Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι; Εξαρτάται. Σε ποια εποχή, σε ποια πόλη, σε ποια κοινωνική τάξη και από ποιον συγγραφέα έχουμε τις πληροφορίες. Ο σίτος ήταν από τις κυριότερες τροφές. Όταν σπάνιζε το ψωμί ήταν διατιμημένο και μάλιστα η πολιτεία το μοίραζε με το δελτίο. Σημειωτέον ότι και οι δούλοι είχαν το ίδιο δικαίωμα συμμετοχής στην διανομή των δημητριακών στα οποία περιλαμβάνονταν και το κριθάρι. Άλλωστε το ψωμί ήταν βασικά από μείγμα σιταριού και κριθαριού. Οι Ρωμαίοι που είχαν αναγάγει την διατροφή σε ύψιστη τέχνη τους Έλληνες του έλεγαν ”κριθαράνθρωπους”. Την εποχή του Ομήρου και στην ύστερη κλασική εποχή (4ος αιώνας π.Χ.) τα γεύματα ήταν λιτά στις περισσότερες οικογένειες. Στις υπόλοιπες -και ιδιαίτερα στα σπίτια των νεόπλουτων - τα γεύματα και τα συμπόσια ήταν πλούσια και συχνά βασιλικά. Στα δε σπίτια ισχυρών Ρωμαίων η λαιμαργία ήταν αφόρητη.
Ο βαθύπλουτος Ρωμαίος MarcusGaviousApikius που έζησε την εποχή του Χριστού - και που μας άφησε ένα σωρό πολύπλοκες συνταγές - είχε ξοδέψει γύρω στα 500 εκατομμύρια σημερινά Ευρώ για τα συμπόσια που οργάνωνε για τους φίλους του. Στο τέλος αυτοκτόνησε, από το φόβο ότι θα πεθάνει από πείνα! Ίσως το έλεγαν γιατί ξαφνικά είδε να κατάσχεται η περιουσία του, για ποιος ξέρει τι απάνθρωπες παρανομίες.
Τα γεύματα στα ελληνικά σπίτια, για όσες πόλεις έχουμε πληροφορίες - και γνωρίζουμε περισσότερα για την Αλεξανδρινή εποχή - ήταν χονδρικά όπως και σήμερα:
-Πρόγευμα (διανεστισμός ή ακράτισμα στην ελληνιστική εποχή) συνήθως με ψωμί βουτηγμένο σε άκρατον οίνον.
-Μεσημεριανό γεύμα (άριστον)
-Δείπνο (δείπνον!).
-Μερικοί, αλλά λίγοι, πρόσθεταν ένα τέταρτο γεύμα αργά το απόγευμα (το δειλινόν).
Οι βάσεις της διατροφής των αρχαίων ήταν τα σιτηρά, το έλαιον και ο οίνος. Όπως μαθαίνουμε από τους ”Δειπνοσοφιστές” του Αθήναιου [1], οι Έλληνες είχαν 12 είδη ψωμιού! Ανάλογα με το περιεχόμενο, με το ψήσιμο και με την καταγωγή της οικογένειας. Η αφρόκρεμα πάντως έτρωγε τον σεμιδαλίτη άρτον, από μείγμα σκληρού σίτου με σιμιγδάλι.
Στην υπόλοιπη διατροφή θα βρούμε το γάλα και το τυρί, το λάχανο, το κρεμμύδι, τις φακές, τα ρεβίθια και μερικά ακόμα λαχανικά. Τα κρέατα και τα ψάρια ήταν ακριβά και αρκετά περιορισμένα. Ο επιστολογράφος Αλκίφρων [2], που έγραφε αφηγήματα σε μορφή επιστολής, περιγράφει στις ”Αλιευτικές” ένα ψάρεμα στον Σαρωνικό. Επιστρέφοντας στο Φάληρο ο ψαράς έβρισκε να τον περιμένουν οι μικροπωλητές με τον σάκο και την ζυγαριά στον ώμο. Διάλεγαν μόνο τα μεγάλα ψάρια γιατί αυτά προτιμούσαν οι Αθηναίοι, κυρίως αυτοί που έμεναν στις αριστοκρατικότερες συνοικίες, όπως αυτές στον λόφο του Φιλοπάππου και στην Πλάκα, γύρω από την αρχαία Αγορά. Τα μικρά ψάρια (μαρίδες, σαρδέλες) παρέμεναν στους ψαράδες για οικογενειακή κατανάλωση.
Ο Αλκίφρων έχει και μια ενδιαφέρουσα κατηγορία επιστολών, των ”Παρασίτων”.Παράσιτοι ήταν αυτοί έφταναν απρόσκλητοι όπου ήταν γνωστό ότι ετοιμάζεται πλούσιο γεύμα. Για να συμμετάσχουν. Δηλαδή να ”παρασιτιστούν”. Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για τα ραδιοφωνικά παράσιτα (που θέλουν κι′ αυτά να πάρουν μέρος στην εκπομπή!).
