Υπόθεση Marfin: Απόφαση-«βόμβα» από τον Άρειο Πάγο – Ευθύνες στην τράπεζα για τους 3 νεκρούς

Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι η τράπεζα, που είχε εκμισθώσει το νεοκλασικό της Σταδίου, δεν είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας

 

Με απόφαση-«βόμβα» ο Άρειος Πάγος καταλογίζει για πρώτη φορά ευθύνες στην ίδια την τράπεζα Marfin14 χρόνια μετά την τραγωδία με τους 3 ανθρώπους – μεταξύ των οποίων μια έγκυο γυναίκα – που έχασαν τη ζωή τους εγκλωβισμένοι στο φλεγόμενο υποκατάστημά της στο κέντρο της Αθήνας. 

 

Ειδικότερα, όπως αποκαλύπτει το dikastiko.gr, το ανώτατο δικαστήριο ακυρώνει την προηγούμενη απόφαση του Εφετείου και παραπέμπει την υπόθεση από την αρχή στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την επισήμανση μάλιστα ότι η εκδίκαση της υπόθεσης πρέπει να γίνει υπό νέα σύνθεση.

 

«Δεχόμενη σχετική αναίρεση ανήρεσε την με αριθμό 5541/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίζουσα την ευθύνη της τότε μισθώτριας Τράπεζας MARFIN και των κατ’ ιδίαν εξ αδικοπραξίας μελών του Δ.Σ. της, για την μη λήψη μέτρων ασφαλείας προς αποτροπή της καταστροφής του καταστήματος της MARFIN στο νεοκλασικό κτίριο στην οδό Σταδίου αριθ. 23, συνεπεία πυρκαϊάς κατά τη διάρκεια πορείας – συλλαλητηρίου την 5η Μαΐου 2010» αναφέρεται στην απόφαση που δημοσιεύθηκε επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Σακελλαριάδη που εκπροσώπησε την ιδιοκτήτρια του ακινήτου.

 

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου «το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης μισθώτριας τράπεζας και των μελών του ΔΣ αυτής (δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των αναιρεσίβλητων), ως προς τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς παραλείψεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα δεν εφάρμοσε κι έτσι παραβίασε αυτές εκ πλαγίου».

 

Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την απόφαση του το Εφετείο «ειδικότερα, 1) δέχθηκε ότι για την ολοσχερή καταστροφή του μισθίου δεν φέρει καμία υπαιτιότητα η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές για τη λήψη και την τήρηση των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, 2) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες εάν οι αποδιδόμενες παραλείψεις στη μισθώτρια τράπεζα και στα μέλη του ΔΣ αυτής, ως οργάνων του νομικού προσώπου, [α) έλλειψη τοποθέτησης στην πρόσοψη του ισογείου καταστήματος ενισχυμένων “αντιβανδαλικών” υαλοπινάκων, οι οποίοι να αντέχουν σε πολλές κρούσεις με βαριά αντικείμενα είτε ρολών ασφαλείας, β) έλλειψη ύπαρξης δεύτερης εξόδου κινδύνου προς κοινόχρηστο χώρο, γ) έλλειψη τοποθέτησης υδροδοτικού πυροσβεστικού δικτύου ή εύκαμπτου σωλήνα συνδεομένου μόνιμα με παροχή ύδατος, δ) έλλειψη μελέτης πυρασφαλείας], ως επίσης να κλείσει το ανωτέρω κατάστημα είτε από την αρχή του ωραρίου λειτουργίας κατά την ημέρα της διαδήλωσης (5-5-2010) είτε πριν από την έναρξη της πορείας, συνετέλεσαν ή μη στην επέλευση του ως άνω αποτελέσματος, συντρεχούσης αιτιώδους συνάφειας, 3) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί αυτοδίκαιης λύσης της μίσθωσης (στις 5-5-2010), ενώ κατά τις προηγούμενες παραδοχές της, η μίσθωση είχε παραταθεί μέχρι την 30-6-2012 και 4) διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες όσον αφορά την κρίση της περί έλλειψης υποχρέωσης της μισθώτριας τράπεζας προς αποκατάσταση των ζημιών του μισθίου και τη μείωση της εμπορικής του αξίας».

