Η ηθοποιός Ευδοκία Ρουμελιώτη είχε πολλές ανασφάλειες – τώρα πια δεν έχει. Λέει «είμαι αυτή» κι ό,τι γίνει.
Διανύει φουριόζα τον διάδρομο εισόδου του «Άνεσις», φορώντας ένα κατακκόκινο πουκάμισο. Τα ροδαλά της μάγουλα ταιριάζουν με το χρώμα του. Δεν ξέρεις αν έχει κοκκινίσει από την βιασύνη ή την αμηχανία της. Συνάντησε κίνηση στο δρόμο και τα 10 λεπτά που άργησε στο ραντεβού μας, της φαντάζουν ασυγχώρητα. «Δεν καθυστερώ ποτέ», λέει απολογητικά. Όλη η στάση της Ευδοκίας Ρουμελιώτη ‘φωνάζει’ «πρέπει». Το παραδέχεται εξάλλου πως είναι αναθρεμμένη ως άνθρωπος του καθήκοντος.
Κι όμως, τώρα και τα τελευταία χρόνια πολεμάει τα πρέπει που την οδηγούσαν σε όλη της τη ζωή. Σπάζοντας αυτά τα άρρητα συμβόλαια και ελευθερώνοντας τον εαυτό της προς την επιθυμία. Μπορεί να άργησε λίγο αλλά η Ευδοκία Ρουμελιώτη βρίσκεται ξανά στη γραμμή της εκκίνησης στο θέατρο. Από την παράσταση σταθμό με τον Φρανκ Κάστορφ στην Επίδαυρο του 2023, μέχρι τις συνεργασίες με τον Θωμά Μοσχόπουλο, τον Σίμο Κακάλα και τώρα με τον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου, η Ευδοκία Ρουμελιώτη επαναδιαπραγμάτευεται όσα ξέραμε γι’ αυτήν ως ηθοποιό. Κι όσο φοβάται, άλλο τόσο αυτό την συναρπάζει.
Λίγο πριν ξεκινήσει η πρόβα της «Ορέστειας του Στρίντμπεργκ» – εννοείται με τη ματιά της Κιτσοπούλου να έχει περάσει από πάνω της – καθόμαστε στο καμαρίνι της στο «Άνεσις» -στη «φωλιά της» όπως το έχει ονομάσει ο γιος της Δημήτρης- όπου μιλάει για όλες τις σεισμικές δονήσεις που έπρεπε να προκαλέσει η ίδια για να βρει τον εαυτό της στο θέατρο αλλά και εκείνες που τις έφερε η ζωή επαναπροσδιορίζοντας την για πάντα ως ύπαρξη.
Τα τελευταία χρόνια συνδέεσαι με θεατρικές δουλειές υψηλών απαιτήσεων και μπαίνεις διαρκώς σε μη αναμενόμενα μονοπάτια. Ήταν κάπως σχεδιασμένο αυτό ή προέκυπτε σταδιακά;
Μπαίνοντας στον χώρο της υποκριτικής μου ήρθε πολύ εύκολα ο δρόμος της τηλεόρασης – παράλληλα με το θέατρο. Το θεατρικό μου ντεμπούτο ήταν ως Οφηλία στον «Άμλετ» του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στον επώνυμο ρόλο. Όμως, η τηλεόραση επισκίαζε ό,τι έκανα στη σκηνή και, μ’ έναν τρόπο, μου φορέθηκε η ταμπέλα του «καλού παιδιού» που θα κάνει καθημερινό σίριαλ, θα το εμπιστευτεί το κοινό. Και ξέρεις, τότε, στην τηλεόραση ίσχυε ακόμα ο διαχωρισμός «ποιοτικού – εμπορικού» ηθοποιού. Θυμάμαι, λοιπόν, να παρακολουθώ μανιωδώς παραγωγές του «Αμόρε» και να σκέφτομαι πως εγώ δεν θα παίξω ποτέ σε τέτοιες παραστάσεις. Γιατί; Γιατί τότε ήμουν στην τάδε καθημερινή σειρά και μικρή σημασία είχε ποιο θέατρο θαύμαζα και αγαπούσα. Με είχαν ήδη κατατάξει. Αν και θέλω να διευκρινίσω όπως ό,τι έκανα στην τηλεόραση το έκανα με μεγάλη εντιμότητα και χρωστώ πολλά στο μέσον αυτό για όσα μου έδωσε.
