Σαν σήμερα. Ο Μάνος είχε τη δική του ιστορία

Έζησε μόνο 45 χρόνια. Άφησε όμως πίσω του τόσα πολλά. Όχι μόνο μουσική, όχι μόνο ποίηση αλλά και ιδέες και φλόγα και δρόμους… και πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά. Για να μείνει για πάντα. Εξάλλου ένας Μάνος Λοΐζος  ποτέ δεν ξεχνιέται (Τάσος Λειβαδίτης). Γιατί ο Μάνος είχε… τη δική του ιστορία. 

 

Ο Μάνος Λοΐζος (22 Οκτωβρίου 1937 – 17 Σεπτεμβρίου 1982) ήταν ένας «λυρικός» του τραγουδιού. Τα τραγούδια του μοιάζουν γεννημένα μέσα από τον άνθρωπο, τη συλλογική λαϊκή σοφία συσσωρευμένη σε στίχους, σαν να δημιουργήθηκαν από μόνα τους αποτυπώνοντας στο απόλυτο την πραγματική ζωή. Ίσως γιατί ο Λοΐζος γεννούσε μουσική και στίχο από καρδιάς. Ίσως γιατί, όπως έχουν πει γι’ αυτόν αγαπούσε τον απλό άνθρωπο. Κι έγραψε γι’ αυτόν.

 

Στρατευμένος αριστερός, μέλος του ΚΚΕ και συνδικαλιστής που αγωνίστηκε με σθένος για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και τη δημοκρατία, κυνηγημένος από τη Χούντα συνδέθηκε με το λαϊκό και πολιτικό τραγούδι. Ο «Δρόμος», το «Ακορντεόν», ο «Γ΄ Παγκόσμιος», «Τα Νέγρικα», ο «Τσε Γκεβάρα», το «Δέντρο», η «Τσιμινιέρα», το «Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη», το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», τα «Γράμματα στην αγαπημένη» σε ποίηση Χικμέτ και τόσα άλλα είναι ο πολιτικός Λοΐζος.

 

«Γνωριστήκαμε με τον αξέχαστο Μάνο το 1978. Ήταν ένας από τους πιο εγκάρδιους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή. Με κείνο το υπέροχο χαμόγελο, με το χιούμορ του, με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις πάνω στην μουσική αλλά και γενικότερα σε πλήθος ανθρωπινά προβλήματα, σε γοήτευε από την πρώτη στιγμή». Τάσος Λειβαδίτης

 

Ωστόσο, ο Λοΐζος δεν φοβόταν τίποτα, στη μουσική τουλάχιστον. Εξάλλου όπως έλεγε και ο ίδιος όταν είχε κέφια ήταν σε θέση να μελοποιήσει ακόμη και τον τηλεφωνικό κατάλογο. Δεν φοβήθηκε τα νέα μουσικά ρεύματα της εποχής, ποπ και ροκ και τα αγκάλιασε στους ήχους του. Ένα όμορφο τέτοιο παράδειγμα ήταν τα Νέγρικα σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, με βασική ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη και τη συμμετοχή του Μανώλη Ρασούλη. Στο Γερο-νέγρο Τζιμ απέδειξε τη ροκ πλευρά του, γράφοντας μάλλον τον πρώτο ξεκάθαρα αντιρατσιστικό ελληνικό τραγούδι.

 

«Αυτός ήταν ο Λοΐζος. Ένας αντιπροσωπευτικός διανοούμενος, που πάσχισε και κατάφερε, περισσότερο απ’ όλα με το έργο του, να μείνει μ’ αυτούς με τους οποίους ξεκίνησε, με τους πολλούς. Σύνθετος αλλά και απλός στη ζωή του, διαφανής στα προτερήματα και τα ελαττώματα». Φώντας Λάδης 

 

Τα πρώτα μουσικά βήματα 

Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου, παντοπώλη που έχει φτάσει εκεί το 1924 από τους Αγίους Βαβατσινιάς (ένα χωριό της Λάρνακας της Κύπρου), και της Δέσποινας Μανάκη, κόρης γεωπόνου από τη Ρόδο.

