H Δώρα Χρυσικού στην πρώτη της μεγάλη συνέντευξη με αφορμή την παράσταση “18/9” που έχει στο επίκεντρο την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η Δώρα Χρυσικού τη φετινή σεζόν θα σηκώσει μόνη στη σκηνή ένα μεγάλο βάρος. Θα υποδυθεί στην παράσταση «18/9» μία ηρωίδα που δεν είναι αήττητη, ατρόμητη και γυαλιστερή. Είναι διάφανη και εύθραυστη. Είναι δικός μας άνθρωπος, γειτόνισσα, φίλη, αδελφή που παλεύει με τους φόβους της, τώρα, λίγες ώρες πριν από την κατάθεσή της στην δίκη για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής.
Η Δώρα Χρυσικού είναι ένας φύσει και θέσει ενεργός πολίτης. Από μικρή στα κινήματα, έχει καθαρή πολιτική σκέψη και μία οξεία αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω της. Ο λόγος της είναι χειμαρρώδης και ρέει με απίστευτη συνοχή. Μου μιλά για τη Δίκη του Παύλου Φύσσα, τη μεγαλύτερη δίκη της μεταπολίτευσης όπως την χαρακτηρίζει στην οποία δήλωνε διαρκώς παρούσα.
Εκεί γνώρισε την οικογένεια του Παύλου και εκεί έξω από μία αίθουσα του εφετείου τής γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «18/9» που ουσιαστικά αφορά την ιστορία των δύο νεαρών φοιτητριών που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της στυγερής δολοφονίας και που μετά από πολλές ταλαντεύσεις αποφάσισαν να καταθέσουν την αλήθεια. Πρόκειται για έναν μονόλογο αγωνίας και αγώνα που έχει στο επίκεντρο την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την εμβληματική δίκη για τη ναζιστική οργάνωση.
Τη συνάντησα ένα ηλιόλουστο πρωινό στη γειτονιά της στα Πετράλωνα, στο καφέ “Δεξαμενή” που συχνάζει και εκεί μιλήσαμε για όλα.
Από τη Μεταπολίτευση στις δολοφονίες Γρηγορόπουλου και Φύσσα
“Με συγκλόνισε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ήταν ένα γεγονός που στο δικό μου πολιτικό εκκρεμές βάρυνε πάρα πολύ. Ίσως επειδή ο Παύλος ήταν ένας άνθρωπος ίδιας ηλικίας και καλλιτέχνης. Ένιωθα ότι είχαμε τους ίδιους προβληματισμούς και είχαμε ζήσει την ίδια ματαίωση.
Ανέκαθεν, από μικρή, ήμουν στα κινήματα και το θέμα της ακροδεξιάς ήταν ένα πράγμα που πάντα με απασχολούσε. Απλώς στα χρόνια που μεγάλωσα εγώ, δηλαδή μετά από το Πολυτεχνείο, στη μεταπολίτευση, στα πασοκικά χρόνια του ‘80, και μετά τη δεκαετία του ‘90 νόμιζες ότι ζεις στον ομφαλό της γης και ότι όλα είναι υπέροχα. Είχαμε λεφτά, διακοποδάνεια, χρηματιστήρια και μπουζούκια….
Το θέμα της ακροδεξιάς ήταν τότε στο περιθώριο. Κανείς δε μιλούσε για αυτά τα ζητήματα. Η Αριστερά ήταν πάντα στα μετόπισθεν και ψελλίζονταν κάποια πράγματα μόνο στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Νομίζω ότι το 2008 η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν το σημείο καμπής της νεότερης ιστορίας. Μέχρι τότε δεν είχαν μπει ακόμη τα μνημόνια. Και ξαφνικά άρχισε μία δεκαετία με αναταραχές, με τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, με τους Αγανακτισμένους, με το πρώτη φορά Αριστερά, το δημοψήφισμα, τα πογκρόμ που ξεκίνησαν από το 2012 και φτάσαμε πια στο peak, στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα” αναφέρει χαρακτηριστικά η Δώρα Χρυσικού.
