Το όνομά του ακόμη και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα. Τα εγκλήματά του, ξεπερνούν και τον πλέον αρρωστημένο νου. Ο Δαμιανός Μαυρομάτης έμεινε στην ιστορία ως ο «Δράκος της Καλογρέζας», με πράξεις που μέχρι και σήμερα προκαλούν τρόμο και φρίκη.
Στις 5 το απόγευμα της 27ης Ιανουαρίου του 1936, ο Βασίλης Ουραλίδης, κάτοικος της ερημικής -τότε- περιοχής της Καλογρέζας Αττικής, αναζητεί την 5χρονη κόρη του Φωτεινή, η οποία λίγη ώρα νωρίτερα είχε εξαφανιστεί, ενώ έπαιζε με συνομήλικα της κορίτσια στη γειτονιά.
Από τις φίλες της κόρης του πληροφορείται πως η Φωτεινή είχε απομακρυνθεί, λίγη ώρα πριν, μαζί με τον Δαμιανό Μαυρομάτη. Το όνομα του 32χρονου πρόσφυγα από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας μετατρέπει την ελαφρά ανησυχία του πατέρα σε αλλοφροσύνη: ο Μαυρομάτης ζούσε μόνος του σε μία από τις σπηλιές που υπήρχαν, τότε, στην Καλογρέζα και εργαζόταν σποραδικά σε τουβλοποιεία της περιοχής.
Η δράση του «Δράκου της Καλογρέζας» και το κουβάρι των φόνων ανήλικων παιδιών αρχίζει να ξετυλίγεται…
Η ζωή του Μαυρομάτη
Ο Μαυρομάτης γεννήθηκε στο Ικόνιο και σε ηλικία 12 ετών πουλούσε λεμονάδες στη Σμύρνη για να συντηρήσει την οικογένειά του. Όταν πέθανε ο πατέρας του απο χολέρα εκείνον τον πήρε ένας παπουτσής σαν ψυχοπαίδι. Τέσσερα χρόνια βασανίστηκε μαζί του και τέλος το έσκασε και δούλεψε ως αχθοφόρος στο λιμάνι της Σμύρνης. Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη τον ακολούθησε ο Δαμιανός και έφτασε στο Αϊδίνι. Με την πτώση της Σμύρνης, 18 χρονών βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου διέπραξε μια διάρρηξη και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Μετά την έκτιση της ποινής του, διέπραξε και άλλες ληστείες για τις οποίες φυλακίστηκε και πάλι. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου εξέτισε ποινή 4 χρονών.
Μία απο τις αδερφές του είχε διασωθεί και αυτή, και ήρθε στην Αθήνα όπου παντρεύτηκε και ζούσε στη Νέα Ιωνία. Κάποια στιγμή μεθυσμένο τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελεούσας, αλλά μετά από ένα μήνα παραμονής το έσκασε. Πήγε στη Καλογρέζα, τον συνέλαβαν και πάλι και τον έστειλαν και πάλι στην Αγία Ελεούσα. Έμεινε εκεί δυο μήνες και δραπέτευσε και πάλι. Πήγε πίσω στη Νέα Ιωνία, και ζούσε κλέβοντας.
Συνελήφθη και τρίτη φορά και στάλθηκε στο Δαφνί. Παίρνοντας εξιτήριο από το Δαφνί ξαναγύρισε στη συνοικία που ήξερε, φτωχός, μόνος και άστεγος. Κοιμόταν στις σπηλιές, έπινε πολύ κρασί -ακόμα και οινόπνευμα όταν δεν του έδιναν κρασί -και έκλεβε.
Όλοι τον έβριζαν, τον έλεγαν τρελό, τα παιδιά τον κορόιδευαν, του πετούσαν πέτρες.
