Αλυσιδωτές αντιδράσεις προκάλεσε η καταδίκη της 53χρονης καθαρίστριας, η οποία βρίσκεται έγκλειστη στις γυναικείες φυλακές Θηβών για ένα πλαστό απολυτήριο Δημοτικού. «Ντρέπομαι αλλά ήθελα τα παιδιά μου να έχουν μια καλύτερη ζωή από τη δική μου. Ετρεμε η ψυχή μου μη μεγαλώσουν σε ίδρυμα όπως εγώ», ήταν η εξήγηση που έδωσε η ίδια, με δήλωσή της.
Ο Άρειος Πάγος με μία ακόμη παρέμβασή του επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής της 53χρονης για την ερχόμενη εβδομάδα. Έτσι, η γυναίκα θα βρεθεί ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων στις 28 Νοεμβρίου για να υποστηρίξει το αίτημά της να διακοπεί η έκτιση της ποινής της. Παράλληλα, η υπεράσπισή της κατέθεσε αίτημα αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης στον Άρειο Πάγο, ο οποίος ούτως ή άλλως έχει ζητήσει από το Εφετείο Λάρισας να του διαβιβαστεί ο φάκελος, προκειμένου να μελετηθεί αν είναι εφικτή η αναίρεση.
«Έτρεμε η ψυχή μου μη μεγαλώσουν σε ίδρυμα όπως εγώ», δήλωσε η 53χρονη καθαρίστρια μέσα από τις φυλακές στον «Ταχυδρόμο» του Βόλου, ενώ εξέφρασε την απέραντη ευγνωμοσύνη της για το πανελλήνιο κύμα συμπαράστασης. Η χθεσινή συνάντηση της γυναίκας με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Μιχάλη Καλογήρου, ήταν το κερασάκι σε μια σειρά ανακοινώσεων και κινήσεων της ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία επί της ουσίας καταδίκασε την εξέλιξη αυτή.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, επιχειρώντας να αιτιολογήσει τη στάση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, υποστήριξε πως οι κατηγορίες περί αναλγησίας δικαστικών λειτουργών που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη ή άλλες όμοιες αποφάσεις είναι τουλάχιστον άδικες και συγκαλύπτουν την πραγματική αιτία του προβλήματος. «Η αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής. Η σύγχυση που δημιουργείται από δύο διαφορετικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στη νομολογία και οδηγούν σε διαφορετική ποινική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων μπορεί να αρθεί είτε με νομοθετική παρέμβαση είτε με λύση του νομικού ζητήματος από σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου», επισημαίνει η ΕΔΕ.
Ωστόσο, μεγάλη συζήτηση ξεκίνησε και γύρω από το νόμο περί Καταχραστών του Δημοσίου (ν. 1608/1950), οι επιβαρυντικές περιστάσεις του οποίου οδήγησαν την 53χρονη στη φυλακή. «Ο ανωτέρω νόμος -κατάλοιπο μιας άλλης εποχής-, με έντονες κατά καιρούς επικρίσεις από θεωρητικούς και εφαρμοστές του Δικαίου, απειλεί στη διακεκριμένη του μορφή, όπως στην κριθείσα περίπτωση, ποινή ισόβιας κάθειρξης και σε περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων ποινή κάθειρξης, τουλάχιστον, δέκα ετών. Οι δικαστικοί λειτουργοί, στα πλαίσια της νομιμότητας, με την καταδικαστική απόφαση εξήντλησαν τα όρια της επιείκειας και επέβαλαν την κατώτατη προβλεπόμενη ποινή. Κατά συνέπεια, η έκφραση υπονοιών κατά των εφαρμοστών του Δικαίου από οποιονδήποτε είναι πρόδηλα εσφαλμένη και δυσχεραίνει τον επιστημονικό διάλογο για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές είναι αναγκαίες», επισημαίνει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Αντίστοιχα, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας σε ανακοίνωσή του σχολίασε: «Όταν οι διατάξεις περί καταχραστών Δημοσίου βρίσκουν έδαφος εφαρμογής στο πρόσωπο οικονομικά αδύναμων κατηγορουμένων για πλαστά απολυτήρια Δημοτικού, ενώ δεν τυγχάνουν ανάλογης αντιμετώπισης πρόσωπα με οικονομική ισχύ που κατηγορούνται ότι έχουν καταχραστεί το δημόσιο χρήμα, κλονίζεται η ίδια η αξία της Ελληνικής Δικαιοσύνης και τίθεται εν αμφιβόλω η ισότητα που πρέπει να απολαμβάνουν όσοι οδηγούνται ενώπιόν της».
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος