Η ώρα είναι περίπου 22.30, βράδυ 23ης Ιουλίου, σε παραλιακό ξενοδοχείο στο Μάτι. Μόλις λίγη ώρα πριν η κόλαση φωτιάς είχε κάνει τα πάντα στάχτη. Σαστισμένος κόσμος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Άνδρας, ηλικίας περίπου 35 ετών, πλησιάζει τον αστυνομικό της Ασφάλειας, Γιώργο Βαχλιώτη. Τα ρούχα του ήταν καμένα, από τα μάτια του έτρεχαν τα δάκρυα «βροχή», ενώ στην αγκαλιά του κρατούσε ένα αγοράκι δύο χρονών. «Κύριε αστυνόμε, μπορώ να σου κάνω μία ερώτηση;», του είπε με τα μάτια χαμένα. «Εννοείται κύριε», του απάντησε ο αστυνομικός.
«Αστυνόμε βρισκόμουν στο αυτοκίνητο όταν η φωτιά άρχισε να το καίει. Άρπαξα στην αγκαλιά το παιδί για να το σώσω από τις φλόγες. Καιγόμασταν. Αστυνόμε τρέχαμε να σωθούμε και έβλεπα πίσω τη γυναίκα μου να χάνεται. Η γυναίκα μου κάηκε κύριε αστυνόμε. Πείτε μου τι να κάνω; Πείτε μου», είπε ο άνδρας από την Κόρινθο, ο οποίος είχε φτάσει στο Μάτι με την οικογένειά του για διακοπές.
Ο αστυνομικός Γιώργος Βαχλιώτης
Ο Γιώργος Βαχλιώτης προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Πήρε το παιδί και το έβαλε στο περιπολικό για να ξεχαστεί. Λίγα λεπτά μετά ο αστυνομικός πλησίασε τον 35χρονο και του είπε: «Κύριε αντιλαμβάνομαι την τραγωδία σας. Τα συλλυπητήρια μου. Να δοξάζετε το Θεό που σώσατε αυτό το αγγελούδι. Γιατί μόλις 100 μέτρα παραπάνω αντίκρισα νεκρό έναν πατέρα, στην ηλικία σας, αγκαλιά με το δικό του αγγελούδι».
Τις παραπάνω σκηνές περιέγραψε στο «Έθνος» ο αστυνομικός της Ασφάλειας, Γιώργος Βαχλιώτης, ο οποίος ήταν ένας από τους άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. που έφτασε στον τόπο της τραγωδίας από την πρώτη στιγμή: «Η συνάντηση με τον άνθρωπο αυτό και το αγοράκι του με σόκαρε πιο πολύ από κάθε τι άλλο. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα γυρίσουν πίσω δύο. Ότι δε θα ξαναδούν τη μητέρα».
Από τις φλόγες απειλήθηκε και η δική του ζωή. Για τρία μόλις λεπτά σώθηκε μαζί με ακόμα έναν συνάδελφό του και δεκάδες πολίτες από την πυρκαγιά που τους περικύκλωσε στο Βουτζά: «Έφτασα στις 17.50 στο Βουτζά. Η κατάσταση είχε ήδη γίνει πολύ επικίνδυνη. Είχαν καεί σπίτια και αυτοκίνητα. Εκεί διαπιστώσαμε τα πρώτα προβλήματα στις επικοινωνίες. Οι ασύρματοι δεν δούλευαν. Ούτε οι ψηφιακοί, ούτε οι αναλογικοί. Δεν μπορούσαμε να ακούσουμε το κέντρο. Προσπαθούσαμε να κάνουμε τη δουλειά μας με τα κινητά τηλέφωνα και ένα τηλέφωνο εκφωνητή που είχα προνοήσει να πάρω μαζί μου. Αναλάβαμε πρωτοβουλίες και κινηθήκαμε στα καμένα σπίτια για να βοηθήσουμε κόσμο. Καταλάβαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε για πολύ στο σημείο. Αρχίσαμε να απομακρύνουμε τους πάντες προς τη Μαραθώνος. Οι πιο πολλοί μας άκουγαν και φεύγανε. Άλλοι ήθελαν να σώσουν τα σπίτια τους. Στο τελείωμα του δρόμου, στη δεύτερη είσοδο του Βουτζά, 200 μέτρα πριν τη Μαραθώνος, υπήρξε μεγάλος συνωστισμός από αυτοκίνητα. Η φωτιά μας είχε κυκλώσει. Ζήτησα από τους συναδέλφους μου της Τροχαίας να έρθουν γρήγορα στο σημείο και να διώξουν τα οχήματα. Έτσι και έγινε. Τα οχήματα έφυγαν. Εμείς μείναμε τελευταίοι για να είμαστε σίγουροι ότι δεν αφήνουμε πίσω πολίτες. Τρία λεπτά μετά ο δρόμος στον οποίο βρισκόμασταν κάηκε. Οι πυροσβέστες σώσανε κοντινό βενζινάδικο, πριν οι φλόγες το κάψουν μαζί με τα αποθεματικά του».