Το έγκλημα που αποκάλυψε τη φρίκη
Έξω απο τον συνοικισμό της Καλογρέζας υπήρχε ένα ρέμα από όπου αρχίζει το δάσος του Βεḯκου που φτάνει ως την Όμορφη Εκκλησία, το Γαλάτσι και τα Τουρκοβούνια. Στις αρχές αυτού ακριβώς του δάσους, αμέσως μετά το ρέμα, υπήρχε ένας πευκόφυτος γήλοφος. Ο λόφος αυτός κοβόταν απο μια χαράδρα που κάποτε κάποιοι την είχαν εκμεταλλευτεί ανοίγοντας τρύπες για να βγάλουν άμμο. Οι χτίστες έβγαζαν απο εκεί άμμο για τις οικοδομές και την πούλαγαν, συγκρουόμενοι συνεχώς με τον Βεḯκο που προσπαθούσε να τους εμποδίσει, ακόμα κα πυροβολώντας. Οι μεγαλύτερες τρύπες, πέντε τον αριθμό ήταν κανονικές σπηλιές τις οποίες χρησιμοποιούσαν είτε περιστασιακά είτε μόνιμα ο υπόκοσμος της Αθήνας. Μια τέτοια σπηλιά ήταν και το λημέρι και σπίτι του Δαμιανού Μαυρομάτη (ή Ντελή Δαμιανού=τρελο-Δαμιανού) όπως τον φώναζαν οι κάτοικοι εκεί γύρω.
Ο Δαμιανός είχε πάει στη κηδεία του αφεντικού του και εκεί είδε μια ομάδα μικρών κοριτσιών να παίζουν έξω απο το σπίτι, τα πλησίασε, και την προσοχή του τράβηξε η κατάξανθη Ουρανία. Της έδωσε καραμέλες και με την υπόσχεση οτι θα της δώσει και άλλες την πήρε μαζί του. Ο Μαυρομάτης είπε στην κατάθεσή του, οτι αφού περπάτησαν καμιά ώρα, έφτασαν στη σπηλιά που έμενε, και αφού της έβγαλε τα ρούχα, τη βίασε. Όταν ο πατέρας της αντιλήφθηκε την απουσία της μικρής, και τα κοριτσάκια του περιέγραψαν τι είχε συμβεί, έφυγε αλλόφρονας μαζί με μερικούς φίλους του για να ψάξει να την βρει. Την βρήκαν κατά το σούρουπο δυο συγγενείς του Ουραλίδη.
Την άρπαξαν από την αγκαλιά του και την πήγαν γρήγορα στο κοντινότερο φαρμακείο μήπως προλάβουν και τη σώσουν. Ο φαρμακοποιός της έκανε ενέσεις καμφοράς, ήρθε και ένας γιατρός αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Σε λίγο πέθανε. Μόλις συνελήφθη ο Δαμιανός -το απόγευμα της Τρίτης 28 Γενάρη 1936 -πήγε στο αστυνομικό τμήμα Καλογρέζας που τον ανέκρινε ο διοικητής Χωροφυλακής Ψυχικού. Ούτε αρνήθηκε το έγκλημα, ούτε σιώπησε. Ίσα-ίσα εξιστόρησε τα πάντα και στον ανακριτή και στους δημοσιογράφους. Στις 10 το πρωί της Πέμπτης 30 Γενάρη μεταφέρθηκε στον εισαγγελέα και απολογήθηκε με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες για το φόνο της μικρής Ουραλίδου. Το παιδί παραδόθηκε στους γονείς του και το απόγευμα της Παρασκευής 31 Γενάρη έγινε η κηδεία του στο Β’ νεκροταφείο.
Αμέσως χτύπησε συναγερμός για τους κατοίκους της περιοχής. Όλοι βγήκαν αμέσως, ψάχνοντας στο δάσους του Βεΐκου-Καλογρέζας, μέσα σε σπηλιές, και μέσα σε χαράδρες. Γύρω στις 50 σπηλιές υπάρχουν σε αυτό το δάσος λένε οι κάτοικοι, οι περισσότερες των οποίων είχαν γίνει από συνεργεία αμμωρύχων παλαιότερα και φτάνουν σε μήκος τα 10 και 15 μέτρα και σε βάθος μέχρι και 5 μέτρα. Υπάρχουν και μερικά ξεροπήγαδα στα οποία οι κάτοικοι κατεβαίνουν με ανεμόσκαλες για να βρουν θύματα.