Έπαψα να θέλω να αποδείξω αν είμαι καλή ή όχι. Μια κατάκτηση τρομερά απελευθερωτική για μένα καθώς είμαι ένας άνθρωπος του καθήκοντος
Παρόλα αυτά, πώς πορευόσουν κάνοντας πράγματα που δεν σε αντιπροσώπευαν;
Στην πίσω πλευρά του μυαλού μου είχα την σκέψη πως είτε θα τα παρατήσω γιατί δεν με εξέφραζε καθόλου αυτό που έκανα, είτε θα βάλω στόχο να υπάρξω στο χώρο όπως, πραγματικά, επιθυμούσα.
Φαίνεται πώς νίκησε το δεύτερο.
Σταδιακά με την στήριξη του άνδρα μου, Νικηφόρου – που ήταν βασικά οικονομική – αποκτούσα τη δυνατότητα να πω πολλά «όχι», πράγμα για το οποίο τον ευγνωμονώ. Άρχισα να λέω «όχι» στην τηλεόραση και να επικεντρώνομαι σε οντισιόν για να προσεγγίσω τους ανθρώπους με τους οποίους ήθελα να συνεργαστώ. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος· τον κάλεσα στον τηλέφωνο, του είπα «Θωμά, λέγομαι Ευδοκία Ρουμελιώτη, δεν ξέρω αν με ξέρεις, αλλά θέλω να συνεργαστούμε». Κι έτσι με είδε, του εξήγησα πως δεν με απασχολεί ο ρόλος που θα έχω – αν θα είμαι πρωταγωνίστρια ή όχι – παρά μόνον η συνάντηση μαζί του. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε ό,τι είχα χτίσει. Κι έτσι έφτασα να δουλεύω με το Θωμά Μοσχόπουλο, με το Σίμο Κακάλα, με ανθρώπους που ήθελα να συνομιλήσω. Στο ενδιάμεσο, έτυχε η συνεργασία με τον Φρανκ Κάστορφ για τη «Μήδεια». Κι αυτό μου έδωσε ένα ακόμα θάρρος να επικοινωνήσω με τη Λένα Κιτσοπούλου και να της προτείνω να δουλέψουμε μαζί, κάτι που αποδείχθηκε πως ήθελε και η ίδια. Τα λέω όλα αυτά γιατί αισθάνομαι πως στο θέατρο αρχίζω από την αρχή.
Αυτή η στροφή σχετίζεται με την προσωπική αυτοεκτίμηση σου ή έχει να κάνει με το είδος του θεάτρου που θέλεις να εργαστείς;
Το δεύτερο. Είναι το είδος του θεάτρου που μου προσφέρει μιαν άλλη συνθήκη την οποία έχω ανάγκη στην ηλικία που βρίσκομαι. Τα προηγούμενα χρόνια, έκανα παραστάσεις με καλούς όρους, αλλά κάθε φορά που έμπαινα στο αυτοκίνητο για να επιστρέψω στο σπίτι ρωτούσα τον εαυτό μου «γιατί το κάνεις αυτό; Τι σου προσφέρει; Σε πάει παρακάτω αυτή η συνεργασία;». Και η απάντηση που μου έδινα ήταν μόνο πως «είχα παρουσία σε ένα θέατρο». Τελικά, έπαψε να μ’ ενδιαφέρει αυτό, έπαψα να θέλω να αποδείξω αν είμαι καλή ή όχι. Μια κατάκτηση τρομερά απελευθερωτική για μένα, καθώς είμαι ένας άνθρωπος του καθήκοντος. Στην πορεία όλων αυτών των ζυμώσεων έχασα τη μητέρα μου, είχα κι άλλες απώλειες δικών μου προσώπων, και κατάλαβα ότι είναι πολύ σύντομη η ζωή που μας δίνεται. Μπορεί να τελειώσει πολύ γρήγορα και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οπότε, παρότρυνα τον εαυτό μου να κάνει την τρέλα του. Να, φέτος, που με σκηνοθετεί η Λένα Κιτσοπούλου χωρίς να με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι. Αυτές είναι οι αποφάσεις μου, λοιπόν, οι οποίες με αγχώνουν και συνάμα με κάνουν να περνώ πολύ καλά.