Η φωτιά «έτρεχε» με τεράστια ταχύτητα και γρήγορα έφτασε στο Μάτι, όπου τα έκανε όλα στάχτη. Μετά το φονικό πέρασμα ο Γιώργος Βαχλιώτης, αντιπρόσωπος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Βορειοανατολικής Αττικής, και οι συνάδελφοί του έλαβαν σήμα για εκατοντάδες εγκλωβισμένα άτομα σε παραλιακό μαγαζί στο Μάτι. Στο σημείο, ωστόσο, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, διότι είχαν πέσει στους δρόμους φλεγόμενες κολώνες. Έτσι, αποφάσισαν να μπουν με αυτοθυσία στους δρόμους της περιοχής και να αρχίσουν να ψάχνουν για εγκλωβισμένους. Κυρίως για ηλικιωμένους ανθρώπους που περίμεναν με αγωνία κάποιον να τους σώσει: «Ερχόταν κόσμος τρομοκρατημένος, σαστισμένος και μας ζητούσε να βγάλουμε από σπίτια συγγενείς τους που είχαν εγκλωβιστεί, γιατί δεν μπορούσαν να τρέξουν να σωθούν. ‘Τρέξτε, ο πατέρας μου είναι μόνος του. Έχει κινητικά προβλήματα’, μου είπε κλαμένη μία γυναίκα. Εμείς μπαίναμε στα σπίτια και σηκώναμε ηλικιωμένους ανθρώπους, που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Άλλοι είχαν μείνει πίσω γιατί κάηκαν τα οχήματά τους. Στα πρόσωπά τους έβλεπες τον τρόμο.. Στα 10 χρόνια υπηρεσίας στο Σώμα, δεν έχω επιχειρήσει ποτέ ξανά σε τέτοιες συνθήκες. Στα πρώτα δέκα λεπτά στο Μάτι είχαμε βρει εφτά απανθρακωμένα πτώματα. Δραματικές εικόνες. Είδα πατέρα καμένο, αγκαλιά με το παιδί του. Ένα πτώμα ήταν σε μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα. Μία ηλικιωμένη γυναίκα τη βρήκα νεκρή σε άλλο μονοπάτι, το οποίο οδηγούσε στο γκρεμό. Ένας άνδρας ήταν πίσω από ένα αυτοκίνητο. Ερχόταν συνέχεια σε εμάς κόσμος που μας ειδοποιούσε για το που βρίσκονται νεκροί. Από τις πρώτες ώρες καταλάβαμε ότι είχαμε να κάνουμε με μία τραγωδία χωρίς προηγούμενο. Καταγράφαμε οδούς και ενημερώναμε τους ανωτέρους μας. Η έρευνα τελείωσε τις πρωινές ώρες. Οι μόνοι που μας προσέφεραν ένα ποτήρι νερό ήταν οι εθελοντές, στους οποίους θέλουμε να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ».
Οι αστυνομικοί που βρέθηκαν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου στην ανατολική Αττική επιχείρησαν για περίπου 10 ώρες στα καμένα. «Κοιμήθηκα ξανά την Πέμπτη. Για τρεις ημέρες ήμουν άυπνος. Δε μπορείς να διαχειριστείς εύκολα τέτοιες καταστάσεις. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι όσοι βρεθήκαμε εκεί την ημέρα εκείνη πέσαμε στη μάχη και κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας για να σώσουμε όσους πιο πολλούς ανθρώπους μπορούσαμε. Κανείς δεν έκανε πίσω».
Η μόνη τραγωδία του παρελθόντος στην Αττική που μπορεί να συγκριθεί με τις φωτιές στο Μάτι και στο Βουτζά, όπως θυμίζουν πηγές από την ΕΛ.ΑΣ. και την Πυροσβεστική, ήταν η πτώση του αεροπλάνου των κυπριακών αερογραμμών «Helios Airways» στις 14 Αυγούστου 2005 στο Γραμματικό. Τότε είχαν σκοτωθεί 115 επιβάτες και τα έξι μέλη του πληρώματος.
Πηγή: huffingtonpost.gr