Επιτρέπεται μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και πρόληψης τελέσεως εγκλημάτων
Η μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση (παγίδευση) συνομιλίας ακόμη και μέσω κινητού τηλεφώνου, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή, αποτελεί κακούργημα και τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη, αλλά δεν υπάρχει αδίκημα παραβίασης απορρήτου των επικοινωνιών όταν καταγράφονται φράσεις απειλητικές, εξυβριστικές κ.λπ. (όπως «σου έχουν έτοιμο τον λάκκο» ή «θα σε κάψουν») ή όταν η καταγραφόμενη συνομιλία γίνεται δημόσια.
Μία διφυής περίπτωση απασχόλησε την Ελληνική Δικαιοσύνη με αφορμή τις διαταραγμένες σχέσεις διαζευγμένου ζευγαριού. Οι διενέξεις ξεκίνησαν για τις συνθήκες επικοινωνίας με τα παιδιά, κάτι που οδήγησε σε δημόσιες βιαιοπραγίες, ανταλλαγή απειλητικών εκφράσεων και βιντεοσκόπηση όλων αυτών μέσω κινητού τηλεφώνου από την πρώην σύζυγο. Ετσι, η πρώην σύζυγος από κατηγορούμενη αρχικά για το κακούργημα της παράνομης μαγνητοσκόπησης «έπεσε» στο πλημμέλημα της ενδοοικογενειακής απειλής.
Σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την ποινική νομοθεσία, η ελεύθερη επικοινωνία του ατόμου και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του αποτελούν προστατευόμενα αγαθά.
Ετσι, όποιος «αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών».
Με την ίδια ποινή τιμωρείται η μαγνητοφώνηση ή η βιντεοσκόπηση όταν «ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα (σ.σ.: μαγνητόφωνο, κάμερα, κινητό τηλέφωνο κ.λπ.) το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου». Εάν η παράνομη μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση συνομιλίας αποτυπωθεί σε χαρτί, εάν δηλαδή γίνει απομαγνητοφώνηση ή αποβιντεοσκόπηση, τότε αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του κύριου αδικήματος που είναι η παράνομη μαγνητοφώνηση χωρίς τη συναίνεση του συνομιλούντος.
Αντίθετα, δεν είναι παράνομη, αλλά επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η μαγνητοφώνηση και μαγνητοσκόπηση, όπως και η χρήση του περιεχομένου τους, όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που αφορούν «την πρόληψη τελέσεως εγκλημάτων, την προστασία εννόμου συμφέροντος το οποίο είναι υπέρτερο της προστασίας της ελεύθερης επικοινωνίας και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως της τιμής και της ελευθερίας».
Ακόμη, από το Σύνταγμα προστατεύεται η ιδιωτικότητα όπου ατόμου. Στην έννοια της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνεται και το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δύο ή και περισσότερων ατόμων όταν τα άτομα δεν επιθυμούν τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της επικοινωνίας τους.
Ομως, όταν η συνομιλία γίνεται δημόσια, η γνωστοποίηση του περιεχομένου της είναι ποινικά αδιάφορη ενέργεια. Η μαγνητοφώνηση και η μαγνητοσκόπηση απειλητικών και εξυβριστικών εκφράσεων εκφεύγει του προστατευτικού πεδίου του Συντάγματος και των νόμων για το απόρρητο των επικοινωνιών.
Τώρα, τη Δικαιοσύνη την απασχόλησε περίπτωση ζευγαριού που μετά από 13 χρόνια συζυγικού βίου χώρισαν και τότε άρχισαν τα προβλήματα.
Το 2001 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στην Αλβανία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, όπου απέκτησαν δύο παιδιά.
Το 2014 χώρισαν και με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η επιμέλεια του ενός παιδιού ανατέθηκε στον πατέρα και του άλλου στη μητέρα.
Οι σχέσεις του πρώην ζεύγους ήταν διαταραγμένες, καθώς κατά την άποψη του πατέρα η μητέρα των παιδιών παρεμπόδιζε την επικοινωνία τους με τον ίδιο και τον αδελφό του.
Ετσι, ένα μεσημέρι συναντήθηκαν οι γονείς σε κεντρικό σημείο της πόλης όπου διέμεναν και ο πρώην σύζυγος τη ρώτησε γιατί δεν επιτρέπει στο παιδί που έμενε μαζί της να απαντά στα τηλεφωνήματα του ίδιου και του μεγαλύτερου παιδιού τους. Αμέσως η πρώην σύζυγος άρχισε να τον απειλεί και να τον βρίζει, ενώ εκείνος ανταπέδωσε τις ύβρεις και βιαιοπράγησε σε βάρος της.
Κατά την ανταλλαγή των απειλητικών εκφράσεων η πρώην σύζυγος κατέγραφε την όλη σκηνή στο κινητό της. Ομως αυτό έγινε αντιληπτό από τον πρώην σύζυγο, ο οποίος ζήτησε επανειλημμένα τη διακοπή της καταγραφής.
Παρ’ όλα αυτά η σύζυγος συνέχισε να καταγράφει τις εξυβριστικές και απειλητικές εκφράσεις του συζύγου της, καθώς και την ασκηθείσα βία σε βάρος της.
Μάλιστα η σύζυγος προειδοποίησε τον πατέρα των παιδιών της ότι «αν πας στην Αλβανία, τα αδέλφια μου σου έχουν έτοιμο τον λάκκο να σε θάψουν, να σε κάψουν κ.λπ.».
Κατόπιν αυτών, η πρώην σύζυγος με βούλευμα παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για παράνομη κακουργηματική βιντεοσκόπηση-μαγνητοφώνηση μέσω κινητού τηλεφώνου και ενδοοικογενειακή απειλή. Ομως, η σύζυγος άσκησε έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος που έγινε ομόφωνα δεκτή από το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο μετέτρεψε τις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, δεν παραπέμφθηκε να δικαστεί για κακουργηματική παράνομη ιδιωτική συνομιλία, δηλαδή βιντεοσκόπηση-μαγνητοφώνηση σε βάρος του πρώην συζύγου, αλλά αντίθετα για την πλημμεληματική κατηγορία της ενδοοικογενειακής απειλής, καθώς απείλησε τον πρώην σύζυγό της «με εκφράσεις που μπορούσαν και ήταν ικανές να προκαλέσουν σε αυτόν φόβο».