Η ατιμωρησία και η ντε φάκτο αμνήστευση ακόμη κι αυτών των λίγων που οργάνωσαν και κατηύθυναν τη σφαγή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μπορεί να συγκριθούν με τη «μεταχείριση» που είχε μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά η συντριπτική πλειονότητα των δωσίλογων της Κατοχής
Μεταπολίτευση. Οταν η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» αναγκάστηκε να έλθει αντιμέτωπη με τα εγκλήματα της χούντας, ακολούθησε την πεπατημένη. Πρόβαλε, φανερά και παρασκηνιακά, την πολιτική «μεγαλοψυχία» της ως ρεαλιστική αναγκαιότητα. Υπονόμευσε τη βαθιά πεποίθηση στη λαϊκή συνείδηση ότι η χούντα υπήρξε αμερικανικό και ΝΑΤΟϊκό σχέδιο. Με κουρελέ σημαία το δόγμα «περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης», τιμώρησε με ισόβια τους «πρωταίτιους», όσους δηλαδή ήταν αδύνατον να μην τιμωρήσει, και όλους τους άλλους αυτουργούς (κτηνώδεις βασανιστές, δολοφόνους, παραλίγο δολοφόνους αλλά και τραπεζίτες και δημόσιους λειτουργούς) που εγκλημάτησαν από διάφορα πόστα στο χουντικό σύστημα εξουσίας, άλλους απλώς τους απέλυσε και λίγους τους δίκασε ρίχνοντάς τους στα μαλακά, για να τους αθωώσει στο τέλος.
Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ισοδυναμεί με ατιμώρητο έγκλημα πολέμου. Η πρώτη δίκη με τους 32 κατηγορούμενους, που παραπέμφθηκαν έπειτα από μια συντομότατη για την έκταση του εγκλήματος προανάκριση, διεξήχθη από τις 16.10 έως τις 30.12.1975, σε 61 συνεδριάσεις. Κανείς κατηγορούμενος δεν παραδέχτηκε την ενοχή του, εκτός από τον γραφικό αλλά επικίνδυνο πράκτορα της ΚΥΠ, Δημήτριο Πίμπα. Στη δίκη κατέθεσαν 237 μάρτυρες κατηγορίας (22 συγγενείς νεκρών, 129 τραυματίες, 2 συγγενείς τραυματιών και 24 αυτόπτες μάρτυρες, εκ των οποίων οι 2 τραυματίες) και 49 υπεράσπισης, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά.
Ενα από τα «παράδοξα» της δίκης ήταν ότι στους μάρτυρες κατηγορίας συγκαταλέγονταν αξιωματικοί της αστυνομίας, όπως οι αστυνομικοί διευθυντές Αθανάσιος Καρανίκας και Χρήστος Καραθανάσης, οι οποίοι ήταν επικεφαλής αστυνομικών ομάδων των 100 ανδρών την Παρασκευή 16.11.1973. Επίσης, υπήρξε μια «παράδοξη» εναλλαγή ρόλων. Ενώ στην πρώτη δίκη ήταν μάρτυρες κατηγορίας, στη δεύτερη κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης [π.χ. ο αστυνόμος Β΄ Βλάσιος Τσουραπάς, που υπηρετούσε στο Μικτό Επιτελείο (ΜΕ) του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, και ο ταξίαρχος ε.α. Γεώργιος Τσικογιάννης, διοικητής των δυνάμεων καταδρομών]. Από τους 32 κατηγορούμενους, οι 20 κρίθηκαν παμψηφεί ένοχοι, 11 αθωώθηκαν παμψηφεί (ανάμεσά τους και ο αρχηγός της αστυνομίας, Νικόλαος Δασκαλόπουλος) και ένας με ψήφους 4-1.
Η δεύτερη δίκη διεξήχθη από τις 20.1 έως τις 25.2.1977 (σε 25 συνεδριάσεις), σε κλίμα τρομοκρατικής δράσης των χουντοβασιλικών οργανώσεων, που έβαζαν βόμβες σε βιβλιοπωλεία και κινηματογράφους. Προηγήθηκε απόφαση του Αρείου Πάγου (υπ. αριθμ. 863/19760), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η απόφαση της πρώτης δίκης, λόγω «νομικών σφαλμάτων», και εγκρίθηκαν οι εφέσεις που άσκησαν οι Σταύρος Βαρνάβας, Λουκάς Χριστολουκάς, Ιωάννης Καλύβας, Παντελής Καραγιάννης, Βασίλειος Μπουκλάκος, Κωνσταντίνος Μαυροειδής και Δημήτριος Ζαγοριανάκος (η αίτηση του Ντερτιλή απορρίφθηκε).
Κατέθεσαν μόλις 6 συγγενείς νεκρών, ένας συγγενής τραυματία, 57 τραυματίες, εκ των οποίων οι 3, ενώ είχαν κληθεί, δεν κατέθεσαν στην πρώτη δίκη, και 2 αυτόπτες μάρτυρες. Η απόφαση υπήρξε προκλητική (είχαν ήδη προηγηθεί οι αθωώσεις βασανιστών της αστυνομίας και της ΕΣΑ) και σηματοδότησε την οριστική άφεση στα εγκλήματα της χούντας.
