής. Σαν τους «Αλήτες του Ντάρμα», κυκλοφορούσα στις πολιτείες, συναντούσα καταστάσεις επικίνδυνες – ήταν σαν να περνούσα εξετάσεις απ' τον εαυτό μου. Ήθελα να βγω αγνή μέσα απ' όλα αυτά – δεν τα κατάφερνα πάντοτε, ήτανε τότε διάχυτη μια συνείδηση ελευθερίας με επικίνδυνα περάσματα. Περίεργα πράγματα! Γνώρισα την Αμερική στην πιο βίαιη και γοητευτική εποχή της. Στην Ελλάδα πνιγόμουνα. Πήρα ξαφνικά την κόρη μου και όλες μου τις βαλίτσες και πήγα στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, σε ένα μικρό χωριό με φυτείες τσαγιού. Έμεινα έναν χρόνο εκεί. Όλο λόφοι, σπίτια σαν αυτά των παραμυθιών, και κήποι με παράξενα λουλούδια, με άγνωστες μυρωδιές... Δεν έκανα ταξίδια τακτοποιημένα –φυσιολατρικά– να δω αρχαία χαλάσματα, τον ελαιώνα, το γαλανό της θάλασσας. Έκανα ταξίδια σε άγνωστα μέρη, προσπαθούσα να απομακρυνθώ από τον πολιτισμό.
Summertime - Φλέρυ Νταντωνάκη
— Είπατε ότι στις περιπλανήσεις σας ψάχνατε τον εαυτό σας.
Έψαχνα να βρω την ευτυχία. Δεν υπάρχει όμως ευτυχία στον κόσμο. Υπάρχει μονάχα μια ζωή που πρέπει να τη ζήσεις θαρραλέα, χωρίς δειλίες. Κι έπειτα, ήθελα να γνωρίσω τους ανθρώπους. Να γνωρίσω άλλους τρόπους, άλλα χρώματα, άλλες μυρωδιές – άλλες αισθήσεις. Ήταν κάτι αδιανόητα θαυμαστό – για το οποίο τιμωρήθηκα. Ήθελα να δω τι συμβαίνει, αν υπάρχει ιερός χώρος απόλυτης ομαλότητας και ειρήνης – ήθελα να δω τι τρέχει στον κόσμο.
— Έχουν πει πως πριν πεθάνει μια ύπαρξη, αξίζει να κάνει τον γύρο της φυλακής της.
Πράγματι, όλα είναι φυλακή – και αξίζει να τη γυρίσεις. Και τώρα, αν είχα έναν αδελφό –όχι άντρα,∙αυτά δεν οδηγούν πουθενά–, θα μου άρεσε να πάω στην Ιαπωνία, στην Ταϊτή, να δω τα έθιμα των ανθρώπων.
— Όσο πιο πολύ γερνάς, τόσο πιο πολύ δεν καταλαβαίνεις το περιορισμένο της ζωής σου;
Είναι όμως χρήσιμο ν' ανοίγει η ματιά σου, να ξεφεύγεις καταρχάς από τη συνείδηση μιας συγκεκριμένης χώρας. Στο σεξ, για παράδειγμα, είναι καλό να ξεφεύγεις από τους μίζερους περιορισμούς της Ελλάδας.
— Σας έχει βασανίσει η σεξουαλική ενοχή;
Δεν έχω ελευθερωθεί σεξουαλικά, δεν έχω συναντήσει ποτέ έναν άντρα που να μ' ερωτευτεί, να μ' αγαπήσει. Δεν έχω ακριβώς ενοχή – είμαι πολύ διστακτική, γιατί δεν ξέρω αυτόν το χώρο, τη συνύπαρξη ανδρός και γυναικός. Δεν έχω ζυμωθεί σε κάποια σχέση, αλλ' ούτε και είδα με την περιορισμένη μου ματιά ζευγάρια που να 'ναι αληθινά μαζί. Υπάρχει καμιά φορά σεβασμός, αλλά –πώς να το πω!– δεν βλέπω απόδοση ούτε ευτυχία.
— Έχει απομείνει μέσα σας κάτι απ' την παλιά ορμή που σας έβγαλε στον δρόμο;
Ναι, ναι! Θα 'θελα να πάω να ζήσω σε αγροτική περιοχή. Θέλω να βρω ανθρώπους που να μπορώ ν' ακουμπώ επάνω τους –έτσι, απλώς ν' ακουμπώ–, μονάχα αυτό έχει μείνει.