Δεν πιστεύω καθόλου στο πρωταγωνιστιλίκι- ποτέ μου δεν πίστευα
Αναρωτιέμαι γιατί βγάζεις από την εξίσωση την πιθανότητα να έχεις ένα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με απασχολεί το πλαίσιο. Δεν πιστεύω καθόλου στο πρωταγωνιστιλίκι – ποτέ μου δεν πίστευα. Πιστεύω στο ταλέντο και πως αυτό θα υπάρξει μέσα σε μια παράσταση, μέσα σε μια συνάντηση ανθρώπων. Έχω υπάρξει πρωταγωνίστρια σε παράσταση, αλλά το βλέμμα των θεατών ήταν στον τρίτο ρόλο. Κι αυτό γιατί εγώ δεν ήμουν καλά με τον εαυτό μου, δεν ήμουν καλά με το σκηνοθέτη μου και μου ήταν αδύνατον να κερδίσω την προσοχή του κοινού. Οπότε, για μένα δεν έχει σημασία το μέγεθος του ρόλου ή το όνομα στη μαρκίζα, αλλά η ουσία.
Θέλεις να ανθίσεις· τόσο απλά.
Ακριβώς αυτό. Να συνομιλήσω με δημιουργούς που θα με οδηγήσουν παρακάτω.
Να βγεις εκτός ορίων;
Τελείως. Καταρχάς, βγαίνω από τα όρια μου ως προσωπικότητα: Η συνεργασία με τη Λένα Κιτσοπούλου είναι σαν η μέρα να συναντάει τη νύχτα. Αυτό ίσως είναι κουραστικό αλλά έχει τόση γοητεία και με φέρνει απέναντι σε πράγματα που ήθελα να αντιμετωπίσω.
Ήθελες να αντιμετωπίσεις και τον Φρανκ Κάστορφ;
Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στη «Μήδεια» του Κάστορφ. Κι όμως με έφερε αντιμέτωπη με όλους μου τους φόβους. Ωστόσο, μετά από μήνες έβλεπα βίντεο της παράστασης και απορούσα αν είμαι πράγματι αυτή. Στη «Μήδεια» βγήκα εντελώς από τη βολή μου – και είμαι ένας πολύ σταθερός άνθρωπος. Την ίδια ώρα, η αίσθηση ότι παίζω με τις ευκολίες μου και όσα ήδη κατέχω, μπορεί να με διαλύσει. Ο Κάστορφ, ο Θωμάς, ο Σίμος, η Λένα μου ξύπνησαν ξανά το λόγο που αποφάσισα να κάνω θέατρο.
Αλήθεια, ποιοι είναι αυτοί;
Έγινα ηθοποιός γιατί μεγάλωσα με πολλά πρέπει, και από πολύ μικρή ανέλαβα πολλές οικογενειακές ευθύνες. Ήμουν ένα παιδί που έλεγε στον εαυτό του «τώρα πρέπει να διαβάσεις», «τώρα πρέπει να παίξεις», «τώρα πρέπει να φροντίσεις εκείνο ή το άλλο». Και στο θέατρο έζησα την απίστευτη ελευθερία να ζω χωρίς αυτά. Ζω και λέω πράγματα που πολύ θα ήθελα να τα πω με την προσωπική μου φωνή, αλλά δεν τολμώ. Μέσα από το κείμενο της Λένας (Κιτσοπούλου) θα πω πολλά πράγματα που μακάρι να μπορούσα να ξεστομίσω και ως Ευδοκία.
Γιατί;
Γιατί φοβάμαι. Θαυμάζω αυτό που είναι η Λένα, που δεν φοβάται – και δεν φοβάται και στη ζωή της. Εγώ όμως δεν έχω φτάσει σε αυτό το επίπεδο – και, μεταξύ μας, με όση ψυχοθεραπεία και να κάνω, δεν νομίζω πως θα φτάσω. Το παλτό που φέρεις από παιδί είναι δύσκολο να το βγάλεις και να μείνεις με το φανελάκι· μου αρέσει, όμως, που το καταφέρνω στη σκηνή.
