Στις 7 Ιανουαρίου του 1977 το πλοίο «Γκλόρια» φορτωμένο με έντεκα τόνους κατεργασμένου χασίς, αξίας 4 δισ. δραχμών, ερχόμενο από τη Βηρυτό και με προορισμό την Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ «πιάστηκε» στον Ισθμό της Κορίνθου. Το «Βαπόρι απ΄την Περσία» στηρίχθηκε στο πραγματικό γεγονός, έγινε τραγούδι και ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Λιζέττα Νικολάου το 1977. Μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες χασίς που κατασχέθηκαν.
Τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής ανέφεραν ότι το «Γκλόρια» ήταν πλευρισμένο στα Ίσθμια και περίμενε εντολές για την πορεία του, όταν βρέθηκαν πάνω του έντεκα τόνοι χασίς σκεπασμένοι με λινάτσες. Συνελήφθησαν ο πλοίαρχος και οι ναυτικοί του πλοίου, μεταξύ αυτών και δύο Τούρκοι υπήκοοι, οι οποίοι είχαν κρυφτεί τις καμπίνες. Οι άντρες του λιμενικού τους έριξαν καπνογόνα, αναγκάζοντας τους να ανέβουν στο κατάστρωμα. Βρέθηκαν ακόμη δυο πιστόλια τύπου μπράουνιγνκ και πεντακόσιες σφαίρες. Παραλήπτες του φορτίου, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν Λιβανέζοι υπήκοοι στην Αμβέρσα ή το Άμστερνταμ.
Ο πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο «Κάπτεν Νικ» όπως τον αποκαλούσαν. Ήταν άνθρωπος της αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών DEA. Ο «Κάπτεν Νικ» με τα καράβια που είχε στην κατοχή του είχε γυρίσει όλες τις θάλασσες του κόσμου και είχε γνωρίσει τους πάντες γύρω από τα κυκλώματα του εμπορίου ναρκωτικών, από τις χώρες παραγωγής μέχρι και τον τελευταίο παραλήπτη χοντρέμπορο.
Λαθρέμπορος τσιγάρων στην αρχή και ο ίδιος, διαφοροποιήθηκε στην πορεία, εξαιτίας του θανάτου ενός αδελφικού του φίλου από υπερβολική δόση μορφίνης. Από τότε ορκίστηκε στην καταπολέμηση των ναρκωτικών. Αποδέχτηκε την πρόταση της DEA το 1964 και από τότε εισχωρούσε στα κανάλια των ναρκωτικών κι έδινε πληροφορίες σχετικά με τη διακίνηση. Μερικές φορές, όπως στην περίπτωση του «Γκλόρια», παραλάμβανε ο ίδιος το εμπόρευμα με το καράβι του ως μεταφορέας και το παρέδιδε στις λιμενικές αρχές.
Το σκηνικό που στηνόταν, σε συνεργασία με τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου της εκάστοτε χώρας, έπρεπε να είναι αληθοφανές, ώστε να μην εκτεθεί ο ίδιος και αποκαλυφθεί η ιδιότητά του στους ανθρώπους των ναρκωτικών, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έτσι, οι υποτιθέμενες συλλήψεις γίνονταν με τυμπανοκρουσίες και οι εφημερίδες βούιζαν για μέρες.
Στην περίπτωση της «Γκλόρια» συνέβη το εξής. Ο «Κάπτεν Νικ» βρισκόταν με το καράβι στη Λάρνακα, όταν τον πλησίασε ένας ναυτικός πράκτορας και του πρότεινε μια μεγάλη δουλεία. Ένα φορτίο από τη Βηρυτό με προορισμό το Ρότερνταμ. Ο «Κάπτεν Νικ» δέχτηκε και τράβηξε με το πλοίο του για τη Βηρυτό, στο λιμάνι Τζουνίχ.
Εκεί συνάντησε δύο Λιβανέζους εμπόρους και συμφώνησαν για τη μεταφορά του εμπορεύματος, το οποίο ήταν 300 σακιά χασίς, 40 κιλά το καθένα. Το ποσό για τη μεταφορά καθορίστηκε στο 300.000 δολάρια, τα μισά για τη φόρτωση και τα άλλα μισά με την παράδοση στο Ρότερνταμ. Η παραλαβή του εμπορεύματος έγινε έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Ιμπέϊλ, όπου με βάρκες μεταφέρθηκαν τα τσουβάλια με το χασίς. Με την τελευταία βάρκα μπήκαν στο «Γκλόρια» και ι δυο Τούρκοι συνοδοί του εμπορεύματος.