Πώς αισθάνθηκες τότε;
Η δολοφονία του Παύλου ήταν σοκ, σαν να κάθεσαι σε μια ηλεκτρική καρέκλα. Ξαφνικά δολοφονήθηκε ένας Έλληνας καλλιτέχνης. Μέχρι τότε δολοφονούνταν μετανάστες από κάτι ανθρώπους που παρόλο που ζούσαν στο περιθώριο, ήταν παντοδύναμοι και είχαν την απόλυτη συγκάλυψη και ατιμωρησία. Επικρατούσε ο φόβος και ο τρόμος. Βλέπαμε αραιά και πού κάτι πλάνα με αυτούς τους ανθρώπους που πήγαιναν στις λαϊκές αγορές και περνούσαν κάτι θειάδες στον δρόμο για να τις πάνε στο ΑΤΜ. Και λέγανε κάποιοι “Μωρέ καλά είναι αυτά τα παιδιά”. Και ακολούθως αυτοί οι άνθρωποι, με τον μανδύα των κουστουμαρισμένων μπήκαν στη Βουλή.
Μέχρι τότε η ακροδεξιά έπαιρνε κάτω από το 0,5/%. Όμως ο Καπιταλισμός πάει δίπλα δίπλα με αυτές τις ιδεολογίες. Δηλαδή όταν υπάρχει φτωχοποίηση και ανισότητα, μεταθέτεις την ευθύνη και θεωρείς ότι για το δικό σου χάλι φταίει ο μετανάστης, ο πρόσφυγας, ο τοξικοεξαρτημένος, φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από την επίσημη πολιτική ηγεσία και τα κέντρα εξουσίας που φτιάχνουν έναν χάρτη πάνω στον οποίο πρέπει να ζεις σαν πιόνι.
Από το τετραδιάκι της Μάγδας Φύσσα στη γέννηση μιας πολιτικής παράστασης
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της παράστασης αυτής;
Όταν ξεκίνησε η δίκη για τη δολοφονία του Παύλου θεώρησα χρέος μου ως πολίτης αυτής της χώρας, να πηγαίνω. Ήταν η μεγαλύτερη δίκη της μεταπολίτευσης. Όλοι οι άνθρωποι από περιέργεια και μόνο έπρεπε μια φορά να πάνε.
Η ιδέα της παράστασης αυτής γεννήθηκε κατά το εν εξελίξει πρώτο δικαστήριο της Χρυσής Αυγής, πριν δηλαδή ακόμη βγει η απόφαση της 7ης Οκτωβρίου του 2020. Εκεί γνωρίστηκα με την οικογένεια του Παύλου, με την κυρία Μάγδα (Φύσσα), που ήταν πάντα εκεί, κάποιες μέρες καθόταν ακόμα και ολομόναχη στα έδρανα του δικαστηρίου.
Είχαν περάσει έξι χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου και παρακολουθούσαμε τη συνεδρίαση στο Εφετείο. Στη μέση της έδρας κάθονταν οι κατηγορούμενοι και δεξιά ήταν οι δικηγόροι των χρυσαυγιτών και οι οπαδοί τους – οι οποίοι με τα χρόνια όλο και μειώνονταν. Αριστερά κάθονταν οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, δηλαδή οι δικηγόροι των τριών υποθέσεων του ΠΑΜΕ, των αλιεργατών και της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα που είχε ο καθένας τη δική του υπόθεση, αλλά ήταν και όλοι μαζί για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης επί της ουσίας.
Ο Παύλος ξεκάθαρα κατάλαβε ότι θα γινόταν φονικό εκείνη τη βραδιά και γι’ αυτό έδιωξε τους φίλους του. Και αν δεν το είχε κάνει, δε θα είχαμε ένα μόνο θύμα. Διότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν αφιονισμένοι, είχαν βγει για να σκοτώσουν.
Εκείνη τη μέρα, η κυρία Μάγδα είχε φτιάξει μόνη της ένα τετραδιάκι και είχε γράψει στο εξώφυλλο: “Έξι χρόνια Κillah P. – Παύλος Φύσσας, Σιγά μη φοβηθώ”. Είχε μάλιστα σαν σχέδιο το χιτλερικό σύμβολο με μια γραμμή ακύρωσης πάνω του. Και μας τα μοίραζε. Και μου είπε “πάρε και άλλο ένα να δώσεις στη Μαρία Παρέντη. Και πες της κάποια στιγμή να γράψει εδώ μέσα την ιστορία του Παύλου και να το διαβάζει στην κόρη της”.