Βγαίνω από τα όρια μου ως προσωπικότητα: Η συνεργασία με τη Λένα Κιτσοπούλου είναι σαν η μέρα να συναντάει τη νύχτα
Αισθάνομαι ότι οι πιο μεγάλες δονήσεις στην πάλη με τα θέλω σου ήρθαν με τη «Μήδεια». Είναι έτσι;
Πήγα στην οντισιόν με την απόλυτη βεβαιότητα πως ο Κάστορφ δεν θα με πάρει. Η τελευταία του ερώτηση ήταν «γιατί είσαι εδώ;» και του απάντησα «γιατί με πίεσε πολύ ο άνδρας μου». Μετά συνέχισε: «Θέλεις να παίξεις τη Μήδεια;». Του απάντησα: «Δεν θέλω να κάνω τη Μήδεια, δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμη να την αντιμετωπίσω και δεν νομίζω ότι θα με πάρετε». Έφυγα και το ξέχασα. Μετά από 1.5 μήνα, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από την Κατερίνα Ευαγγελάτου για να μου ανακοινώσει πως είμαι στην πεντάδα του Κάστορφ. Δεν μπορούσα καν να επεξεργαστώ την πληροφορία. Φοβήθηκα πάρα πολύ. Και νομίζω πως ο λόγος που ο Φρανκ Κάστορφ με συμπεριέλαβε ήταν για να διαψεύσει την άρνηση μου. Έτσι βρέθηκα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, με την αβεβαιότητα που έχτιζε για όλες μας αυτός ο σκηνοθέτης, ανάμεσα σε έμπειρες ηθοποιούς τόσο σε αυτό το είδος όσο και στο χώρο του αρχαίου δράματος. Δεν σου κρύβω πως ένιωθα σαν τη μύγα μες το γάλα. Είχε μια βία όλο αυτό. Μέχρι που ζήτησα από το Νικηφόρο να έρθει κοντά μου κατά την τελευταία εβδομάδα των προβών στην Επίδαυρο γιατί ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω.
Τελικά όμως;
Τελικά, στη «Μήδεια» ένιωσα τόσο εγώ, τόσο αληθινή που δεν είχα κάτι παραπάνω να δώσω. Συνεπώς, δεν με ένοιαζε τι θα ειπωθεί και θα γραφτεί για μένα. Ήμουν εντάξει και να μην αρέσω.
Παρόλα αυτά, άρεσες. Είσαι ανασφαλής άνθρωπος;
Είχα πολλές ανασφάλειες – τώρα πια δεν έχω. Προχωράω με την αλήθεια μου, λέω «είμαι αυτή» κι ό,τι γίνει. Νιώθω ότι είμαι εκεί που ήθελα να είμαι. Νιώθω πιο πολύ ο εαυτός μου. Από τη μια, έχω φόβο κι από την άλλη έχω μια σιγουριά. Είμαι ταυτόχρονα μέσα κι έξω από τα νερά μου.
Η αίσθηση ότι παίζω με τις ευκολίες μου και όσα ήδη κατέχω, μπορεί να με διαλύσει
Παρότι έχεις δώσει σήματα για το τι μπορείς να κάνεις, θεωρείς ότι ρισκάρεις και τη σχέση σου με το κοινό;
Πράγματι, είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, που δουλεύω κοντά μια δεκαετία. Δεν ήθελα να χάσω άλλο χρόνο – γι’ αυτό και αξίζει το ρίσκο. Την ίδια ώρα, τρέμω που είμαι στο «Άνεσις» και ανεβάζουμε στην Κεντρική Σκηνή ένα κείμενο της Κιτσοπούλου. Τρέμω με τις κυρίες κάποιας ηλικίας που δεν θα δουν το «καλό κορίτσι» στη σκηνή, αλλά μια τρελή τύπισσα. Ωστόσο, επειδή το κάνω με καθαρή συνείδηση, σίγουρη πια για την αλήθεια μου, αυτό μου δίνει ώθηση. Ίσως οι άνθρωποι χρειαζόμαστε να αναμετρηθούμε με την ερώτηση αν θα επιλέξουμε την αλήθεια των άλλων ή τη δική μας. Προσωπικά, θέλω τη δική μου αλήθεια. Σε σημείο που δεν σκέφτομαι καν πως θα πάει η παράσταση. Οπωσδήποτε, θέλω να έχει ανταπόκριση – κυρίως για να δικαιωθεί ο παραγωγός που μας εμπιστεύτηκε· αλλά δεν με ενδιαφέρει το sold out.