Στο μεταξύ, πριν από την παραλαβή, στις 23 Δεκεμβρίου του 1976, ο «Κάπτεν Νικ» είχε καλέσει από το ραδιοτηλέφωνο του «Γκλόρια» το Υ.Ε.Ν. στην Ελλάδα και είχε ειδοποιήσει συνθηματικά ότι θα τους φέρει πολλούς τόνους «σοκολάτα» δώρο για Χριστούγεννα. Η εντολή ήταν να προχωρήσει, ενώ συμφωνήθηκε ο τρόπος και ο τόπος προσέγγισης. Για να μην εκτεθεί στους λαθρεμπόρους, ενημέρωσε ακόμη το Υ.Ε.Ν. ότι θα πλεύσει δέκα μίλια νότια της Πύλου και ζήτησε το ελληνικό καταδιωκτικό του λιμενικού να τους προσεγγίσει στο συγκεκριμένο σημείο για έναν τυπικό «έλεγχο».
Μετά τη φόρτωση του εμπορεύματος, ο «Κάπτεν Νικ» έβαλε πλώρη για την Πύλο, έχοντας πλήρωμα δύο ναύτες, μαζί τους βεβαίως και οι δύο τούρκοι συνοδοί. Κατευθυνόμενος προς την Πύλο συνάντησε 11-12 μποφόρ που τον ανάγκασαν να αλλάξει πορεία. Τράβηξε προς τη Σίφνο όπου αγκυροβόλησε προσωρινά. Ειδοποίησε εκ νέου το Υ.Ε.Ν. και πήρε εντολές για νέο τόπο συνάντησης, τα Ίσθμια Κορίνθου.
Το «Γκλόρια» έφτασε στις 6 Ιανουαρίου 1977 στα Ίσθμια, όπου το περίμενε σχεδόν όλο το λιμενικό σώμα. Οι δύο Τούρκοι οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου, ενώ ο «Κάπτεν Νικ» και το πλήρωμά του, μετά τις αρχικές υποτιθέμενες συλλήψεις, δέχτηκαν τα συγχαρητήρια του αρχηγού Υ.Ε.Ν, Αλέξανδρου Παπαδόγγονα. Το υπουργείο Οικονομικών όρισε ως αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία 7.800.000 δραχμές. Ο Νίκος Ξανθόπουλος από αυτά πήρε ενάμιση εκατομμύριο δραχμές ενώ τα υπόλοιπα μοιράστηκαν μεταξύ των αξιωματικών.
O Τσιτσάνης πληροφορήθηκε το περιστατικό από μία φίλη του. «Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά... Έντεκα τόννοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες.
«Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει... Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».
Μέσα στον Γενάρη το ηχογράφησε με τη Λιζέτα Νικολάου στα δεύτερα φωνητικά. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1977 σε δίσκο 45 στροφών (σινγκλ). Στην άλλη πλευρά υπήρχε ένα παλιό του τραγούδι «της χρυσής αλανιάρικης εποχής της Σαλονίκης», το «Τάγμα Τηλεγραφητών». Ήταν η στρατιωτική μονάδα που πέρασε αλησμόνητες στιγμές, σύμφωνα με διήγησή του. Το «Βαπόρι απ’ την Περσία» ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία του Τσιτσάνη, αν και δεν παιζόταν από τα ερτζιανά λόγω θέματος. Από τότε γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου στα λαϊκά μαγαζιά.
Λίγες ημέρες ημέρες μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη (18 Ιανουαρίου 1984) το «Βαπόρι απ’ την Περσία» επανήλθε στην επικαιρότητα για νομικούς λόγους. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπύρος Κανίνιας το άκουσε σε μία εκπομπή της ΕΡΤ στις 26 Δεκεμβρίου 1983 και με έγγραφό του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου 1984 ζήτησε να γίνουν όλες οι «νόμιμες ενέργειες», επειδή το τραγούδι είναι κακής ποιότητος (αντιβαίνει το άρθρο 12 παρ. 2 του Συντάγματος) και παραβαίνει το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.δ. 743/70, που τιμωρεί όποιον συντελεί με οποιοδήποτε τρόπο στη διάδοση των ναρκωτικών.
Η υπόθεση ανατέθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Δημήτριο Μαλακάση, ο οποίος διενήργησε προκαταρκτική εξέταση και στο πόρισμά του, που υποβλήθηκε στις 26 Ιουλίου 1984 στον Εισαγγελέα Εφετών της Αθήνας, ανάφερε ότι έθεσε τη δικογραφία στο αρχείο, επειδή το τραγούδι «δεν μπορεί να παρωθήσει στη χρήση και διάδοση ναρκωτικών». Στο ίδιο έγγραφο, ο εισαγγελικός λειτουργός χαρακτηρίζει το τραγούδι «από τα ατυχή του λαϊκού συνθέτη» και υποστηρίζει ότι «φρόνιμο θα είναι να μην εκπέμπεται από την τηλεόραση, γιατί τα μεταδιδόμενα από αυτή πρέπει να είναι ποιοτικής στάθμης».
mixanitouxronou.gr