Οι βλάβες τραχήλου ομαδοποιούνται σε χαμηλού βαθμού βλάβες (LGSIL) και σε υψηλού βαθμού βλάβες (HGSIL) που χαρακτηρίζονται ως προκαρκινικές και αφορούν τους επιθηλιακούς καρκίνους.
Γράφει ο Δρ Θεόδωρος Ξεν. Βασιλειάδης, Μαιευτήρας Γυναικολόγος
Οι βλάβες LGSIL περιλαμβάνουν τις κονδυλωματώδεις βλάβες και την ελαφρά επιθηλιακή δυσπλασία (CIN-1) που αποτελεί ελαφρά ατυπία του κυττάρου. Αυτές δεν έχουν ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης για δύο λόγους: α) έχουν πιθανότητα να αυτοϊαθούν και β) αν η λοίμωξη είναι ενεργός (δηλαδή, ο ιός είναι παρών στα γεννητικά όργανα) υπάρχει κίνδυνος για υποτροπή.
Οι HGSIL περιλαμβάνουν την μέση και την βαρειά κυτταρική δυσπλασία (CIN-2, CIN-3) καθώς και την αρχόμενη κακοήθεια (ενδοεπιθηλιακή, Ca in situ) και η εξέλιξη τους προς την κακοήθεια θεωρείται δεδομένη, για αυτό τον λόγο και χρειάζονται θεραπεία.
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ο μέσος χρόνος εξέλιξης μιας αρχόμενης βλάβης προς κακοήθεια έχει βρεθεί ότι διαρκεί περί τα 6 έως 12 χρόνια χωρίς όμως να αποκλείονται και οι εξαιρέσεις. Το παρακάτω σχήμα σας δείχνει γιατί να μη φοβάστε.
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι, λόγω της βραδείας εξέλιξης των βλαβών υπάρχει πολύς χρόνος για να γίνει η διάγνωση της επιδείνωσης και η κατάλληλη αντιμετώπιση.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι στην hpv λοίμωξη έχουμε δύο ξεχωριστές οντότητες, πρώτο τον ιό και δεύτερο την βλάβη που έχει προκαλέσει ο ιός στους ιστούς. Ο ιατρός έχει δυνατότητα να θεραπεύσει την βλάβη, δηλαδή τα κονδυλώματα, με καταστροφικές διεργασίες όπως για παράδειγμα laser εξάχνωση, κρυοπηξία, καυτηριασμό αλλά δεν έχει την δυνατότητα να θεραπεύσει τον ιό μια και για τις ιώσεις η ιατρική δεν έχει θεραπευτικά μέσα. Εφόσον ένα άτομο έχει ενεργό λοίμωξη με παρουσία ιϊκού φορτίου στο επιθήλιο του, η υποτροπή της βλάβης μετά από τις θεραπείες αυτές είναι πολύ πιθανή.
Το κλασικό τέστ Παπανικολάου παραμένει η βασική μέθοδος ανίχνευσης των γεννητικών κονδυλωμάτων με ποσοστό κατά λάθος αρνητικού τέστ 8% έως 25%. Το νέας μεθόδου λεπτής επίστρωσης τέστ Παπανικολάου, ονομαζόμενο “ThinPrep ή SurePath” έχει δυνατότητα ανίχνευσης των αρχόμενων κυτταρικών αλλοιώσεων κατά 85% έως 95% αλλά διαγνωστικό σφάλμα στις προκαρκινικές αλλοιώσεις από 15% έως 35%. Όταν το πάπ-τέστ συνδυάζεται με την ανίχνευση του DNA του ιού κονδυλωμάτων τότε η διαγνωστική αξία του συνδυασμού αγγίζει το 100%. Η ανίχνευση του DNA του ιού hpv είναι δυνατό να γίνει από το κολποτραχηλικό υλικό συλλογής κυττάρων έτσι ακριβώς όπως γίνεται και στη λήψη του κλασσικού τέστ Παπανικολάου και η ανάλυση γίνεται με μοριακές τεχνικές με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) και εκτελείται από εργαστήρια μοριακής βιολογίας. Επίσης για την ανίχνευση του DNA του ιού εφαρμόζεται και εναλλακτικά η μέθοδος hybridcapture. Πρόσφατα εφαρμόζεται και το τέστ HPV-RNA για την διάγνωση της δυνητικής ογκογονικότητας της λοίμωξης.
Όταν σε κάποιο τέστ Παπανικολάου βρεθούν ατυπίες τραχηλικών κυττάρων, η ασθενής θα πρέπει να απευθυνθεί στον γιατρό της για τον παραπέρα έλεγχο. Οι εξετάσεις που θα ακολουθήσουν είναι η κολποσκόπηση και η ανίχνευση του DNA του ιού HPV με μοριακές τεχνικές. Αυτά θα μας δώσουν πληροφορία αφενός μεν για την βαρύτητα της βλάβης, αφετέρου δε για την ύπαρξη και την ταυτότητα επικινδυνότητας του ιϊκού φορτίου στον άνθρωπο. Στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνονται διαφορετικά ευρήματα για τον βαθμό της βλάβης σε τέστ Παπανικολάου και σε κολποσκόπηση χρειάζεται να γίνει βιοψία τραχήλου για να επιβεβαιώσει τον βαθμό της βλάβης.
Παρακάτω παρατίθεται το πρωτόκολλο χειρισμού των ασθενών με ενδείξεις βλάβης στο τέστ Παπανικολάου ρουτίνας που έχουν κάνει.
Ο Δρ. Βασιλειάδης είναι υπεύθυνος του Γυναικολογικού τμήματος του L-Medical
Για επικοινωνία καλέστε στο 27440.26400