Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ναυτικά μίλια έχει προκαλέσει εδώ την οξύτατη αντίδραση της Τουρκίας, με το καθεστώς Ερντογάν να απειλεί την Αθήνα πως η εξέλιξη αυτή συνιστά «casus belli».
Τι σημαίνει, όμως, ο συγκεκριμένος όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα της διπλωματίας και του Διεθνούς Δικαίου;
Η συγκεκριμένη φράση είναι γραμμένη στη λατινική γλώσσα και στα ελληνικά σημαίνει «αιτία πολέμου», ενώ κατ’ άλλους διεθνολόγους αποδίδεται νοηματικά ως «αφορμή πολέμου».
* Επειδή στην ελληνική γραμματεία υφίστανται δύο διαφορετικοί όροι «Αιτία πολέμου» και «Αφορμή πολέμου» πολλοί διεθνολόγοι χρησιμοποιούν τον μοναδικό λατινικό όρο Casus Belli και για τους δύο αυτούς όρους. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι ο λατινικός αυτός όρος αφορά χαρακτηρισμό «πράξης τετελεσμένης» επί συγκεκριμένων περιπτώσεων που εγείρουν πολεμική σύρραξη. Συνεπώς, ο λατινικός όρος αποδίδεται στην ελληνική ορθότερα ως «Αφορμή πολέμου» (επί συμβάντος) και όχι ως «Αιτία πολέμου» που μπορεί να υφίσταται αλλά να αδρανεί. Βεβαίως στις γενικευμένες πράξεις εκείνες που αναφέρονται ως παραδείγματα (προσβολές προσώπων κλπ) δεν υφίσταται ο όρος "Αιτία πολέμου" αλλά μόνο ο όρος (που εγκυμονείται) «Αφορμή πολέμου».
Προέρχεται από το Ρωμαϊκό Δίκαιο και λέγεται «επί παντός γεγονότος που μπορεί να προκαλέσει πολεμική εμπλοκή μεταξύ δύο κρατών ή συνασπισμού κρατών έναντι τρίτου ή άλλου συνασπισμού (Σε περιπτώσεις προσβολής ηγεμόνων ή άλλων αρχηγών κρατών, διπλωματικών αντιπροσώπων, ή σε αιφνίδια κατάληψη ξένου εδάφους ή προσβολής άλλων κυριαρχικών δικαιωμάτων κ.λπ.)».
Λόγῳ δε της σοβαρότητας του όρου αυτού απαραίτητη κρίνεται η σχετική διακοίνωση (NOTAM) που θα πρέπει όμως να έχει προηγηθεί και επίσημα να έχει γνωστοποιηθεί η απαίτηση του προσβάλλοντος. Έτσι με τον όρο αυτό, που δεν αποτελεί ιδιαίτερο διπλωματικό έγγραφο, χαρακτηρίζεται συγκεκριμένη πράξη ως «απειλή».
Πολλές φορές, όμως, συμβαίνει αυτός ο όρος να χρησιμοποιείται μεν, χωρίς όμως νομική υπόσταση (σ.σ. κατά το προσβαλλόμενο κράτος), όπου και αναζητείται τότε είτε με συνομιλίες εξεύρεση λύσης, είτε σε αντίθετη περίπτωση με διαιτησία από Διεθνείς οργανισμούς.
Ωστόσο, η προσφυγή σε διεθνή διαιτησία γίνεται με τη προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη συναποδέχονται προηγουμένως την νομιμότητα και αρμοδιότητα του διεθνή οργανισμού επί του προκειμένου, με φανερό τον κίνδυνο να δοθεί λύση επί διεθνών δρώμενων και όχι επί της μεμονωμένης περίπτωσης που θα μπορούσε έτσι ν' αποτελέσει δεδικασμένο για άλλες παρόμοιες διακρατικές διαφορές.
Η άρση του διπλωματικού αυτού όρου γίνεται εκτός των παραπάνω, ανάλογα της περίπτωσης, είτε καταβάλλοντας αποζημίωση παθόντων και επαναφορά σε πρότερη κατάσταση, είτε με παραίτηση επί της αιτίας, είτε τελικά με απόρριψη του όρου από το προσβαλλόμενο μέρος με δεδομένο τον κίνδυνο της άμεσης έναρξης των εχθροπραξιών. Υπάρχει όμως και περίπτωση υπαναχώρησης από τον ίδιο τον προσβάλλοντα (κράτος) για διάφορους άλλους, όμως τότε, λόγους.
Ανεξάρτητα των παραπάνω η χρήση του όρου αυτού ως δημώδη έκφραση συνηθίζεται να λέγεται, αλλά περισσότερο ειρωνικά, σε μεταξύ ιδιωτών διαφορές, στερούμενη βεβαίως τότε και της όποιας σοβαρότητας.