Καζίνο Λουτρακίου: Πως πελάτες και κρουπιέρηδες «σήκωναν» μάρκες

Μπορεί κάποιος να κλέψει το Καζίνο; Αυτό το ερώτημα τέθηκε κυριαρχικά στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ναυπλίου, οι δικαστές του οποίου απάντησαν με την απόφασή τους θετικά, πλην όμως, αναγνωρίζοντας έμμεσα την ισχυρή τοξικότητα που δημιουργεί ο μακροχρόνιος εθισμός στον τζόγο, επέβαλαν σχετικά μικρές ποινές σε δύο κρουπιέρηδες του Καζίνο Λουτρακίου και σε έναν παίκτη, καταγόμενο από την Αθήνα, ενώ έπαυσαν την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (πλημμέλημα) για δύο άλλους παίκτες.

 

 

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας "Πατρίς", η υπόθεση αποκαλύφθηκε στα τέλη Απριλίου 2009 και στηρίχθηκε στο καταγεγραμμένο υλικό από το κλειστό ηλεκτρονικό σύστημα οπτικοακουστικής παρακολούθησης (Closed Circuit T.V. System) και στην έκθεση ελέγχου που υπέβαλε στη Διεύθυνση Εποπτείας Καζίνο η αρμόδια Επιτροπή Παρακολούθησης και Ελέγχου, έκθεση που διαβιβάστηκε στη συνέχεια στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κορίνθου για τα περαιτέρω.

 

Στους δύο κρουπιέρηδες απαγγέλθηκε η κατηγορία της απιστίας, όχι μόνο σε βάρος του Καζίνο Λουτρακίου, αλλά και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι το Δημόσιο δικαιούται το 33% των μεικτών κερδών από κάθε Καζίνο, ενώ στους τρεις παίχτες απαγγέλθηκε η κατηγορία της άμεσης συνέργειας στην απιστία.

 

Tο «κόλπο» με τις μάρκες

 

Τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως περιγράφονταν στο παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου ήταν τα εξής: Ο παίκτης-συνεργός έχοντας έλθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους δύο κρουπιέρηδες-συγκατηγορουμένους του, κάθε φορά που είχε δικαίωμα να αξιώσει όσες μάρκες είχε κερδίσει ή να ζητήσει να ανταλλάξει αυτές που βρίσκονταν ήδη στην κατοχή του με άλλες, ίσης συνολικά αξίας, λάμβανε από αυτούς άλλες μάρκες, διπλάσιας κατ’ ελάχιστον ή και επιπλέον αξίας, οι οποίες του αποδίδονταν από τους κρουπιέρηδες που δρούσαν με δεξιοτεχνία και κρυφά από τον παρακείμενο επιθεωρητή (inspector), με αποτέλεσμα, από τις αλληδιάδοχες αριστοτεχνικές και κατ’ εξακολούθηση αφαιρέσεις μαρκών, να προκληθεί ζημιά στο Καζίνο.

 

Ο έντεχνος τρόπος αφαίρεσης των μαρκών περιγραφόταν ως εξής: Ο παίχτης-συνεργός κάθε φορά έδινε μάρκες στον κρουπιέρη του τραπεζιού στο οποίο έπαιζε. Ο κρουπιέρης, σε πρώτο στάδιο, τις αντάλλασσε κανονικά όπως όφειλε, πλην όμως αυτές που ελάμβανε από τον παίκτη δεν τις τοποθετούσε στο Ταμείο Μαρκών Αξίας ή Πλακών (FLOAT) του τραπεζιού της ρουλέτας όπως όφειλε, αλλά τις άφηνε επάνω στο τραπέζι που τις είχε τοποθετήσει ο παίχτης-συνεργός.

 

Ακολούθως ο κρουπιέρης αντάλλασσε μάρκες για άλλους, ανύποπτους πελάτες που δεν μετείχαν στο «κόλπο», και εν συνεχεία έδινε εκ νέου μάρκες στον παίχτη-συνεργό, μολονότι δεν είχε δικαίωμα να ενεργήσει έτσι, αφού οι προηγούμενες μάρκες του τελευταίου δεν είχαν «μπει» στο Ταμείο Μαρκών (FLOAT) του τραπεζιού, αλλά παρέμεναν στην κατοχή του παίκτη-συνεργού.

 

Η διερεύνηση της υπόθεσης από την Επιτροπή Παρακολούθησης και Ελέγχου κάλυψε μόνο ένα εικοσαήμερο (9-4-2009 έως 29-4-2009) και ανέδειξε συνολική ζημιά του Καζίνο και του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 88.525 ευρώ, ποσό στο οποίο αντιστοιχούσε η ονομαστική αξία των μαρκών που παίχθηκαν παράνομα.

 

«Είτε “νόμιμος” είτε “παράνομος”, ο τζόγος βλάπτει εξίσου»

 

Συνήγορος υπεράσπισης του βασικού παίκτη-συνεργού των κρουπιέρηδων στον οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών με ανασταλτικό αποτέλεσμα, ήταν ο δικηγόρος Πύργου κ.Θοδωρής Αντωνόπουλος, ενώ στους κρουπιέρηδες επιβλήθηκε κάθειρξη έξι (6) ετών, επίσης με ανασταλτικό αποτέλεσμα.

 

Σχετικά με την παραπάνω πολύκροτη υπόθεση, η οποία απέσπασε την προσοχή μεγάλου μέρους του νομικού κόσμου του Εφετείου Ναυπλίου, που παρακολούθησε την πολύωρη διαδικασία μέχρι το τέλος, λόγω των πολύπλοκων και πρωτότυπων νομικών και πραγματικών ζητημάτων που απασχόλησαν το δικαστήριο, ο γνωστός ποινικολόγος κ.Θοδωρής Αντωνόπουλος δήλωσε στην εφ. «Πατρίς»: «Είτε “νόμιμος” είτε “παράνομος”, ο τζόγος βλάφτει εξ ίσου. Επενδύει στην ηδονή του παίχτη που δεν είναι στην πραγματικότητα το κέρδος, αλλά τα ιλιγγιώδη δευτερόλεπτα ανάμεσα στο κόκκινο και στο μαύρο της ρουλέτας. Ο παίχτης βιώνει μία έντρομη ελπίδα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ηδονή της έντασης. Η καταστροφή του είναι βεβαία και οφείλεται, αφ’ ενός μεν στη βαθιά τοξικότητα που προκαλεί ο εθισμός του στον τζόγο, αφ’ ετέρου δε στη διάρκεια του παιχνιδιού που πάντα αποβαίνει υπέρ του φορέα του (Καζίνο, παράνομη λέσχη κ.λ.π.), είτε αυτός χαρακτηρίζεται “νόμιμος” είτε “παράνομος”.

 

»Παραδείγματα αυτοεξευτελισμού, αυτοταπείνωσης και αυτοκαταστροφής συμπολιτών μας, λόγω του τζόγου, υπάρχουν άφθονα. Με τις ευλογίες βέβαια της Πολιτείας που, ενώ επιβάλλει εξοντωτικές ποινές στους “παράνομους” τζογαδόρους, ευνοεί ταυτόχρονα και προάγει την κοινωνική αποσύνθεση, μεταβάλλοντας τη χώρα σε ένα τεράστιο “κουλοχεράδικο” διά της αθρόας χορήγησης αδειών “νόμιμων” τυχερών παιχνιδιών».

 

Η τελική απόφαση για την υπόθεση αυτή θα ληφθεί από το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, στο οποίο προσέφυγαν και οι τρεις κατηγορούμενοι.