Άργησες να βρεις αυτή την αλήθεια;
Πολύ. Είχα την ατυχία όσα μου φόρεσαν στη ζωή μου, να μου τα φορέσουν και στη δουλειά μου: αυτήν την ετικέτα του «καλού», του «σωστού». Κι ήταν δική μου ευθύνη να την ανατρέψω.
Πάντως, έχω την αίσθηση πως η εικόνα του καλού παιδιού δεν είναι μια ‘φορεσιά’, αλλά μια πηγαία κατάσταση.
Έτσι είναι. Θέλω να είμαι καλός και να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Στη ζωή και τη δουλειά μου απομακρύνομαι από τους ψεύτες, τους υποκριτές, τα καθάρματα – αδυνατώ να διαπραγματευτώ κάτι μαζί τους. Από την άλλη, δεν σημαίνει πως ένα καλό κορίτσι δεν μπορεί να είναι χαοτικό.
Με αφορμή αυτό το άνοιγμα που δοκιμάζεις, θα σκεφτόσουν να αναλάβεις και την καλλιτεχνική του διεύθυνση του «Άνεσις»;
Παρότι το θέατρο ανήκει στην οικογένεια μας, με τρόμαζε πάντα αυτό το ενδεχόμενο. Εφόσον δεν είχα ανακαλύψει που θέλω να είμαι εγώ, πως να αναλάβω ένα ολόκληρο θέατρο; Χρειάστηκε η συνεργασία με τον Κάστορφ για να κάνω στροφή 180 μοιρών. Ζήτησα, έτσι, από τον άνδρα μου να μου δώσει την ευκαιρία δύο ετών για να φέρουμε στο θέατρο την ταυτότητα που έχω κατά νου. Πράγματι, το «Άνεσις» έχει χτίσει ένα άλλο κοινό και φέτος κάνουμε μια δειλή αρχή μετατόπισης, με τη βοήθεια του παραγωγού μας Δημήτρη Αρχιμανδρίτη, τη γενναιοδωρία του οποίου σέβομαι πάρα πολύ. Πόσο μάλλον, όταν το αρχικό μας σχέδιο ήταν η «Ορέστεια» να ανέβει στη μικρή σκηνή μα εξαιτίας κάποιων ανατροπών στην άλλη μας παραγωγή τελικά βρεθήκαμε στην κεντρική. Είναι, από κάθε άποψη, ένα μεγάλο στοίχημα.
Στη «Μήδεια» ένιωσα τόσο εγώ, που δεν είχα κάτι παραπάνω να δώσω. Ήμουν εντάξει να μην αρέσω
Ήρθαν, λοιπόν, οι ευθύνες που απέφευγες να σε συναντήσουν. Μήπως δίσταζες και λόγω κάποιας συστολής ή σεμνότητας;
Νομίζω πως ναι. Δεν φοβάμαι την ευθύνη – γιατί από παιδί είχα αναλάβει πολλές ευθύνες – απλώς μου φαίνονταν πολλά για μένα. Γενικά, η ζωή μου πήρε πολλά πράγματα αλλά μου έφερε και πολλά. Ακόμα κι αυτό δεν ήξερα να το ισορροπήσω.
Ποια ήταν τα μεγάλα που σου δόθηκαν;
Καταρχάς, πως ήρθε ο Δημήτρης, ο γιος μας ο οποίος είναι τώρα εννιά χρονών. Ήθελα πολύ να κάνω ένα παιδί.
Δεν προσπερνάω πως αναφέρεσαι διαρκώς στον άνδρα σου.