Ο αντιστράτηγος Σταύρος Βαρνάβας, αυτός που έδωσε την εντολή στη φρουρά του υπουργείου Δημόσιας Τάξης «Βαράτε στο ψαχνό», καταδικάστηκε σε 18 μήνες, που ισοδυναμούσε επίσης με άμεση αποφυλάκισή του (η αρχική ποινή ήταν ισόβια κάθειρξη και διαρκής αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων).
Ο διευθυντής Α΄ της Αστυνομίας Πόλεων, Λουκάς Χριστολουκάς, καταδικάστηκε με ψήφους 3-2 σε 7μηνη φυλάκιση (από 3 χρόνια, 6 μήνες και 15 ημέρες).
Ο υπαστυνόμος σε διαθεσιμότητα, γνωστός ασφαλίτης του Σπουδαστικού, Ιωάννης Καλύβας, από 18 μήνες φυλάκιση, κρίθηκε παμψηφεί αθώος.
Ο υποστράτηγος, επικεφαλής της δολοφονικής φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, Παντελής Καραγιάννης, από 25 χρόνια φυλάκιση και 10 χρόνια αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, κρίθηκε παμψηφεί αθώος για όλες τις κατηγορίες.
Ο ταγματάρχης Βασίλειος Μπουκλάκος, διευθυντής Ρυθμιστικού Κέντρου Διαλογής Ασθενών (Ρυθμιστικό) τού τότε Ενιαίου Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, όπου μεταφέρθηκε ο κύριος όγκος των τραυματιών της εξέγερσης και όπου, σύμφωνα με τον εισαγγελέα Τσεβά «…η ανθρώπινη βαρβαρότης έδειξε το αληθές προσωπείον της, ημαύρωσε και διέσυρε πάσαν έννοιαν φιλαλληλίας και ανθρωπισμού», αθωώθηκε παμψηφεί (προηγούμενη ποινή 20 χρόνια, 5 μήνες).
Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής ΑΣΔΕΝ, Κωνσταντίνος Μαυροειδής, από 25 χρόνια φυλάκιση και 7 χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στην πρώτη δίκη, στη δεύτερη κρίθηκε αθώος (με ψήφους 3-2). Ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Δημήτριος Ζαγοριανάκος, από 25 χρόνια φυλάκιση και 7χρονη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του, κρίθηκε αθώος (με ψήφους 4-1).
Η θύελλα αντιδράσεων που ξεσήκωσε η απόφαση απαλλαγής ανάγκασε ακόμα και τον «εθνάρχη» Καραμανλή να δηλώσει: «Κανείς ασφαλώς δεν μπορεί να αρνηθεί, αφού η δικαιοσύνη είναι έργο ανθρώπων, ότι υπάρχουν και ατυχείς αποφάσεις». Αφού, βέβαια, προηγουμένως είχε υπερασπισθεί σθεναρά την «ανεξαρτησία της δικαιοσύνης». Μόνο ο δικαστής και λογοτέχνης Σπύρος Πλασκοβίτης ένιωσε την ανάγκη να παραιτηθεί από Σύμβουλος Επικρατείας, την επόμενη κιόλας μέρα. Στη δήλωση παραίτησης που υπέβαλε στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Κ. Στεφανάκη, και έγινε αποδεκτή ανέφερε:
«Επειδή έχω ταυτίσει τη μικρή προσωπική μου ιστορία με το πνεύμα και τα ιδανικά που οδήγησαν στη θυσία των νέων του Πολυτεχνείου, το Νοέμβριο του 1973, δεν μπορώ γι’ αυτό να συμβιβασθώ με τη χθεσινή απαλλαγή από το εφετείο Αθηνών όλων σχεδόν των “υψηλών” υπευθύνων της τραγικής εκείνης νύχτας και να παραμένω συγχρόνως ανώτατος δικαστής σε πλήρη διάσταση με τη συνείδησή μου. Υποβάλλω κατά συνέπεια την παραίτησή μου από τη θέση του Συμβούλου της Επικρατείας και παρακαλώ να τη δεχτείτε το γρηγορότερο».
Η δεύτερη απόφαση του Εφετείου υπήρξε βάναυση ύβρις στη μνήμη των νεκρών, των συγγενών τους, των τραυματιών αλλά και του δημοκρατικού αισθήματος λαού και σηματοδότησε το είδος και τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας που οικοδομήθηκε στη συνέχεια. Η ατιμωρησία και η ντε φάκτο αμνήστευση ακόμη κι αυτών των λίγων που οργάνωσαν και κατηύθυναν τη σφαγή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μπορεί να συγκριθούν με τη «μεταχείριση» που είχε μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά η συντριπτική πλειονότητα των δωσίλογων της Κατοχής.
Ιερώνυμος Λύκαρης
* Συγγραφέας. Το βιβλίο του «Πολυτεχνείο 1973 – Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει. Η εξέγερση μέσα από τις καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων – Aστυνομικά ντοκουμέντα για τους νεκρούς και τους τραυματίες», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.