Σε ηλικία 81 ετών πέθανε την Τρίτη ο παλαίμαχος προπονητής, Νίκος Αλέφαντος. Ο παλαίμαχος προπονητής αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα σοβαρό πρόβλημα υγείας, με τις πληροφορίες να αναφέρουν πως ο θάνατός του επήλθε από καρδιακή προσβολή.
Υπήρξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του ελληνικού ποδοσφαίρου, που έγραψε τη δική του διαδρομή στα γήπεδα.
Ο Νίκος Αλέφαντος γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1939 στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Εξάρχεια, όπου διαμένει έως σήμερα. Αγωνιζόταν στη θέση του μεσοκυνηγού και σε μικρή ηλικία ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τον Αστέρα Εξαρχείων της συνοικίας του.
Στη συνέχεια μετακινήθηκε στις ΑΕ Χαλανδρίου, ΠΑΟ Ρουφ, Ολυμπιακό Πειραιώς (μετέχοντας σε έναν αγώνα πρωταθλήματος), Ατρόμητο Πειραιώς (Καμινίων), Ολυμπιακός Χαλκίδας (για τον οποίο σημείωσε τέρμα σε βάρος του αντίστοιχου του Πειραιά, όταν το 1963 επέστρεψε ως αντίπαλος στο Καραϊσκάκης), Παναιγιάλειο, Πανελευσινιακό και Βύζαντα Μεγάρων, όπου το 1969 τερμάτισε την καριέρα του.
Η καριέρα του ως προπονητής
Ο Νίκος Αλέφαντος από τα 30 του αποφάσισε να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να ασχοληθεί με την προπονητική. Το 1969 ανέλαβε την ομάδα της γειτονιάς του, τον Αστέρα Εξαρχείων, δουλεύοντας σε πάρα πολλές ομάδες στην καριέρα του. Μεταξύ των οποίων και ο Ολυμπιακός τον οποίο ανέλαβε τρεις φορές (1983, 1994 και 2004) χωρίς να καταφέρει να κατακτήσει κάποιον τίτλο.
Μεταξύ άλλων δούλεψε σε ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Ηρακλή, Λάρισα, Πανιώνιο, Εθνικό, ΟΦΗ, Καστοριά, Παναχαϊκή, Ιωνικό, Δόξα Δράμας, Κόρινθο, Απόλλων Καλαμαριάς, Προοδευτική και Εθνικό Αστέρα. Για να εξελιχθεί προπονητικά, ο Αλέφαντος κατά καιρούς έκανε ταξίδια και παρακολουθούσε από κοντά το πως δούλευαν μεγάλοι προπονητές όπως οι Χάπελ, Παρέιρα, Μπέραζοτ, Πέισλι, Αρίγκο Σάκι και ήταν παροιμιώδης οι διηγήσεις του για τα όσα έζησε δίπλα τους. Κυρίως οι ιστορίες του για τον Ερνστ Χάπελ ήταν αυτές που επικαλούταν συχνά σε συζητήσεις οι δημόσιες παρουσίες του.
Ο Αστέρας Εξαρχείων ήταν η πρώτη ομάδα που ανέλαβε ως προπονητής το 1969. Εργάσθηκε στους περισσότερους από τους πλέον δημοφιλείς ελληνικούς συλλόγους, με αποκορύφωμα τον Ολυμπιακό Πειραιώς στον οποίο εργάστηκε τρεις φορές (ανά μία δεκαετία: τέλη 1983, 1994 και 2004), αλλά και στους ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, ΑΕ Λάρισας, Ηρακλή, Πανιώνιο και Εθνικό Πειραιώς. Στην Α’ Εθνική προπόνησε και τους ΟΦΗ, Καστοριά, Παναχαϊκή, Ιωνικό, Δόξα Δράμας, Κόρινθο, Απόλλωνα Καλαμαριάς, Προοδευτική και Εθνικό Αστέρα.