Ο Νικηφόρος είναι ένα μεγάλο στήριγμα και για μένα και για όλη την οικογένεια· είναι η δύναμη μου. Χθες το βράδυ είχαμε μια συζήτηση όπου του έλεγα πως μεγαλώνοντας είναι καλύτερα να ‘φύγω’ πρώτη από τη ζωή. Διαφορετικά, νομίζω πως θα καταρρεύσουν όλα. Είναι ένας άνθρωπος που με πίστεψε πολύ και όταν αποκτήσαμε το γιο μας ήταν εκείνος που με πίεσε να γυρίσω στη δουλειά – γιατί έβλεπε πως μακριά από το θέατρο θα διαλυόταν η ζωή μου. Του οφείλω πάρα πολλά. Κάθε βράδυ, γυρίζω από την πρόβα κι είναι πάντα εκεί για να με καθησυχάσει. Είναι τεράστιο αγαθό να έχεις αυτή την αγκαλιά, με φέρνει πιο κοντά στο κέντρο μου.
Ίσως οι άνθρωποι χρειαζόμαστε να αναμετρηθούμε με την ερώτηση αν θα επιλέξουμε την αλήθεια των άλλων ή τη δική μας. Προσωπικά, θέλω τη δική μου αλήθεια
Να υποθέσω είναι κι αυτός από τα δώρα της ζωής σου.
Ναι, η ζωή μου πήρε τη μητέρα μου και μου έφερε το Νικηφόρο. Κάτι σου παίρνει, κάτι σου δίνει. Το περασμένο καλοκαίρι οπότε και εμφάνισα ένα σοβαρό αυτοάνοσο νόσημα, ο Νικηφόρος ήταν συνεχώς δίπλα μου. Είναι ωραίο να συναντιέσαι στη ζωή με έναν άνθρωπο βαθιά και να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Πρόκειται για μια πολύ καλή εκδοχή ανθρώπου και από τη στιγμή που βρέθηκα μαζί του με έκανε και μένα καλύτερη.
Μια γιατρός μου είπε κάποτε πως οι άνθρωποι που παρουσιάζουν αυτοάνοσες νόσους είναι ιδιαίτερες ψυχοσυνθέσεις, έχουν πιο ανοιχτές κεραίες των συναισθημάτων τους. Το πιστεύεις;
Χαίρομαι που είμαι ευαίσθητη, παρά αναίσθητη. Ως ευαίσθητη έχω ζήσει στην κανονική τους διάσταση πολλά πράγματα, δεν τα έχω αφήσει να περάσουν από πάνω μου χωρίς να με αγγίξουν. Μπορεί φυσικά να ‘γράφουν’ στην υγεία, στο σώμα και στην ψυχή μου αλλά ξέρω πως έχω ζήσει. Μου αρέσει αυτή η σκέψη.
Η απώλεια της μητέρας σου ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία.
Την έχασα πριν από 12 χρόνια: σε μια στιγμή, έλειψα για λίγο από το δωμάτιο και ξαφνικά δεν υπήρχε. Συνέβη ένα μήνα μετά το γάμο μας με το Νικηφόρο. Παρόλα αυτά, δεν περνάει μέρα που να μην την σκέφτομαι. Εκείνη ήξερε πάντα τι ήθελα να κάνω. Με έζησε σε φάσεις που δεν περνούσα καλά στο θέατρο και στενοχωριέμαι που δεν βιώνει το τώρα μου για να ησυχάσει, βλέποντας με πολύ χαρούμενη. Είχα πολύ στενή σχέση μαζί της, με έτρεφε με τις αξίες και τη δύναμη της. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πως όταν αποχώρησα από την παράσταση που έπαιζα με τον Γιώργο Κιμούλη- ήταν Σάββατο, βραδινή παράσταση με γεμάτη αίθουσα – πήγα κατευθείαν στο σπίτι της. Αιφνιδιάστηκε όταν με είδε μπροστά της, ξέροντας ότι έχω παράσταση. Της είπα «μαμά έφυγα, δεν άντεξα άλλο». Δεν θα ξεχάσω πως με πήρε αγκαλιά και μου είπε «μπράβο Ευδοκάκι, τι ωραία που έφυγες». Δεν ξέρεις πόση δύναμη μου έδωσε αυτό γιατί, τότε, κατεβαίνοντας τις σκάλες του «Βρετάνια», δεν ήμουν παρά ένα 25χρονο κορίτσι που βιοποριζόταν από το θέατρο κι εκείνη την ώρα άκουγε τη φωνή του παραγωγού να της λέει «αν φύγεις τώρα δεν θα ξαναβρείς ποτέ δουλειά στο θέατρο».