Μέσα σε μια από αυτές τις αμμοσπηλιές -μια σπηλιά με στενή και κατηφορική είσοδο και φτάνει σε μήκος τα 7 μέτρα, πλάτος 1 μέτρο και ύψος άλλο 1. Στο τέλος του διαδρόμου βρίσκεται ένα σα δωμάτιο, 4 επί 4 μέτρα περίπου, ο Γιάννης Ματζαβίνος και ο Γιώργος Παρασκευάς βρήκαν στις 29 Γενάρη το πτώμα του μικρού Βλαντή. Το μέρος απέχει 200 μέτρα από εκεί που βρέθηκε το πτώμα της μικρής. Η σπηλιά του “Βλαντή” έχεις μήκος 6 μέτρα και βάθος 3.
Το πτώμα το ανακάλυψαν με τη μυρωδιά που απέπνεε και ανάβοντας σπίρτα συνέχεια κατάφεραν και να το δουν. Σε μια γωνιά βρήκαν κάτι ψόφια κοτόπουλα και κλωτσώντας το σωρό ανακάλυψαν το πτώμα. Το πτώμα ήταν μισόγυμνο, με τα μάτια ανοιχτά και διεσταλμένα, ωχρό και στεγνό, ενώ ζωύφια υπήρχαν γύρω απο τα μάτια και τα αυτιά. Προσπαθώντας να το σηκώσουν ανακάλυψαν οτι ήταν δεμένο απο τα χέρια και τα πόδια με σύρματα και κουρέλια.
Οι νεαροί βγήκαν τρομοκρατημένοι και φωνάζοντας κατέφτασαν οι χωροφύλακες που ερευνούσαν και αυτοί την περιοχή. Ο Βλαντής είχε εξαφανιστεί απο το σπίτι του στις 28 Νοέμβρη του 1935 αλλά πρέπει να πέθανε πολύ αργότερα, γιατί είχε ελάχιστα σημάδια αποσύνθεσης.Μετά έγινε η αυτοψία του χώρου, φωτογραφήθηκε, η Σήμανση πήρε ίχνη και ο ιατροδικαστής Τρουπάκης σε μια πρώτη, πρόχειρη εξέταση, είπε οτι ο φόνος του έγινε προ διμήνου και το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο.
Ο Εισαγγελέας διέταξε να ερευνηθούν προσεκτικά οι σπηλιές και ύστερα να δυναμιτιστούν (αν βεβαίως συμφωνήσουν οι κληρονόμοι του Βεϊκου) για να μην μπορούν πλέον να χρησιμεύουν σε κανέναν.
Ειδοποιήθηκε ο σταθμάρχης Αθανασόπουλος και την επόμενη μέρα ήρθε το φωτογραφικό συνεργείο και οι ερευνητές του τμήματος σημάνσεως καθώς και ο ιατροδικαστής. Μετά έδωσαν το πτώμα στους γονείς που θα το κηδέψουν σήμερα το απόγευμα στο Β’ Νεκροταφείο δίπλα στο τάφο της μικρής Φωτεινής Ουραλίδου.
Συνεργεία έρευνας που οργάνωσε ο πρόεδρος της κοινότητας Καλογρέζας έλεγξαν χτες άλλες 3 σπηλιές στις οποίες βρήκαν μόνο πτώματα κοτόπουλων, μιας κατσίκας ακόμα και μιας αγελάδας αλλά τίποτε άλλο. Όμως το μέρος είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψαχτεί καλά γρήγορα γιατί υπάρχουν άλλα 50 τουλάχιστον σπήλαια, ξεροπήγαδα και εγκαταλειμμένα ασβεστοκάμινα.