 

Όπως τονίζεται «στην ένδικη περίπτωση, στην οποία επρόκειτο για χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από την 1-1-1995, υπήρχε υποχρέωση “να μην κλειδώνονται” οι έξοδοι κινδύνου, “ούτως ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή”. Η υποχρέωση αυτή είχε ενσωματωθεί και στο άρθρο 10 παρ.6 του “εγχειρίδιου ασφαλείας προσωπικού, πελατείας και περιουσίας” της Τράπεζας, που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του συμβάντος. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 -παρ.2 της ΠυρΔ 3/1981, πρέπει να τοποθετείται υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού των κατηγοριών Β’ και Γ (χωρητικότητας 201 ατόμων και άνω, δηλαδή όχι της κατηγορίας Α’, όπως εν προκειμένω) και, επί πλέον, α) σε αίθουσες συγκεντρώσεως κοινού ανεξαρτήτως κατηγορίας, εφ’ όσον βρίσκονται σε όροφο κτιρίου που υπερβαίνει σε ύψος τα 20 μέτρα και β) σε αίθουσες οιουδήποτε ορόφου, των οποίων η προσέγγιση με εύκαμπτους σωλήνες, τροφοδοτούμενους με νερό από το εξωτερικό του κτιρίου, είναι δυσχερής. Και πάλι, όμως, από την υποχρέωση αυτή (όπως και από την εναλλακτική υποχρέωση τοποθέτησης εύκαμπτου σωλήνα μήκους 15 μέτρων,1 με ακροφύσιο, του οποίου η άλλη άκρη πρέπει να προσαρμόζεται μονίμως σε κρουνό της εσωτερικής υδραυλικής εγκατάστασης, τοποθετημένο προς το σκοπό αυτό, άρθρο 12 παρ.3 της ΠυρΔ 3/1981) απαλλάσσονται όσοι εκμεταλλεύονται αίθουσες συγκέντρωσης κοινού με πληθυσμό μικρότερο των 50 ατόμων, στις οποίες θεωρείται αρκετή η πρόβλεψη τουλάχιστον 2 φορητών πυροσβεστήρων ξηράς κόνεως (άρθρο 12 παρ.1 περ. δ’ της ΠυρΔ 3/1981). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ΠυρΔ 3/1981, οι διευθυντές και οι επιχειρηματίες αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού, κατά την έννοια της ΠυρΔ, υποχρεούνται να οργανώνουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους, συνεχώς, σε θέματα πυροπροστασίας, κατάσβεσης πυρκαγιών, εκκένωσης των χώρων κ.λπ.»

 

Και καταλήγει ο Άρειος Πάγος: «Για τους λόγους αυτούς αναιρεί την υπ’ αριθ. 5541/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα λοιπά. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση».

 

Υπενθυμίζεται ότι το τραγικό περιστατικό έγινε στις 5 Μαΐου του 2010. Το 2013 στελέχη της τράπεζας καταδικάστηκαν για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. Οι φυσικοί αυτουργοί δεν έχουν βρεθεί ακόμη. 

 

Οι οικογένειες των θυμάτων, μετά την αποδεδειγμένη ενοχή των στελεχών της MARFIN, σε βαθμό πλημμελήματος, στράφηκαν κατά της τράπεζας διεκδικώντας αποζημιώσεις. Ωστόσο, ενώ το Εφετείο είχε επιδικάσει αποζημιώσεις συνολικά 2,24 εκατομμυρίων ευρώ στις οικογένειες των θυμάτων και των 24 εργαζόμενων του υποκαταστήματος, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση, στέλνοντας την πίσω στο Εφετείο, καθώς έκρινε υπερβολικά τα ποσά της αποζημίωσης που επιδικάστηκαν.

 

Για την καταβολή αποζημιώσεων στους συγγενείς είχε παρέμβει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020. Ωστόσο, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη παρέπεμψε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτος την υπόθεση αποζημίωσης των θυμάτων της Marfin, προφασιζόμενο ότι «υπάρχει ένα νομικό ζήτημα, που αφορά στον τρόπο πληρωμής».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