Η Μαρία είναι ένα σπουδαίο κορίτσι, δικηγόρος που έχει βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο δωρεάν και μόλις είχε γίνει μητέρα.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ. Δεν έχω το χάρισμα της γραφής, είμαι όμως ηθοποιός και με ενδιαφέρει πάρα πολύ να αποτυπώνω στο σανίδι την πραγματικότητα της χώρας μου.
Θεωρώ ότι το θέατρο είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Είναι είναι ένας συλλογικός αναστεναγμός. Οπότε κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα. Πολύ δειλά και απόλυτα συνειδητά.
Όμως από τη σύλληψη μέχρι την υλοποίηση πάντα είναι μακρύς ο δρόμος. Σιγά σιγά το έργο πήρε διάφορες μορφές μέχρι να φτάσει στην τωρινή. Δυσκολευτήκαμε πολύ με το οικονομικό. Είχαμε κάνει αιτήσεις σε κάποια ιδρύματα και είχαμε απορρίψεις. Εγώ στο μεταξύ είχα αποφασίσει από την αρχή ότι θέλω όλα τα έσοδα να πάνε στον σύλλογο Killah P, οπότε έπρεπε κάπως να βρεθούν αυτά τα χρήματα. Ευτυχώς, μας χρηματοδότησε το ΕΤΕΡΟΝ, δύο εταιρίες και κάποιοι ιδιώτες, πράγμα που με συγκίνησε πολύ.
Γιατί δεν πήγες σε κάποιον θεατρικό παραγωγό;
Θεώρησα ότι δε θα βρεθεί κανένας να θελήσει να βάλει χρήματα σε αυτό το εγχείρημα, γιατί θα το θεωρήσει πολύ κομματικό. Το εγχείρημα αυτό για μένα είναι πολιτικό, δεν είναι κομματικό. Η μεγάλη μου χαρά και ικανοποίηση δεν είναι να έρθει να δει την παράσταση ο αριστερός κόσμος, ένας κόσμος που ούτως ή άλλως πολύ πιθανόν να ερχόταν, γιατί θέλει να βάλει πλάτη και πιστεύει στο σκοπό.
Θα ήθελα πάρα πολύ να έρθει ο αυτοαποκαλούμενος δεξιός κόσμος για να διαχωρίσει τη θέση του από την ακροδεξιά. Το έργο δεν έχει κομματική χροιά. Προφανώς και έχει πολιτική χροιά, υπό την έννοια του ότι αυτός ο άνθρωπος δολοφονήθηκε κατόπιν μιας εντολής που δόθηκε από έναν φασίστα καταδικασμένο χρυσαυγίτη, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι στη φυλακή.
Δε θεωρώ ότι η δολοφονία του Παύλου ανήκει στην Αριστερά και στην Αναρχία. Το ότι έχει αγκαλιαστεί από αυτές τις δυνάμεις είναι αναμενόμενο. Όμως, πιστεύω ότι θα έπρεπε να αγκαλιαστεί από κάθε άνθρωπο που πιστεύει στη δημοκρατία, που είναι ένα ατελές πολίτευμα, είναι όμως το καλύτερο που έχουμε μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε.
Το έργο προφανώς και θίγει τις ακροδεξιές ρητορικές, οι οποίες έχουν να κάνουν και με το μεταναστευτικό, με την ομοφοβία και με την τρανσφοβία. Θα ήθελα να έρθουν προοδευτικοί άνθρωποι που ενδεχομένως έχουν ψηφίσει τη Νέα Δημοκρατία, όμως βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό το πολίτευμα που λέγεται δημοκρατία. Οπότε εγώ τους προσκαλώ.
Όλο αυτό γίνεται σε μια χρονική στιγμή που δεν υπάρχει αριστερά. Έχουν καταρρεύσει τα πάντα και ο μύθος της…
Βέβαια, ο κόσμος νιώθει ξεκρέμαστος, χωρίς επιλογές. Αλλά εδώ πέρα δεν πάμε να κάνουμε μανιφέστο, αλλά για μία παράσταση. Και το τι θα αποκομίσει από αυτό ο κόσμος είναι κάτι πολύ προσωπικό. Και αυτό είναι και το ωραίο στην Τέχνη, να σου περνά τα μηνύματα εμμέσως.