— Δεν εξακολουθείτε να έχετε μεταφυσικές πίστεις;
Όλοι έχουν μεταφυσικά ερωτήματα: «υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο;», «υπάρχει ψυχή;», «έχει καθήκοντα το σώμα απέναντι στην ψυχή;». Αλλά οι γκουρού δεν βάζουν ερωτήματα, σε βομβαρδίζουν με μεταφυσικά φαινόμενα που βασανίζουν και εξαντλούν το κορμί και το πνεύμα. Το ίδιο και οι Θιβετιανοί. Κοντρολάρουν τη ζωή και τον θάνατο, σου ανοίγουν τον κόσμο του θανάτου.
— Αφού όλα αυτά είναι τόσο οδυνηρά, δεν είναι καιρός να γυρίσετε σελίδα;
Πολλές φορές έχω γυρίσει σελίδα – ή, έτσι λέω. Από τότε όμως που μου συνέβη αυτό, δεν ξαναβρήκα ποτέ τον εαυτό μου. Έχασα την αθωότητά μου. Κι αν προσέξεις, στον «Μεγάλο Ερωτικό» υπάρχει κάτι φοβισμένο στη φωνή μου, μια τρεμάμενη παρουσία, που δείχνει πως ήξερα ήδη τον θάνατο.
— Η τέχνη δεν έχει την ίδια ρίζα με τη θρησκεία;
Ναι, και οι δύο είναι παρηγοριές του ανθρώπου που βασανίζεται από το άγχος της αρρώστιας και του θανάτου.
— Γιατί, λοιπόν, δεν σας αρκεί ο ασφαλής τρόπος της τέχνης;
Θέλω να ξετυλίξω την ανησυχία μου με όλες τις διαφορετικές εκφράσεις που μπορώ∙ αλλά, απ' την άλλη, δες με: δεν τελειοποιούνται εύκολα αυτές οι εκφράσεις: δεν έγινα μια μεγάλη, επιτυχής ηθοποιός, τραγουδίστρια, ή πιστή. Δεν έγινα επιτυχής ούτε καν ως γυναίκα. Είμαι ευχάριστη, ανοιχτή, αλλά έχει μάλλον αποτύχει η καλλιτεχνική και η θρησκευτική μου τελείωση. Αυτό με κάνει να δίνομαι ολότελα στα πάντα και τίποτα να μην ανοίγεται μπροστά μου.
— Μα, είναι περίεργο να μη νιώθετε ότι ο κόσμος σάς εκτιμά.
Άκουσα, βέβαια, καλά λόγια. Αλλά έχω ανάγκη και την υποστήριξη των συναδέλφων μου. Η Μερκούρη ούτε καν με δέχτηκε όταν πήγα να τη δω – μου είπε ο θυρωρός να πάω στο περίπτερο να της τηλεφωνήσω. Έκανα δύο προσπάθειες και οι καλλιτέχνες μού φέρθηκαν με φοβερή σκληρότητα: η μία, όταν ήθελα να κάνω ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση και είπα στη Μαρία Φαραντούρη να 'ρθει ως γκεστ-σταρ, κι εκείνη αρνήθηκε. Η άλλη, όταν συνεργάστηκα με τους «Τερμίτες» και μ' έριξαν αγρίως. Δεν είμαι πρόθυμη εγώ να βγαίνω να κονταροχτυπιέμαι με τα παιδιά για δόξα ή λεφτά. Εγώ πολεμώ θεριά και με πολεμούν θεριά. Παραπονιέμαι για την πρόχειρη και αναιδή συμπεριφορά που μου δείχνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες, για τον άγαρμπο τρόπο με τον οποίο με μεταχειρίζονται την ώρα που εγώ διακινδυνεύω να πω ένα τραγούδι. Μια άλλη φορά με πήρε η γυναίκα του Σαββόπουλου για να πάω στην τηλεοπτική τους εκπομπή και επειδή αρνήθηκα, γιατί είχα ήδη κανονίσει κάτι άλλο, μου είπε με έναν τόνο έπαρσης: «Δεν ξέρετε τι έχουμε κάνει εμείς για σας!» «Απλώς», της είπα, «αυτό που έχετε κάνει είναι να γράφει ο Σαββόπουλος τραγούδια τραγικά και να μην τα ζει ο ίδιος αλλά εγώ».