Παρακολούθησε τις προπονητικές και αγωνιστικές μεθόδους σπουδαίων προπονητών, όπως ο Ερνστ Χάπελ, o Κάρλος Αλμπέρτο Παρρέιρα, o Ένζο Μπεαρζότ, ο Μπομπ Πέισλι, ο Αρίγκο Σάκι, ο Μαρτσέλο Λίπι και ο Κάρλο Αντσελότι. Θαυμάζει τον Ζοζέ Μουρίνιο (τον οποίο θεωρεί καλύτερο στον κόσμο) και τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ενώ από τους παλαιότερους τον Ερνστ Χάπελ και τον Σέσαρ Λουίς Μενότι (μεταξύ άλλων).
Είχε ασκήσει έντονη κριτική στο στυλ παιχνιδιού «τίκι – τάκα» της Μπαρτσελόνα, το οποίο θεωρεί εξόχως βαρετό και βλαβερό για την ποιότητα του ποδοσφαίρου, ενώ αντίστοιχα έχει δώσει συγχαρητήρια σε προπονητές όπως ο Ντιέγκο Σιμεόνε και ο Αντόνιο Κόντε οι οποίοι το αντιμάχονται.
Κατά καιρούς είχε εκφραστεί με πολύ καλά λόγια για τον Ότο Ρεχάγκελ (αποθεώνοντας την τακτική που ακολούθησε στο Euro 2004) αλλά του είχε ασκήσει και δριμύτατη κριτική, ιδίως για τις επιλογές του μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Είχε μεγάλη κόντρα με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και τους δημοσιογράφους Αντώνη Πανούτσο, Αντώνη Καρπετόπουλο και Κώστα Νικολακόπουλο.Υπηρξε φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, τον οποίο υπηρέτησε τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, ενώ έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον ΠΑΟΚ και τον Ηρακλή.
Δύο συνεχείς χρονιές στην αρχή της καριέρας του, με τον ΠΑΣ Γιάννενα το 1973–74 (για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου) και τον Πιερικό το 1974–75, πέτυχε ισάριθμες ανόδους στην Α’ Εθνική κατηγορία, κατακτώντας παράλληλα και τις δύο χρονιές το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Εκτός από τους δύο αυτούς τίτλους, έχει κατακτήσει και το κύπελλο Κύπρου 1996–97 ως τεχνικός του ΑΠΟΕΛ, μετά από νίκη με 2–0 επί της Ομόνοιας στον τελικό.
Τον Μάρτιο του 1978 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Καστοριάς, για να παραιτηθεί επεισοδιακά μετά από ένα μόλις αγώνα πρωταθλήματος. Η κίνηση προκάλεσε μακροσκελή ανακοίνωση του συλλόγου με κατηγορίες για εκ μέρους του Αλέφαντου παρακράτηση μη δεδουλευμένων αμοιβών, για εξυβρίσεις ποδοσφαιριστών, παραγόντων, οπαδών και συμπολιτών, για απειλές και εκβιασμό. Υπενθυμίζοντας ότι παρόμοιες συμπεριφορές του σε ΟΦΗ, Πιερικό και ΠΑΣ Γιάννινα είχαν πρόσφατα απασχολήσει αθλητικές αρχές και δικαιοσύνη, το διοικητικό συμβούλιο τον κατήγγειλε στους υφυπουργό και γενικό γραμματέα αθλητισμού, ΕΠΟ, Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ελλήνων Προπονητών Ποδοσφαίρου και ΠΣΑΠ. Ανάλογο περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Αλέφαντο συνέβη και στις 12 Απριλίου 1987, όταν ως προπονητής της ΑΕΚ ξυλοκόπησε τον δημοσιογράφο Γιώργο Βενετούλια, επειδή του είχε ασκήσει κριτική για την απόφασή του να κάνει αλλαγή τον Θωμά Μαύρο στον αγώνα με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς την προηγούμενη μέρα. Ο Βενετούλιας μετά τον ξυλοδαρμό του προσέφυγε στη δικαιοσύνη, με τον Αλέφαντο να τιμωρείται με δίμηνο αποκλεισμό από τα γήπεδα και πρόστιμο 100.000 δραχμών.