Η παράσταση είναι θέατρο ντοκουμέντο;
Η παράσταση είναι θέατρο ντοκουμέντο ναι. Είναι εμπνευσμένη από τις δύο κοπέλες που καθόντουσαν στο παγκάκι και είδαν τη δολοφονία του Παύλου καρέ καρέ. Τη Δήμητρα Ζώρζου και την Παρασκευή Καραγιαννίδου. Είναι εμπνευσμένη από τις καταθέσεις τους στο δικαστήριο. Η ηρωίδα, όμως, που εμπνεύστηκα εγώ και δημιούργησαν η Μαρία Λούκα και ο Κοραής Δαμάτης, είναι κομμάτι μυθοπλασίας.
Και αυτή η ηρωίδα δεν είναι μια πασιονάρια. Η έννοια του διλήμματος είναι πολύ σημαντικη στους ανθρώπους. Δεν ήθελα να δημιουργήσω μια ηρωίδα η οποία μπορεί ενδεχομένως να είναι σαν εμένα που είμαι εξοικειωμένη με το να διαλέγω πλευρά.
Ήθελα να φτιάξω μια ηρωίδα εύθραυστη, να παλεύει με το νευρικό της σύστημα και με τον φόβο της και να δίνει μάχη με τον εαυτό της για να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και να πάει να καταθέσει.
Ο φόβος και το σοκ είναι οχήματα αλλαγής…
Ποιος θα έλεγες πως είναι ο βασικός άξονας της παράστασης;
Ξεκάθαρα είναι ο φόβος, γι΄ αυτό και το έργο ξεκινά τη μέρα που έχουν καλέσει την ηρωίδα να καταθέσει στο δικαστήριο. Βλέπουμε πώς ο μέσος άνθρωπος γίνεται μπροστά σε ένα κατακλυσμιαίο γεγονός ιστορικά υποκείμενο ιστορίας. Με ενδιέφερε να δω την ηρωίδα να πάσχει, να ταλανίζεται ανάμεσα στο “θα πάω γιατί έχω χρέος” και απ την άλλη να λέει “δε θα πάω και γιατί να πάω, εδώ δεν κάνουν κάτι οι άλλοι που είναι δυνατοί και έχουν εξουσία; Θα κάνω εγώ;”
Κάποια στιγμή στο κείμενο η ηρωίδα αναφέρεται σε έναν αγαπημένο της που παλιά της έλεγε “Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας”. Και του λέει στο τέλος ότι ξέρεις Πέτρο, “μου τα έλεγες. Εγώ τσαντίζομαι γιατί δεν μ άρεσε να μιλάω, αλλά τώρα θέλω να σου πω ότι είχες δίκιο και ότι δεν θέλω να είμαι πια αδιάφορη. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι”.
Εγώ τον έζησα τον φόβο και τον ζω. Και ίσως γι αυτό είναι και μια θεματική που πάντα με ενδιαφέρει, γιατί έφτασα πολύ κοντά στον θάνατο με το θέμα της υγείας μου, τον καρκίνο.
Πάντως αυτό με την αδιαφορία το είδαμε και στην περίπτωση της δεκαοχτάχρονης κοπέλας που είχε χτυπήσει το αυτοκίνητο και περνούσαν πόση ώρα δίπλα της τα αυτοκίνητα.
Βέβαια, άλλο ένα σοκαριστικό γεγονός που αποδεικνύει πως ζούμε την απόλυτη νέκρωση και κυκλοφορούμε σαν ζόμπι και καταναλωτικά όντα. Αυτή η ηρωίδα είναι σαν ένα εκκρεμές. Γυρνάει την πλάτη της στον φόνο, αλλά δε νιώθει καλά, έχει μια τρύπα στο στομάχι της, το κέντρο των συναισθημάτων.