Ο Μαυρομάτης ομολόγησε τη δολοφονία του μικρού Στέλιου στις 13 Φλεβάρη, όταν απολογήθηκε παρουσία του συνηγόρου του στο 10ο ανακριτικό τμήμα. Η ανάκριση που έγινε παρουσία και του ιατροδικαστή Τρουπάκη διήρκεσε 3 ώρες. Στην αρχή αρνιόταν με επιμονή το φόνο του νεαρού Στέλιου, μέχρι που ζήτησε – σε αντάλλαγμα της ομολογίας του – μια δόση ηρωίνη. Στην αρχή, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν με λίγη σόδα, αλλά αφού το κατάλαβε, έγραψε ειδική
συνταγή ο Τρουπάκης και πήγαν σε φαρμακείο και έφεραν.
Είπε οτι πήρε το παιδί, παρασύροντάς το με καραμέλες, γιατί ήταν πολύ μεθυσμένος και θυμωμένος με τα παιδιά που συνέχεια τον πειράζανε.
Το πήγε στη σπηλιά, το βίασε και στη συνέχεια το σκότωσε. Μετά το μετέφερε στη σπηλιά που το βρήκαν οι δυο άντρες σκεπασμένο με τα ψόφια κοτόπουλα για να μην αντιληφθεί κανείς τη μυρωδιά του.
«Τον κακοποίησα και τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου. Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, βρήκα τρεις κότες ψόφιες από τα σκουπίδια τις οποίες πήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού.», ήταν η κυνική ομολογία του.
«Ένας σαδιστής που είχε συναίσθηση»
Το Σάββατο 1 Μαρτίου υποβλήθηκε σε φρενολογική εξέταση στο τμήμα Μεταγωγών όπου κρατείται, απο τον ιατροδικαστή Τρουπάκη, και τους ψυχιάτρους Μιτσαυτή και Κωνσταντινίδη.
Ο Τρουπάκης κάνει μια εκτίμηση κατά Λομπρόζο, και βρίσκει στο κρανίο του τα σημάδια του εκφυλισμένου ανθρώπου όπως τα αναπτυγμένα κάτω σαγόνια, τα εξογκωμένα μάγουλα, τον ελαφρύ στραβισμό. Οι ψυχίατροι τον εξέτασαν με την κυρολογική σφύρα και βρήκαν κανονικά αντανακλαστικά, κανονική λειτουργία των κορών των οφθαλμών. Παρουσιάζει διαστροφή του γενετήσιου ενστίκτου που φτάνει στον σαδισμό. Το πιθανότερο είναι να γεννήθηκε με κληρονομικότητα ψυχασθενούς που οπωσδήποτε όμως την επιδείνωσαν το χασίς και το αλκοόλ και έφτασε μέχρι τη τοξική φρενίτιδα, λόγο για τον οποίο νοσηλεύτηκε στην Αγία Ελεούσα.
Σύμφωνα με τη γνώμη τους, ο Μαυρομάτης δεν είναι παράφρων, αλλά άνθρωπος λογικότατος με πλήρη συναίσθηση των εγκλημάτων του. Τον θεωρούν σαδιστή πάσχοντα από Φονολαγνεία που διεγείρεται σεξουαλικά με τους βασανισμούς και τους φόνους, επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
Τον δίκασαν σε μόλις μια ώρα
Στις 5 και 6 Οκτωβρίου του 1936 έγινε η δίκη του. Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο μια ώρα για να καταδικάσουν τον Μαυρομάτη, σε δεσμά 10 χρονών για το βιασμό και το φόνο του Βλαντή, με το ελαφρυντικό της μετρίας συγχύσεως λόγω βλακείας ενώ για την Ουραλίδου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά οπότε η πρώτη ποινή συγχωνεύεται με τη δεύτερη.
Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε μέσα στη φυλακή…