 

Όντας μαθητής του Αβερώφειου Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Εγγράφεται σε τοπικό Ωδείο. Αρχίζει να μαθαίνει βιολί αλλά καταλήγει στην κιθάρα. Μάλιστα με συνομήλικους φίλους φτιάχνουν μια μικρή κομπανία που παίζει σε φιλικές και οικογενειακές εκδηλώσεις. Ο πατέρας του τού αγοράζει τότε το πρώτο του πιάνο.

 

Μουσική και Πολιτική

 

Παίρνοντας το απολυτήριο του Αβερώφειου Γυμνασίου, έρχεται για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα. Με τέσσερις φίλους από την Αλεξάνδρεια συγκατοικούν στο Κολωνάκι. Εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή την οποία εγκαταλείπει σύντομα για την Ανωτάτη Εμπορική. Το 1958 αρχίζει να ανακαλύπτει τόσο την Μαρξιστική ιδεολογία όσο και το νέο μουσικό κίνημα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται με τις πρώτες «παρεμβάσεις» του Μάνου Χατζιδάκι και την ευρύτερη αναγνώριση του ρεμπέτικου.

 

Το 1960 παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει την Ανωτάτη Εμπορική. Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε ταβέρνα της Κω μέχρι γραφίστας σε διαφημιστικό γραφείο της πλατείας Κάνιγγος ή διακοσμητής. Φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αλλά η μουσική τον τραβά ακατάσχετα. Αρχίζει να συνθέτει πιο εντατικά ενώ παράλληλα βρίσκεται σε στενή επαφή με τους φοιτητικούς πολιτιστικούς μουσικούς κύκλους της Αριστεράς της εποχής.

 

 

Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 μια ομάδα 83 νέων – Φίλοι της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη – θα στείλουν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας «δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των Ραδιοφωνικών μας Σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των». Το όνομα του Μάνου Λοΐζου είναι δεύτερο στη σειρά.

 

Αρχή με το πρώτο τραγούδι

 

Το 1962 είναι κομβικό. Μέσω μιας κοινής φίλης, έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα κι εκείνος μεσολαβεί στην εταιρία Philips, έτσι ώστε να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το «Τραγούδι του δρόμου», ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου από ένα ποίημα του Lorca. Τους στίχους έχει «ανακαλύψει» δημοσιευμένους στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Τραγουδά ο Γιώργος Μούτσιος.

 

 

Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (Σ.Φ.Ε.Μ.) που δημιουργείται τον Απρίλιο με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του Σ.Φ.Ε.Μ. και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη» που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Παρκ.

 

Στο… Δρόμο 

 

Αρχίζει τις συναυλίες και τις εμφανίσεις. Το 1964 εμφανίζεται στην μπουάτ Στοά, στο Κολωνάκι, με τη Μαρία Φαραντούρη και το Γιώργο Ζωγράφο. Εκεί, κάποιο βράδυ, ένα νεαρό κορίτσι θα του δώσει δυο στίχους που θα παίξουν βασικό ρόλο στην κατοπινή πορεία του. Το κορίτσι είναι η Κωστούλα Μητροπούλου και οι στίχοι προορίζονται για τα τραγούδια «Ο δρόμος» και «Ο στρατιώτης».

 

Το Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου. Με τη Μάρω έχουν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της «Όμορφης Πόλης», συνυπάρχουν στο Σ.Φ.Ε.Μ. και έχουν ήδη γράψει μαζί και κάποια τραγούδια. Δύο από αυτά, το «Νύχτα μικρή αρχόντισσα» και το «Φεγγάρι έρημο» τραγουδά σε δίσκο 45 στροφών ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά. Ακολουθούν κι άλλες συνεργασίες με τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Γιάννη Νεγρεπόντη. Παράλληλα ο Λοΐζος γράφει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Την ίδια περίοδο γνωρίζει το Λευτέρη Παπαδόπουλο με τον οποίο θα συνεργαστούν αρκετές φορές.