Τι σας έδεσε τόσο έντονα;
Οι συνθήκες. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρή, μεγάλωσα με τη μητέρα μου κι εκείνη μέχρι να ξαναπαντρευτεί – έναν υπέροχο άνθρωπο που αγάπησα σαν αληθινό μου πατέρα – ήταν μητέρα και πατέρας μου. Δούλευε σκληρά για να μας μεγαλώσει, την θαύμαζα πολύ γιατί ήταν γενναία και συνάμα πολύ φροντιστική μαμά. Όταν πια της είπα πως θέλω να προχωρήσω ως ηθοποιός φοβήθηκε για το αν θα αντέξω τις απαιτήσεις του χώρου και μου είπε «να είσαι πάντα με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Μην χάσεις ποτέ την Ευδοκία». Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ με ισορρόπησε αυτή η κουβέντα της, γιατί όταν έκανα το «Δάσκαλο» και ζούσα μέσα τη φούσκα της τηλεόρασης, κατάφερα να μην υποκύψω καθόλου στην παγίδα της αναγνωρισιμότητας. Σκέφτηκα ότι ναι, τώρα ο κόσμος με γνωρίζει· του χρόνου, όμως, μπορεί να μην με θυμάται. Ήμουν πάντα μέσα κι έξω με την επίγνωση ότι αυτό πολύ γρήγορα μπορεί να τελειώσει. Θυμάμαι πως κατά την πρεμιέρα της Επιδαύρου, κάνοντας τη διαδρομή από τα καμαρίνια στην ορχήστρα, αντικρίζοντας τις γεμάτες κερκίδες αισθάνθηκα ότι βγαίνω σε αρένα· και τότε κοίταξα ψηλά και της είπα «είμαι εγώ κι εσύ. Μόνο εσύ μπορείς να μου δώσεις δύναμη».
Είμαι μια άλλη Ευδοκία μετά μετά το θάνατο της μητέρας μου. Δεν ξαναγέλασα ποτέ όπως όταν ζούσε. Υπάρχει μια Ευδοκία πριν τη μαμά της και μετά τη μαμά της. Και νομίζω ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχει πάρει μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι μου
Αλήθεια, κινδύνευσες να χάσεις τον εαυτό σου;
Ποτέ. Αλλά βλέπω συναδέλφους που το έχουν πάθει μετά από μια μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία ή μια επιτυχία στο θέατρο και μου γεννιέται μια ανάγκη να τους πάρω μια αγκαλιά και να τους πω «τι λάθος κάνουν».
Είσαι από τις λίγες περιπτώσεις στο θέατρο που αντιμετωπίζουν τη δουλειά κάπως από απόσταση.
Για μένα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία το έξω της ζωής από το μέσα της δουλειάς. Σημασία έχουν οι άνθρωποι, τα παιδιά μου, ο άνδρας μου, οι φίλοι μου.
Η υιοθεσία είναι η πιο σημαντική πράξη γονεϊκότητας που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος
Ο χαμός της μητέρας σου έφερε μια άλλη Ευδοκία στο φως;
Ναι, αλλά έφερε και την Ευδοκία στο σκοτάδι. Είμαι μια άλλη μετά το θάνατο της. Δεν ξαναγέλασα ποτέ, όπως όταν ζούσε. Υπάρχει μια Ευδοκία πριν και μετά τη μαμά της. Και νομίζω ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν θα κρατάει μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι μου. Εξάλλου, έπαψα να είμαι παιδί.
Η ανάγκη να γίνεις μητέρα τονώθηκε μετά την απώλεια της;
Ήθελα πάρα πολύ να έχω ξανά κάτι τόσο δικό μου, μια απόλυτη σχέση. Και η σχέση παιδιού – μάνας είναι μια απόλυτη σχέση. Απλώς εδώ, είμαι εγώ εκείνη που προστατεύω. Επίσης, πίστευα πως ο ερχομός του Δημήτρη θα μου έπαιρνε το φορτίο του πένθους, δυστυχώς δεν μου το πήρε, αλλά έμαθα να ζω με αυτό.