Ήθελα πάρα πολύ να τιμήσω αυτά τα δύο κορίτσια, που ο Θανάσης Καμπαγιάννης στο βιβλίο του “Με τις μέλισσες και τους λύκους” θεωρεί ότι είναι οι μέλισσες. Αυτά τα δύο κορίτσια, τα οποία ήταν εκεί και έτρωγαν ένα παγωτό, δεν κοίταξαν τη δουλειά τους, δεν έστρεψαν το βλέμμα αλλού και αυτό πάντα έχει ένα προσωπικό κόστος. Και για αυτά τα δύο παιδιά το κόστος ήταν πάρα πολύ μεγάλο, διότι δέχτηκαν πάρα πολλές απειλές για τη ζωή τους.
Υπάρχει ένα συγκλονιστικό συμβάν που το έχω βάλει κι εγώ στον μονόλογο, το μοιράστηκε η μητέρα της μιας κοπέλας με την κ. Μάγδα. Όταν μπήκε στο περιπολικό να καταθέσει, πήρε τηλέφωνο τη μαμά της και της λέει “Μαμά, σκότωσαν έναν άνθρωπο. Πάω να καταθέσω”. Και η μαμά της προφανώς προσπάθησε να τη μεταπείσει, φοβούμενη μην μπλέξει. Και της είπε το τρομερό “αν ήταν ο αδερφός μου θα έλεγες το ίδιο; Σκότωσαν έναν άνθρωπο μπροστά στα μάτια μου”.
Άλλαξε άρδην τη ζωή τους αυτό το περιστατικό έτσι;
Ο φόβος και το σοκ είναι οχήματα αλλαγής. Εγώ τον έζησα τον φόβο και τον ζω. Και ίσως γι αυτό είναι και μια θεματική που πάντα με ενδιαφέρει, γιατί έφτασα πολύ κοντά στον θάνατο με το θέμα της υγείας μου, τον καρκίνο. Οπότε ακόμα, αν με ρωτάς ποια είναι η μεγαλύτερη μου πάλη, είναι το να δαμάσω τον φόβο, να μην με καβαλήσει, να υπάρχει μεν, αλλά να μην του δώσω τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Κάθε τρίμηνο που κάνω εξετάσεις, όταν πιάνω το κινητό να δω τους καρκινικούς δείκτες και τις μαγνητικές μου, παθαίνω όλα αυτά τα πράγματα που παθαίνει αυτή η κοπέλα. Τρέμω, ξεραίνεται ο λαιμός μου. Νιώθω ότι παθαίνεις κρίση πανικού. Οπότε μου είναι κάτι δυστυχώς πάρα πολύ οικείο.
Ο Παύλος έγινε σύμβολο. Η οικογένειά του και όλος ο αντιφασιστικός κόσμος δεν άφησε να ξεχαστεί. Και όσο δεν ξεχνιέται ο Παύλος, δε θα ξεχαστεί και το χρέος που έχουμε, τώρα που όλος ο κόσμος γυρνάει στην ακροδεξιά.
Και είναι παράδοξο γιατί εγώ είμαι ένας άνθρωπος ατρόμητος. Όλη μου τη ζωή έλεγα ότι δε θέλω να φοβάμαι. Και ένας λόγος που μπήκα στα κινήματα και που παλεύω με τον τρόπο που παλεύω είναι γιατί όπως δε θέλω εγώ να φοβάμαι, δε θέλω να φοβούνται οι άλλοι. Δε θέλω να φοβούνται οι λόατκι, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες.
Επίσης, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι γεννημένοι ήρωες. Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι είναι τόσο πολύ ταγμένοι και βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σε κάτι μεγαλύτερο. Και αυτή η στοχοπροσήλωση, που μπορεί να είναι μια ιδεολογία ή μια ανθρώπινη αξία, τους κάνει να να γίνονται μεγαλύτεροι από τον φόβο.
