Κατά 6% με 13% οι ανατιμήσεις που προτείνονται κατόπιν αιτημάτων από τις φαρμακευτικές εταιρείες που υποστηρίζουν ότι το κόστος παραγωγής των εν λόγω σκευασμάτων είναι μεγαλύτερο του κέρδους
Ακόμη πιο βαθιά αναμένεται να βάλουν ασφαλισμένοι και μη το χέρι στην τσέπη για μια σειρά σκευασμάτων - από φθηνά μέχρι πολύ ακριβά - που κινδυνεύουν να αποσυρθούν από τα ράφια των φαρμακείων, καθώς οι εταιρείες που τα παρασκευάζουν υποστηρίζουν ότι το κόστος παραγωγής τους είναι μεγαλύτερο του κέρδους.
Τη δύσκολη δουλειά εκ μέρους του υπουργείου Υγείας ανέλαβε ο ΕΟΦ, που δημοσιεύει τη σχετική λίστα με τις προτεινόμενες τιμές σε 570 φάρμακα.
Οι νέες τιμές που δόθηκαν από το υπουργείο Υγείας θα κοστίσουν στον ΕΟΠΥΥ περίπου 60 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ασθενείς θα χρειαστεί να πληρώσουν περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον σε συμμετοχές.
Ωστόσο, το υπουργείο Υγείας υποστηρίζει ότι από τα φάρμακα που υπέστησαν ανατιμήσεις, περίπου τα 200 θα επανακυκλοφορήσουν στην ελληνική αγορά, καθώς είχαν αποσυρθεί ακριβώς λόγω των χαμηλών τιμών κι έτσι δε θα χρειάζεται πλέον να εισάγονται μέσω ΙΦΕΤ σε πολλαπλάσιες τιμές, καθώς το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας δίνει κάθε χρόνο περίπου 90 εκατομμύρια ευρώ για να εισάγει τα εν λόγω φθηνά σκευάσματα.
Πώς ψαλιδίζεται το δικαίωμα στην άδεια
Η πληρωμένη άδεια υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις των εργαζομένων. Χάρη κυρίως στο επίδομα που τη συνόδευσε, έγινε ταυτόσημη με τις διακοπές. Στην Ελλάδα του ήλιου και της θάλασσας, έγινε με τα χρόνια η πιο ψυχοτρόπος διαδικασία ίασης των ψυχοσωματικών «βλαβών» που συσσωρεύει ο ετήσιος εργασιακός μόχθος.
Υστερα από τη δεκαετία του ’80, κανείς/καμιά εργαζόμενος/η δεν διανοούνταν ότι θα αρχίσει η επόμενη εργασιακή περίοδος, μετά την άδεια, χωρίς να αξιοποιηθεί ένα σημαντικό μέρος της για διακοπές. Οι οποίες τοποθετούνταν πάντα στο καλοκαίρι.
Οπως όμως συνέβη με όλες τις εργατικές κατακτήσεις, στα χρόνια του ύστερου νεοφιλελευθερισμού μετά την κρίση του 2008, το δικαίωμα αυτό έμελλε να υπονομευτεί. Οχι ευθέως, με νομοθετικές απόπειρες περιορισμού του ή κατάργησής του, όχι στοχευμένα, αλλά εμμέσως, με τρεις πολύ απλούς αλλά και πολύ αποτελεσματικούς τρόπους:
Πρώτον, με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η διαρκής μισθολογική λιτότητα αλλά και η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους μετατρέπουν τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας σε εφεδρείες για την κάλυψη θεμελιωδών αναγκών. Για τις διακοπές περισσεύουν όλο και λιγότερα – για κάποιους ελάχιστα ή και καθόλου.
Δεύτερον, με την «ευέλικτη» εργασία, με την καθήλωση ενός διαρκώς αυξανόμενου μέρους του εργατικού δυναμικού στην γκρίζα ζώνη μεταξύ εργασίας και ανεργίας. Πόσοι και πόσες σε αυτή τη ζώνη δικαιούνται πληρωμένες διακοπές και επίδομα αδείας;
Τρίτον, με τη μεγάλη αύξηση κόστους του «πακέτου» των διακοπών. Ο υπερτουρισμός αυξάνει την ακρίβεια σε όλα τα συστατικά του «πακέτου» των διακοπών: εισιτήρια, καταλύματα, εστίαση.
Ετσι, η μεγάλη κατάκτηση, αυτή η ανάσα ζωής που αποκαθιστά τις αντοχές για τον νέο ετήσιο «γύρο» εργασιακών υποχρεώσεων, «ψαλιδίζεται» συστηματικά. Επειδή η σημασία της είναι ζωτική, ένα μεγάλο μέρος εργαζομένων κάνει περικοπές σε άλλες κατηγορίες δαπανών για να περισώσει ό,τι μπορεί από τις διακοπές. Είναι όμως πολλοί αυτοί που δεν τα καταφέρνουν ούτε με αυτόν τον τρόπο.
Σαράντα εκατομμύρια μισθωτοί σε όλη την Ε.Ε. και 1,5 εκατομμύριο στην Ελλάδα δεν καταφέρνουν να χρηματοδοτήσουν ούτε μία εβδομάδα διακοπών. Η «γάγγραινα» έχει προχωρήσει πολύ. Και πρέπει να μπει εδώ ένας φραγμός. Ομως αυτό δεν είναι εφικτό αν δεν μιλήσουμε για το εισόδημα, την επισφαλή εργασία, τους εργαζόμενους-φτωχούς, την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, τον υπερτουρισμό, την ακρίβεια.