Φοβάσαι το θάνατο;
Πάρα πολύ. Ενώ έχω βιώματα τέτοια – και φέτος το καλοκαίρι έχασα την καλύτερη μου φίλη – δεν μπορώ να εξοικειωθώ με το θάνατο. Και φοβάμαι ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που έγινα μητέρα. Ησυχάζω όταν βλέπω τους άλλους μου δυο γιους που είναι πια ολόκληροι άνδρες και εξερευνούν τη ζωή μόνοι τους. Και στο τέλος, παρηγοριέμαι σκεπτόμενη πως έχω ανθρώπους να συναντήσω ‘απέναντι’.
Αναφέρεσαι στους γιους του Νικηφόρου από τον πρώτο του γάμο σαν να είναι και δικά σου παιδιά. Πόσο απαιτητική ήταν αυτή η συνθήκη;
Δύσκολη, πέρασα ζόρια. Όμως, αγάπησα τόσο πολύ το Νικηφόρο που δεν γινόταν να μην αγαπήσω αυτά τα παιδιά γιατί ήταν ένα μεγάλο κομμάτι του. Ήμουν, φυσικά, τυχερή γιατί τους γνώρισα πολύ μικρούς, ο ένας ήταν 4 και ο άλλος 6 ετών. Γι’ αυτό και δεν τους ξεχωρίζω από το Δημήτρη. Μοιραστήκαμε πολύ δύσκολα πράγματα μαζί και ήταν η μεγάλη παρηγοριά μου. Επιπλέον, πιστεύω ότι παιδί σου δεν είναι αυτό που γεννάς, αλλά τα παιδιά που μεγαλώνεις. Μη σου πω ότι έχει μεγαλύτερη αξία η υιοθεσία: είναι η πιο σημαντική πράξη γονεϊκότητας που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος.
Το οποίο και προσπαθήσατε με το Νικηφόρο.
Ναι, μα δυστυχώς δεν μας βγήκε. Μεγαλώναμε επί 3.5 χρόνια ένα παιδί με ειδικές ανάγκες και μας το πήραν. Εκεί βίωσα, έναν ακόμα «θάνατο», έχασα το παιδί μου. Το επιχείρημα που χρησιμοποίησαν οι αρμόδιοι, ήταν πως ο Δημήτρης κινδύνευε να του μεταδώσει ιώσεις! Τα λέω όλα αυτά γιατί θέλω να τονίσω πως δεν έχει σημασία αν θα φέρεις ένα βιολογικό παιδί στον κόσμο. Στην περίπτωση μου, ο Δημήτρης ήρθε στη ζωή μας γιατί είχα ένα σύντροφο που αγαπούσα τόσο πολύ και ήθελα ένα παιδί να του μοιάσει. Κατά τα άλλα, εκτιμώ και τις γυναίκες που δεν θέλουν να κάνουν παιδιά γιατί διαισθάνονται την τεράστια ευθύνη.
Η αυτοάνοση ασθένεια ήταν ένα ακόμα καμπανάκι ανησυχίας για τη ζωή και το θάνατο;
Ναι. Μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα το μόνο που προσευχόμουν είναι να μην έχω καρκίνο – γιατί δεν θα άντεχα την γνώση του τέλους. Όταν, λοιπόν, επιβεβαιώθηκε το αυτοάνοσο νόσημα, αποφάσισα να το αντιμετωπίσω όσο κι αν με δυσκολεύει στην καθημερινότητα μου.
Πιστεύεις στο Θεό;
Αισθάνομαι πως υπάρχει κάτι έξω από μένα που μπορώ να επικαλεστώ. Όταν έχασα τη μητέρα μου είχα θυμώσει πάρα πολύ με το Θεό – ό,τι σημαίνει Θεός για τον καθένα. Πριν καταλήξει, στις προσευχές μου ζητούσα να μου πάρει ό,τι είχα μέχρι τότε αρκεί εκείνη να γίνει καλά. Το γεγονός πως αυτό δεν συνέβη με απομάκρυνε από την προσευχή και την εκκλησία. Αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα πως η πίστη με ανακουφίζει· θέλω να πιστεύω σε κάτι μεγαλύτερο από μένα.
Στελλα Χαραμη
Φωτογραφιες: Ελινα Γιουνανλη