Δηλαδή ας πούμε, όταν πιάσανε τη μητέρα μου στο Πολυτεχνείο, ήταν ένα κορίτσι 22 χρόνων. Δεν ήξερε πως είναι έγκυος και έχασε το μωρό από τις κλωτσιές του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δε μαρτύρησε. Αλλά κάποια στιγμή όταν τη ρώτησα “πώς τα κατάφερες;” μου είπε “ξέρεις τι; Και που μίλησαν άλλοι, είναι απόλυτα ανθρώπινο. Δεν είμαστε ατσαλένιοι, δεν είμαστε σούπερ ήρωες. Έχουμε ρωγμές.” Και εμένα μ’ αρέσει αυτή η ανθρώπινη υπόσταση των ατελών ανθρώπων. Τι να τον κάνω τον αυτόν τον σιδερένιο και τον τέλειο; Ποιον αφορά;
Οπότε κάπως έτσι ήθελα να μπορεί να ταυτιστεί κάποιος με την ηρωίδα αυτή, με το ζόρι της και την απόγνωση της. Λέει 500 φορές “δεν μπορώ να το κάνω”. Όλη αυτή η εσωτερική πάλη είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και σε ανθρώπινο συμπεριφορικό επίπεδο, αλλά και ως θέαμα.
Όμως κάποια στιγμή, λέει στο τέλος, όταν πια έχει πάρει την απόφαση, “δε με νοιάζει, Θα πάω να τους πω για το αίμα. Τον είδα. Τον σκότωσαν μπροστά μου. Είδα το μαχαίρι. Είδα τον φονιά”. Δηλαδή στην προσωπική της ζυγαριά, βλέπει ότι το να μη μιλήσει είναι πιο βαρύ από το να μιλήσει. Και εκεί αποφασίζει να πάει να καταθέσει.
Τι αγάπησες στον Παύλο Φύσσα;
Είμαι συγκλονισμένη από την προσωπικότητά του, από αυτά που μαθαίνω για αυτόν μέσα από όλη την επαφή με την οικογένεια, τους φίλους του, με το αρχειακό υλικό που μου παραχώρησαν.
Ο Παύλος ξεκάθαρα κατάλαβε ότι θα γινόταν φονικό εκείνη τη βραδιά και γι’ αυτό έδιωξε τους φίλους του. Και αν δεν το είχε κάνει, δε θα είχαμε ένα μόνο θύμα. Διότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν αφιονισμένοι, είχαν βγει για να σκοτώσουν.
Υπάρχει μια φράση στο έργο που αγαπώ πάρα πολύ. Όταν η ηρωίδα περιγράφει την πραγματική ιστορία στο Αστυνομικό Τμήμα Κερατσινίου και λέει “πήγα στο αστυνομικό τμήμα και με ρώτησαν αν μπορώ να αναγνωρίσω τον δολοφόνο. Φυσικά, και μπορούσα. Δεν είχε τίποτα το παράξενο στην όψη του. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν όλους αυτούς που τρώνε στο διπλανό τραπέζι, που πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ και ένα βράδυ, εκεί που βλέπει τηλεόραση με την γυναίκα του, βγάζει τις παντόφλες του, αρπάζει ένα μαχαίρι, συναντάει τους υπόλοιπους στα σκοτεινά και βγαίνει για κυνήγι. Έτσι είναι αυτοί. Δεν τους αναγνωρίζεις, δεν έχουν σημάδι στο μέτωπο. Κανονικοί φαίνονται σαν όλους μας”.
Αυτός είναι ο εκφασισμός του μέσου ανθρώπου…
Ακριβώς, αυτοί οι άνθρωποι, αν τους έβλεπες στο δικαστήριο ήταν κάτι ανθρωπίδια που κλαίγανε και λιποθυμούσαν και δεν μπορούσαν να βάλουν μια πρόταση σε σειρά.
Ο μέσος άνθρωπος που μετατρέπεται σε μηχανή θανάτου είναι αυτός ακριβώς. Αυτά λοιπόν τα ανθρωπάκια οπλίζονται με την ιδεολογία, γίνονται εργαλεία. Και λένε και αυτά τα βαρύγδουπα. “Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, “Εμείς οι λευκοί, οι καλοί χριστιανοί, θέλουμε την καθαρότητα της φυλής μας”. Κάποιος άνθρωπος χωρίς κρίση, δεν μπορεί να καταλάβει πόσο στρεβλή είναι όλη αυτή η ρητορική. Βέβαια, από αυτό, μέχρι να γίνεις εκτελεστής υπάρχει διαφορά. Γι αυτό και δε σκότωσαν τα πρωτοπαλίκαρα. Δεν πήγαν να σκοτώσουν τον Παύλο ούτε ο Μιχαλολιάκος, ούτε ο Παππάς, ούτε ο Κασιδιάρης, ούτε Λαγός. Βάλανε ένα ανθρωπάριο σαν τον Ρουπακιά.
