Ζήτημα παραβίασης της Συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας εγείρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για την ρύθμιση του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών που εξαρτά το ύψος των προστίμων για παραβίαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας με τα εισοδήματα του παραβάτη.
Η έκθεση που αναρτήθηκε στο site του κοινοβουλίου για να συνοδεύει το σχετικό νομοσχέδιο στην αυριανή συζήτηση και ψήφισή του στην Ολομέλεια αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε κάθε δε περίπτωση, η θέσπιση διοικητικών ποινών βάσει εισοδηματικών κριτηρίων δεν έχει εσωτερική συνάφεια µε την εκάστοτε τελεσθείσα παράβαση και, συνεπώς, τίθεται ζήτηµα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας».
Στη συνέχεια προσθέτουν: «Αποτελεί, βεβαίως, έτερο ζήτηµα η λήψη υπόψη εισοδηµατικών κριτηρίων για την επιµέτρηση διοικητικής ποινής, εντός των πλαισίων ποινών, τα οποία πάντως τίθενται από τον νόµο. Επίσης, στο πλαίσιο του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγµατος, ως ανωτέρω, οι όροι εισοδηµατικά και περιουσιακά κριτήρια χρήζουν διευκρίνισης, όπως επίσης και το είδος των δεδοµένων που συλλέγονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και άλλες αρχές και δηµόσιους και ιδιωτικούς φορείς, όπως και ο τρόπος αξιολόγησής τους από τα αρµόδια όργανα».
Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η έκθεση έχει γνωμοδοτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα ακόμα και αν προαναγγέλλει ακυρώσεις διατάξεων από το ΣτΕ. Επίσης, δεν αποκλείεται να υπάρξουν κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής περαιτέρω νομοτεχνικές βελτιώσεις από την ηγεσία του υπουργείου Μεταφορών που θα ξεκαθαρίζουν κάθε συνταγματική ένσταση.
Σε κάθε περίπτωση, οι παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας του κοινοβουλίου για το επίμαχο άρθρο 28 του σχετικού νομοσχεδίου αναφέρει: «8. Επί του άρθρου 28 παρ. 4
Στις προτεινόµενες ρυθµίσεις ορίζονται τα εξής:
«3. Με απόφαση του Υπουργού Υποδοµών και Μεταφορών κατατάσσονται στις κατηγορίες των παραγράφων 1 και 2 οι παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και καθορίζονται τα διοικητικά πρόστιµα και κυρώσεις ανά κατηγορία παράβασης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέµα.
Για κάθε κατηγορία παράβασης προβλέπονται τα ίδια διοικητικά πρόστιµα και οι ίδιες διοικητικές κυρώσεις. Με την ίδια απόφαση εξειδικεύονται τα διοικητικά πρόστιµα ανά κατηγορία παράβασης, για τις παραβάσεις χαµηλής επικινδυνότητας έως και εκατό (100) ευρώ, για τις παραβάσεις µεσαίας επικινδυνότητας από εκατό ένα (101) έως και τριακόσια (300) ευρώ και για τις παραβάσεις υψηλής επικινδυνότητας από τριακόσια ένα (301) έως και εξακόσια (600) ευρώ.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονοµικών και Υποδοµών και Μεταφορών καθορίζεται η διαδικασία βεβαίωσης και επιβολής αυτών από τα αρµόδια όργανα και η διαδικασία είσπραξης των βεβαιωµένων διοικητικών προστίµων της παραγράφου 3. Με την ίδια απόφαση επιτρέπεται, προκειµένου τα επαπειλούµενα διοικητικά πρόστιµα να επιτελούν αποτελεσµατικά την προληπτική και κυρωτική λειτουργία τους, να θεσπίζονται εισοδηµατικά και περιουσιακά κριτήρια, µε βάση τα οποία µπορεί να αυξάνεται το ύψος των διοικητικών προστίµων που προβλέπεται για τις ανωτέρω κατηγορίες παραβάσεων και κατ’ ανώτατο όριο µέχρι το τριπλάσιο του βασικού προστίµου. Για την έκδοση της απόφασης αυτής µπορεί να λαµβάνονται υπόψη δεδοµένα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και άλλες αρχές και επιστηµονικούς ή άλλους φορείς, δηµόσιους ή ιδιωτικούς».
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Συντάγµατος ορίζονται τα εξής:
«Ύστερα από πρόταση του αρµόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγµάτων, µε ειδική εξουσιοδότηση νόµου και µέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειµένου να ρυθµιστούν ειδικότερα θέµατα ή θέµατα µε τοπικό ενδιαφέρον ή µε χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτοµερειακό».
Παρατηρείται ότι τα θέµατα, τα οποία προτείνεται να καταστούν αντικείµενο υπουργικής απόφασης, δηλαδή το ύψος των απειλούµενων διοικητικών ποινών (προστίµων) για παραβάσεις των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, δεν είναι ειδικότερα θέµατα ή θέµατα µε τοπικό ενδιαφέρον ή µε χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτοµερειακό. Άλλωστε, ως αναγκαίο συµπλήρωµα των κανόνων που περιγράφουν τη διοικητική παράβαση, εκφράζουν αξιολογήσεις της έννοµης τάξης για την ύπαρξη διοικητικού αδίκου σε έναν εξαιρετικά σηµαντικό τοµέα ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως η οδική κυκλοφορία.
Ως εκ τούτου, δεν µπορούν, κατά το Σύνταγµα, να αποτελέσουν αντικείµενο κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόµενης υπουργικής απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση, η θέσπιση διοικητικών ποινών βάσει εισοδηµατικών κριτηρίων δεν έχει εσωτερική συνάφεια µε την εκάστοτε τελεσθείσα παράβαση και, συνεπώς, τίθεται ζήτηµα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Αποτελεί, βεβαίως, έτερο ζήτηµα η λήψη υπόψη εισοδηµατικών κριτηρίων για την επιµέτρηση διοικητικής ποινής, εντός των πλαισίων ποινών, τα οποία πάντως τίθενται από τον νόµο.
Επίσης, στο πλαίσιο του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγµατος, ως ανωτέρω, οι όροι εισοδηµατικά και περιουσιακά κριτήρια χρήζουν διευκρίνισης, όπως επίσης και το είδος των δεδοµένων που συλλέγονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και άλλες αρχές και δηµόσιους και ιδιωτικούς φορείς, όπως και ο τρόπος αξιολόγησής τους από τα αρµόδια όργανα».