Φλέρυ Νταντωνάκη - Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω
— Τα τραγούδια του Σαββόπουλου σας αρέσουν;
Είναι κλεμμένα τα περισσότερα. Όταν τα πρωτάκουσα, νόμιζα ότι ήντουσαν θαυμάσια. Όταν όμως πάντρεψα τις impressions τους και τον τρόπο που ο Σαββόπουλος ζει, κατάλαβα ότι είναι ένας έξυπνος επιχειρηματίας, ο οποίος κορφολογεί τον ενθουσιασμό νέων ανθρώπων και φτιάχνει ωραία συνονθυλεύματα. Γι' αυτό και τα τραγούδια του δεν μένουν, γιατί δεν τα πιστεύει ο ίδιος αληθινά.
— Η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη είναι ένα κριτήριο της αυθεντικότητας του έργου του;
Όχι ακριβώς! Εμένα με ενδιαφέρει αν αυτά που δημιουργεί ανταποκρίνονται σε αυτό που είναι. Στις μελαγχολικές εικόνες του Μάνου π.χ. «πιάνεις» τη δύσκολη ατμόσφαιρα της ζωής του, την ατμόσφαιρα του χαρακτήρα του. Στις φιλόδοξες, μεγάλες εικόνες του Σαββόπουλου «πιάνεις» το ψεύτισμα, την απάτη. Κι αυτό το κοινό το νιώθει.
— Ξεχωρίζετε στην Ελλάδα κάποιον που να 'χει τη στόφα του μεγάλου;
(σιωπή) Δεν ξέρω. Δεν το λέω εγωιστικά... Ο Ζωγράφος μου φαίνεται πολύ αγνό παιδί. Φαίνεται ότι τραγουδάει και υποφέρει – ξέρεις δηλαδή ότι κινδυνεύει όταν τραγουδάει.
— Πέρα απ' τον κίνδυνο, ποια άλλα στοιχεία κάνουν μια ερμηνεία σπουδαία;
Η αλήθεια. Να βλέπεις την ψυχή να πάλλεται από κάτι βαθύτερο, πιο universal απ' το πόσο σωστή ή πόσο αγοραία θα είναι η ερμηνεία. Γιατί το τραγούδι είναι ένα μέσον επικοινωνίας και πρέπει να δονείται με αθωότητα, χωρίς οικονομική ή καλλιτεχνική υστεροβουλία.
— Γνωρίζετε κάποιον που να τα εκφράζει αυτά;
Η μόνη καλλιτέχνις που θαύμασα βαθιά είναι η Ουμ Καλθούμ.
— Εσείς ποιες ψυχικές καταστάσεις εκφράζετε συνήθως όταν τραγουδάτε;
Δεν είναι ακριβώς συγκίνηση. Είναι the quiet desperation of the everyday man – η βουβή απελπισία του καθημερινού ανθρώπου. Νιώθω συμπόνια γι' αυτή την απελπισία και θέλω λίγο να παρηγορήσω τον άθρωπο, να πάει σπίτι του να κάνει ωραιότερο έρωτα με τη γυναίκα του, ν' αγαπήσει περισσότερο το παιδί του, να πει δυο αληθινά λόγια στον φίλο του... Η τέχνη, αν το καλοσκεφτείς, είναι ένα άγχος, μια μαρτυρική αναζήτηση του πώς θα είσαι πάντα αληθινός, χωρίς κανείς να σε ανταμείβει με αληθινή ευτυχία.
— Σαν ποιος;
Αφού δεν βλέπω να υπάρχει ο καλός θεός, ας πούμε ένας ωραίος σύζυγος –ούτε λατρευτικός, ούτε δεμένος χειροπόδαρα–, ένας άνθρωπος αληθινός που θα σε σεβαστεί και θα μοιραστεί μαζί σου χίλια δυο πράγματα. Πράγμα που εδώ δεν βρήκα.
— Δεν είναι ένα είδος ανταμοιβής η αγάπη που σας δείχνω τώρα;
Έχεις δίκιο. Δεν είναι λίγο. Όχι γιατί ίσως με θεωρείς αληθινή καλλιτέχνιδα αλλά γιατί έτσι κι εγώ πλουταίνω κι απλώνω την ύπαρξή μου.