Στον Ολυμπιακό μακροβιότερη ήταν η παραμονή του το 1994, που κάλυψε σχεδόν όλη τη χρονιά (Ιανουάριος–Οκτώβριος), αλλά το πρωτάθλημα της περιόδου 1993–94 κατέκτησε η ΑΕΚ.
Στη Θεσσαλονίκη, ως προπονητής του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή είχε αρκετά καλή πορεία (αν και για μικρό χρονικό διάστημα) και επαινέθηκε για το επιθετικό του ποδόσφαιρο. Ανέλαβε προπονητής του ΠΑΟΚ εν μέρει λόγω και της συμπάθειας και υποστήριξης του γνωστού οργανωμένου φιλάθλου Μάκη Μαυρομιχάλη («Μάκης ο μανάβης»).
Παρέλαβε τον Ηρακλή σε πολύ κακή κατάσταση (1 βαθμό στο πρωτάθλημα μετά από 6 ματς) και κατάφερε να δημιουργήσει μια αποτελεσματική και άκρως επιθετική ομάδα (σε διάταξη 3–4–3) με αιχμές τους Βασίλη Χατζηπαναγή, Λάκη Παπαϊωάννου, Δανιήλ Παπαδόπουλο, Δημήτρη Αδάμου και Κώστα Μαλουμίδη.
Η ομάδα πραγματοποίησε εξαιρετικές εμφανίσεις και κατάφερε να κερδίσει στη Θεσσαλονίκη και τους τρεις μεγάλους των Αθηνών, 3–1 τους Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό και 3–0 την ΑΕΚ, τερματίζοντας τελικώς στην 3η θέση του πρωταθλήματος (ισόβαθμος με την ΑΕΚ).
Ξεχωριστό κεφάλαιο στην προπονητική πορεία του Νίκου Αλέφαντου ήταν οι τρεις θητείες που είχε στον πάγκο του ΟΣΦΠ, της ομάδας που υποστηρίζει οπαδικά. Η πρώτη του θητεία ήταν από την 1η Δεκεμβρίου του 1983 μέχρι τις 12 Μαρτίου του 1984 (αγωνιστική περίοδος 1983-1984).
Η δεύτερη θητεία του ήταν η μεγαλύτερη χρονικά, από τις 27 Ιανουαρίου 1994 μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1994 (αγωνιστική περίοδος 1993-1994 και ξεκίνημα της περιόδου 1994-1995).
Αρκετοί διακεκριμένοι ποδοσφαιριστές έχουν μιλήσει με εξαιρετικά λόγια για την προπονητική αξία και τις γνώσεις του Νίκου Αλέφαντου.
Η δημόσια παρουσία του και οι αξέχαστες ατάκες του
Συχνές υπήρξαν τα τελευταία χρόνια οι εμφανίσεις του Νίκου Αλέφαντου στα ΜΜΕ, ενώ κατά καιρούς είχε πρωταγωνιστήσει και σε διαφημιστικά σποτ. Μιλούσε με μια γλώσσα λαϊκή, που είχε γαπηθεί από τον κόσμο. Χαρακτηριστικές ήταν οι εκφράσεις που συχνά χρησιμοποιούσε όπως «τα πάντα όλα», «το’ να, τ’ άλλο ξέρω γω», και «μάθε μπαλίτσα». Μιλάει πάντοτε με αυθόρμητο και αυθεντικό τρόπο και εκτός από ποδόσφαιρο ασχολείται πολύ συχνά και με πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα.
Το 1983 το λαϊκό μουσικό σχήμα «Τα παιδιά από την Πάτρα» κυκλοφόρησε δίσκο στον οποίο περιέχεται τραγούδι για τον Νίκο Αλέφαντο με τίτλο «Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι» που εξυμνεί το χαρακτήρα του Έλληνα προπονητή, μιλώντας παράλληλα και για αδικίες που έχει υποστεί.
cnn.gr