«Δωροδοκήθηκε για τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών», ανέφερε ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του.
Την ενοχή του πρώην υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σχετικά με την υπόθεση εκσυγχρονισμού 6 φρεγατών των Πολεμικού Ναυτικού την περίοδο που ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης, εισηγήθηκε σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας ο εισαγγελέας της έδρας.
Με την πρόταση του ο εισαγγελέας ζήτησε επίσης την ενοχή και της συζύγου του πρώην υπουργού Σταυρούλας Κουράκου και του Ανδρέα Μπάρδη για το ίδιο αδίκημα.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα η επίμαχη σύμβαση ήταν ζημιογόνος για το ελληνικό δημόσιο. «Υπήρχε η εναλλακτική, αλλά το δημόσιο ζημιώθηκε με 381 εκατομμύρια. Η δουλειά μπορούσε να γίνει τζάμπα, από τα κονδύλια του πολεμικού ναυτικού στις εγκαταστάσεις του» εξήγησε ο εισαγγελέας και τόνισε ότι «όφειλε ο κατηγορούμενος όταν ανέλαβε υπουργός να σταματήσει το πρόγραμμα, έστω και αν είχε υπογραφή από τον προηγούμενο υπουργό, Άκη Τσοχατζόπουλο. Όφειλε να το σταματήσει γιατί δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της χώρας, γιατί ήταν πρόγραμμα που θα υλοποιούνταν σε δέκα χρόνια με τις φρεγάτες να είναι σε χειρότερη κατάσταση πλέον».
Σχετικά με το πώς γινόταν το «ξέπλυμα», ο εισαγγελέας επισήμανε ότι ο πρώην υπουργός δωροδοκήθηκε και στη συνέχεια νομιμοποίησε τα χρήματα αυτά μέσω του φίλου του επιχειρηματία που τα κατέθεσε σε λογαριασμό ελβετικής τράπεζας.
«Ο κύριος Μπάρδης γνώριζε τα πάντα, υπήρχε προσωπική και οικογενειακή φιλιά με το ζεύγος Παπαντωνίου, όπως είπε ο ίδιος. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε» ανέφερε ο εισαγγελέας.
«Λάμβανε μετρητά από τους Παπαντωνίου – Κουρακου, τα κατέθετε σε ελληνικό του λογαριασμό και στη συνέχεια έκανε τη μεταφορά σε ελβετικό του λογαριασμό, από όπου γινόταν η διακίνηση τους. Το συνολικό ποσό που παρέδωσε ο Παπαντωνίου στο Μπάρδη ήταν περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Αυτά τα λεφτά έπρεπε να αποκτήσουν μια νομιμοφάνεια, για αυτό έγινε επένδυση σε ένα ομόλογο. Αυτό σημαίνει ότι, σε πρώτο επίπεδο παρέδωσε τα αναφερόμενα ποσά στον κύριο Μπάρδη που τα μετέφερε διαδοχικά μέσω τράπεζας στην τράπεζα ubs και στη συνέχεια το ποσό αυτό επενδύθηκε σε ένα ομόλογο, που είχε το ρόλο του ξεπλύματος. Με τη ρευστοποίηση του ομολόγου θα αιτιολογούσε το χρήμα»
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, «δεν μπορεί να υποστηριχθεί με δόση ειλικρίνειας ο ισχυρισμός ότι είχε κρατήσει μετρητά περίπου 2,5 εκατ. ευρώ σε διάστημα 15 χρόνων και μετά σκέφτηκε -το 2002-2003- μετά την υπογραφή της σύμβασης, να τα πάει στην Ελβετία γιατί ήθελε να τα εξασφαλίσει. Σε έναν τρίτο, του δημιουργούνται αμφιβολίες και υποψίες ότι κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Στην εισαγγελική αρχή που δεν είναι τρίτος, δημιουργείται η πεποίθηση ότι είναι πρόσχημα. Αλλά και έτσι να ήταν δεν χρειαζόταν να μπει ο Μπάρδης στη μέση, αν τα χρήματα ήταν νόμιμα και φορολογημένα. Δεν υπάρχει δικαιολογία γιατί επέλεξε αυτή τη διαδικασία».
Εξάλλου τόνισε χαρακτηριστικά πως η δωροδοκία δεν γίνεται ποτέ μέσω τραπεζικού συστήματος και ότι θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. «Αυτά τα πράγματα γίνονται αλλιώς» είπε.
Ο εισαγγελέας κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Γιάννου Παπαντωνίου για το πως έφτασαν τα χρήματα στην κατοχή του. «Υποστήριξε πως είχε μια θεία στο Νίγηρα που είχε χρήματα και του έδινε, αλλά δεν έφταναν αυτά τα χρήματα για να συμπληρωθεί το ποσό, εμένε ένα ποσό 700.000 ευρώ το οποίο είπε πως ήταν από την πρώην γυναίκα του την οποία είχε διευκολύνει και του το επέστρεψε από το 1993-1997 που απεβίωσε. Το σύνολο το χρημάτων όπως δικαιολογούνται από τον κατηγορούμενο, είναι υπερδεκαετίας…Δεν μπορεί να υποστηριχθεί με λογική ακολουθία ο ισχυρισμός ότι είχε κρατήσει μετρητά 2,5 εκ ευρώ σε διάστημα 15 χρόνων και σκέφτηκε εκείνη την περίοδο όταν υπογράφηκε η σύμβαση, θυμήθηκε να τα πάει στην Ελβετία τα χρήματα γιατί ήθελε να τα εξασφαλίσει».