 

Το 1966 γράφει τα Νέγρικα που είναι η πρώτη απόπειρα συνύπαρξης με τους σύγχρονους διεθνείς νεανικούς ρυθμούς και τα ηλεκτρικά όργανα. Το 1967 έρχεται η Χούντα και οι συναυλίες του ματαιώνονται. Ο ίδιος φεύγει για έξι μήνες στο Λονδίνο. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1968 και κυκλοφορεί τον πρώτο του μεγάλο δίσκο ο «Σταθμός». Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορούν οι «Θαλασσογραφίες». Παράλληλα, ηχογραφεί σκόρπια τραγούδια με τον Στέλιο Καζαντζίδη («Δε θα ξαναγαπήσω», «Όταν βλέπετε να κλαίω») και το Γιάννη Καλατζή («Παραμυθάκι μου», «Τα πλεούμενα»).

 

 

Πολιτικό τραγούδι και λογοκρισία 

Το 1971 γράφει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία». Την ίδια χρονιά έρχεται το τραγούδι «Αχ χελιδόνι μου» με το Γιώργο Νταλάρα. Μια χρονιά αργότερα κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του («Να ‘Χαμε τι να ‘Χαμε») σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τον Παπαδόπουλο γράφουν παράλληλα και κάποια τραγούδια που δε θα περάσουν από τη λογοκρισία της εποχής («Ο αρχηγός», «Θα κλείσω το παράθυρο»), ενώ με δικούς του στίχους γράφει την «Πρώτη Μαΐου», τον «Τσε» και το «Μέρμηγκα». Γίνεται ιδρυτικό στέλεχος της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που θα ξεκινήσει με αφορμή την μεγάλη επέκταση της πειρατείας στον χώρο της δισκογραφίας. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1973 συλλαμβάνεται από τη Χούντα στο σπίτι του στο Χολαργό και κρατείται δέκα μέρες.

 

Μεταπολίτευση και τραγούδια του δρόμου

 

Το 1974 αλλάζουν πολλά. Τον Απρίλιο κυκλοφορεί ο δίσκος «Καλημέρα Ήλιε» με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής (με αποκορύφωμα τη συναυλία στο Γήπεδο του Παναθηναϊκού που θα καταγράψει ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία του «Τραγούδια της Φωτιάς») και, στο τέλος του χρόνου, κυκλοφορεί στο δίσκο «Τα Τραγούδια του Δρόμου», με όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια είτε δεν τους είχε επιτραπεί η ηχογράφηση από τη λογοκρισία της επταετίας. Μια χρονιά αργότερα και εννιά χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση σε συναυλίες, κυκλοφορούν για πρώτη φορά στη δισκογραφία τα «Νέγρικα», με στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη.

 

Τον Οκτώβριο του 1976 κυκλοφορούν «Τα Τραγούδια μας», ένας κύκλος λαϊκών τραγουδιών με στίχους του Φώντα Λάδη που καταγράφουν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης. Βρίσκουν θέση σε κάθε κοινωνικοπολιτική διεκδίκηση της εποχής αλλά, την ίδια στιγμή, γνωρίζουν και αρκετούς αποκλεισμούς και απαγορεύσεις από το επίσημο κράτος.

 

«Για μια μέρα ζωής»: Ο τελευταίος δίσκος 

 

Τον Ιούνιο του 1979 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα Τραγούδια της Χαρούλας», με στίχους του Μανώλη Ρασούλη και του Πυθαγόρα, άλμπουμ που σηματοδοτεί την – ύστερα από τόσα χρόνια δημιουργικής πολιτικής στράτευσης – εκ νέου κατεύθυνση του δημιουργού προς ένα «καθημερινό λαϊκό τραγούδι». Τον Οκτώβριο του 1980 κυκλοφορεί ο δίσκος «Για μια Μέρα Ζωής» που είναι και ο τελευταίος του. Μέσα από τραγούδια με στίχους διαφόρων στιχουργών επιχειρεί μια προσέγγιση στον ηλεκτρικό ήχο της εποχής.

 

Τον Οκτώβριο του 1981 η υγεία του κλονίζεται. Θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και, στο τέλος του χρόνου, θα ταξιδέψει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 θα χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα μείνει ένα μήνα στο νοσοκομείο και στις 16 Αυγούστου θα ταξιδέψει εκ νέου στη Μόσχα, προκειμένου να συνεχίσει τη νοσηλεία του. Στις 7 Σεπτεμβρίου θα υποστεί και δεύτερο εγκεφαλικό, το οποίο θα αποβεί μοιραίο.

 

Δέκα μέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου θα φύγει για πάντα…