Ο Παύλος ήταν ξεκάθαρα στοχοποιημένος. Επειδή έκανα τη φωτογράφιση της παράστασης στη ζώνη του Περάματος, μίλησα πάρα πολύ και με τον Σωτήρη τον Πουλικόγιαννη, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ. Ήταν ο άνθρωπος με το ΠΑΜΕ που δέχτηκε τα επικίνδυνα χτυπήματα των νεοναζιστών. Αυτός μου είπε ότι η ζώνη του Περάματος, αλλά και η επίθεση στους αλιεργάτες στους Αιγύπτιους ήταν γιατί αυτοί νιώθανε ότι χάνουν την εξουσία από εκείνη την περιοχή, την εργατική.
Αυτό όμως που είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και αυτό που πραγματικά θα πρέπει να αναρωτηθεί -αν δεν το έχει κάνει ήδη- η γενικότερη αριστερή πτέρυγα και η εξωβουλευτική αριστερά είναι γιατί αφήσανε τις εργατικές γειτονιές, τις φτωχογειτονιές αυτές να γίνουνε τερέν των φασιστών.
Είναι δυνατόν στην Κοκκινιά και στο Κερατσίνι να υπάρχουν φασίστες; Είναι σαν να έχει γυρίσει ο κόσμος τούμπα.
Κάτι που ο Παύλος Φύσσας δεν μπορούσε να δεχτεί…
Ο Παύλος ήταν ένας άνθρωπος με φοβερές κοινωνικές ευαισθησίες. Έκανε συναυλίες, έκανε αντιρατσιστικά φεστιβάλ, τους “έμπαινε στη μύτη” με τους στίχους του. Ε, και εκείνο το βράδυ, μόλις τον είδαν στο Κοράλλι, καλέσανε όλο το συρφετό εκεί και έγινε αυτό που έγινε.
Αυτός ο άνθρωπος προστάτευσε άλλους τόσους. Έβαλε τον εαυτό του μπροστά. Και τους προστάτευσε και μετά θάνατον. Αν δεν υπήρχε ο Παύλος αυτήν τη στιγμή, δε θα έμπαιναν οι άνθρωποι αυτοί στη φυλακή. Ο Παύλος έγινε σύμβολο. Η οικογένειά του και όλος ο αντιφασιστικός κόσμος δεν άφησε να ξεχαστεί. Και όσο δεν ξεχνιέται ο Παύλος, δε θα ξεχαστεί και το χρέος που έχουμε, τώρα που όλος ο κόσμος γυρνάει στην ακροδεξιά.
Την παράσταση αυτή την οραματίστηκα σαν μια πολύ βαθιά ανάσα, σαν ένα βάλσαμο πάνω στο τραύμα. Οι νεκροί μας είναι ένα συλλογικό τραύμα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Σαν μια γιορτή αντιφασισμού.
Ταυτότητα παράστασης 18/9
Ιδέα: Δώρα Χρυσικού
Κείμενο: Μαρία Λούκα, Κοραής Δαμάτης
Συμμετοχή στην α’ γραφή του δικαστικού κειμένου: Χρύσα Λύκου
Σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Κοραής Δαμάτης
Δημιουργία σκηνικού χώρου: Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Βίντεο παράστασης: Πηγή Δημητρακοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Παύλος Ιωάννου
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασσόπουλος
Εκφώνηση δελτίου ειδήσεων: Νατάσα Γιάμαλη
Φωνή μητέρας: Ασπασία Κράλλη
Ερμηνεύει η Δώρα Χρυσικού
Παραγωγή: Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Info:
Στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, από τις 10 Οκτωβρίου 2024 έως τις 3 Νοεμβρίου 2024 για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή 20.30/ Σάββατο 18.30 & 20.30/ Κυριακή 19.30 ( μετά την παράσταση ακολουθεί συζήτηση με το κοινό)
Διάρκεια : 70 λεπτά ( χωρίς διάλειμμα)