Το ”Συμπόσιο” του Πλάτωνα έχει έναν σχετικό και ενδιαφέροντα πρόλογο, που συχνά παραβλέπεται. Αρχίζει με τον Σωκράτη που ανεβαίνει στην Αθήνα ερχόμενος από το Φάληρο, για να πάει στο Συμπόσιο του Αγάθωνα. Περνάει μέσα από ένα πυκνό δάσος, έχοντας δεξιά του τον ποταμό Ιλισό. Ξαφνικά. τρέχει από πίσω του ένας νεαρός που θέλει να τον συνοδεύσει, ξέροντας για πού πάει ο δάσκαλος. Ο Σωκράτης καταλαβαίνει ότι πρόκειται για έναν συμπαθητικό Παράσιτο και τον εισαγάγει στο Συμπόσιο.
Στα Συμπόσια επικρατούσαν τα Ορεκτικά (Τραγύματα) κουκιά, στραγάλια και πασατέμπος, οι Δυναμωτικοί μεζέδες (τα Αφροδίσια), αυγά, χταπόδι, σαλιγκάρια και τα Επιδόρπια (Νώγαλα), χουρμάς, ρόδι, σταφύλι, κούμαρα, σταφίδες. Η δε Πυραμίς ήταν ένα ειδικό γλύκισμα, που είχε ψηθεί στην πυρά και αποτελούσε το βραβείο του συμπότη που θα έμενε ξύπνιος, πίνοντας μέχρι τις πρωινές ώρες. Κατά τον Ηρόδοτο πυραμίς ονομάστηκε και η Αιγυπτιακή Πυραμίδα από πνευματώδεις Έλληνες τουρίστες… Και οβελίσκος, δηλαδή ”σουβλάκι”, ο ιερός Οβελίσκος της Αιγύπτου! (Οβελίσκος = ο μικρός οβελίας).
Τι έτρωγαν οι (φτωχότεροι) Αρχαίοι θα μας το πει και ο κωμικός ποιητής Άλεξις [3] σ′ ένα γλαφυρό και χιουμοριστικό απόσπασμα που μετέφρασα,, το μόνο που σώθηκε από άγνωστο έργο του.
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ
Φτωχός ο άντρας μου φτωχιά κι′ εγώ,
γριά η κακομοίρα, με κόρη και με γιο
και με τη δούλα αυτήν εδώ την προκομμένη
πέντε είμαστε οι καημένοι.
Μονάχα τρεις από μας απόψε θα δειπνήσουν.
Οι άλλοι δυο μαζί μας θα καθίσουν,
θα μας κοιτούν και λίγο αλεύρι θα τσιμπήσουν.
Χωρίς μια λύρα, τη μοίρα μας θρηνούμε
που δεν έχουμε τίποτα να φάμε και να πιούμε.
Κοιτάξτε κάτωχροι πώς γίναμε, σ′ όλο μας το σώμα,
από την ασιτία κοιτάξτε πώς αλλάξαμε χρώμα.
Κι′ αν θέλετε να μάθετε πιο είναι το μενού
και ρωτάτε τι τρώμε και πώς ζούμε, ιδού :
Κουκιά και πασατέμπο, λούπινα και κρεμμύδια,
μπιζέλια και τζιτζίκια, ρίζες και βελανίδια,
φραγκόσυκα, ρεβίθια και χάρη στην Κυβέλη4
της Παναγιάς τα σύκα που άλλος κανείς δε θέλει.
Τι κοινωνιολογικά συμπεράσματα βγάζουμε από το αρχαίο αυτό μπλουζ;
Όλοι έπαιζαν μουσική αλλά λύρα δεν είχε όποιος-όποιος.
Ο φτωχός μπορεί να ήταν φτωχός αλλά δεν του έλειπαν οι δούλοι.
Οι φτωχότεροι από τους φτωχούς την βγάζαν με κατοχικό χυλό τα βράδια.
Το κρέας, τα ψάρια, το ψωμί, το τυρί, οι ελιές, οι φακές, το μέλι και το ταχίνι ήταν πανάκριβα. Και φορολογημένα σε πολλές πόλεις με τα επώνια, τον ΦΠΑ της εποχής.
Φαίνεται ότι τα σύκα δεν τα έτρωγαν οι πολύ θρήσκοι γιατί οι συκιές, το κατεξοχήν δέντρο της Κυβέλης*, ήταν ιερές. (Ιδού μια μπηχτή αντικληρική του Άλεξι).
Η κυριότερη απασχόληση των πεινασμένων Αθηναίων ήταν να κοιτάζουν αυτούς που τρώνε (όπως έκαναν όλες οι γυναίκες, τα παιδιά και οι δούλοι που ήταν οι σερβιτόροι των γευμάτων).
1. Αθήναιος, 2ος με 3ο αι. μ.Χ. από την Ναυκράτιδα επί του Νείλου, βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος, γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός που έζησε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη.
2. Αλκίφρων, επιστολογράφος, από την Συρία (;) που έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές πιθανώς του 3ου αιώνα μ.Χ.
3. Άλεξις, κωμικός ποιητής του 4ου αιώνα π.Χ. από τα Θούρια της Κάτω Ιταλίας, έζησε στην Αθήνα όπου έγραψε 245 κωμωδίες από τις οποίες σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα όπως το ”Πιάτο του Φτωχού”.
4. Κυβέλη, η Πανάγια Μητέρα των Θεών λατρεύονταν και σαν προστάτιδα της φτωχολογιάς.
Πηγή: huffingtonpost.gr