— Πείτε μου, σήμερα, μετά από τόσες περιπέτειες, ποιο είναι το credo σας, η βασική πίστη της ζωής σας;
Ότι οι άνθρωποι είναι πολύτιμοι (το ανθρώπινο σώμα και η ανθρώπινη ψυχή) και ότι δεν πρέπει να παίζουμε μαζί τους αλλά να τους σεβόμαστε βαθιά. Δεν υπάρχουν ούτε θεοί ούτε δαίμονες – αυτοί είναι μέσα μας και πρέπει με τον αυτοσεβασμό να μην αφήνουμε ούτε τους μεν ούτε τους δε να κυριαρχούν. Και πρέπει οι άνθρωποι να μαθητεύουν κοντά σε όποιον εκτιμούν.
— Εσείς νιώθετε ακόμα την ανάγκη της μαθητείας;
Αν ζούσε εδώ πέρα η Μother Teresa, θα πήγαινα κοντά της, αν ζούσε ο Βίλχελμ Ράιχ ή ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, θα τους ακολουθούσα...
Με βαραίνουν οι αμαρτίες των άλλων αφάνταστα, τόσο που καμιά φορά θέλω να πεθάνω. Όταν βλέπω ψυχές που είναι χαμένες –ανθρώπους που υποβιβάζουν, φθονούν...–, τα χάνω και υποφέρω που φέρνονται με τόση προχειρότητα στον εαυτό τους.
— Αν κρίνω από τα λόγια σας, είστε μόνη.
Απόλυτα εγκαταλειμμένη. Δεν κάνω, βλέπεις, σε όσους ζουν χαριτωμένα και ψάχνουν πάνω μου τα υλικά σημάδια της επιτυχίας – λεφτά, οικογένεια, βεντετιλίκι. Είμαι μια ψυχή που αμφιβάλλει, κι αυτό μπορεί να συγκινεί, αλλά βαραίνει κιόλας τους επιφανειακούς ανθρώπους.
— Νομίζω ότι σας έχουν ταλαιπωρήσει πολύ και οι ψυχίατροι.
Πολλοί πιστεύουν πως αν σου βάλουν statics στο κεφάλι ή αν σου δώσουν χάπια που βγάζουν λέπια στο κορμί, σου κάνουνε καλό. Και σε σκοτώνουν. Τα ηλεκτροσόκ είναι ένας εξευτελισμός της ψυχιατρικής. Στην Ελλάδα ιδίως, υπάρχει μια χαμηλή, σχεδόν δολοφονική αντίληψη για τη θεραπεία όποιου έχει ψυχολογικό πρόβλημα. Η ελληνική ψυχιατρική ακολουθεί τις πιο ταπεινές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να ζει ένας άνθρωπος και κρατά σε απόσταση όποιον δεν συμβιβάζεται με τίποτα και με κανέναν. Τις πιο πολλές φορές είναι ο βούρδουλας με τον οποίο η κοινωνία χτυπά όποιον θέλει να ταξιδέψει μέσα του. Με λίγα ηλεκτροσόκ τον κάνει να ζητάει λεφτά αντί για την ψυχή του. Τον κάνει ένα ακόμα μέλος της συγχυσμένης αγέλης, αντί να τον βοηθήσει να καθαριστεί από τις αμαρτίες του.
— Σας βαραίνουν και σήμερα ακόμα αμαρτίες;
(σιωπή) Με βαραίνουν οι αμαρτίες των άλλων αφάνταστα, τόσο που καμιά φορά θέλω να πεθάνω. Όταν βλέπω ψυχές που είναι χαμένες –ανθρώπους που υποβιβάζουν, φθονούν...–, τα χάνω και υποφέρω που φέρνονται με τόση προχειρότητα στον εαυτό τους. Όταν βλέπω ότι δεν μπορώ να σταματήσω μια αδικία που γίνεται μπροστά στα μάτια μου, φτάνω στο σημείο να μη θέλω να 'μαι ζωντανή. Εγώ αναρωτιέμαι αν χρειάζομαι πλέον στον πλανήτη – νιώθω εξαγνισμένη. Υπάρχω μόνο όταν με χρειαστούν.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Η συνέντευξη της Φλέρυς Νταντωνάκη δόθηκε το καλοκαίρι του 1986 και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Αντίο Παλιέ Κόσμε» του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου.