Τα μοντέρνα εστιατόρια της Νέας Υόρκης έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά: σερβίρουν πρωινό όλη την ημέρα, μένουν ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ, τα επιδόρπια είναι σπιτικά και δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη διακόσμηση και στην τοποθεσία.
Αυτή την εικόνα, προσιτή και οικεία, που δεν στερείται πολυτέλειας και ζεστής ατμόσφαιρας, συντηρούν και τα καταστήματα Carnegie Diner & Cafe. Ο Στάθης Αντωνακόπουλος είναι executive chef και ιδιοκτήτης της αλυσίδας Carnegie Diner & Cafe της Νέας Υόρκης, ο άνθρωπος που εδώ και αρκετά χρόνια κάνει πραγματικότητα το αμερικανικό όνειρο. Ξεκινώντας από ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, τη Λυκοποριά, αποφάσισε να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και κυνηγώντας τα όνειρά του.
Η συνάντησή μας έγινε στο Carnegie Diner & Cafe, το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του Midtown, στη γωνία της 7ης Λεωφόρου με την 57η οδό, δίπλα ακριβώς στο Σέντραλ Παρκ. Το δεύτερο κατάστημα της αλυσίδας του βρίσκεται στο Secaucus του New Jersey, ενώ σε λίγες μέρες θα είναι έτοιμο το καινούργιο εστιατόριο στη φημισμένη και πολυφωτογραφημένη Times Square. Από το 2019 είναι διευθύνων σύμβουλος της Carnegie Hospitality και σήμερα έχει καταφέρει να είναι ο ιδιοκτήτης καθώς και να διαχειρίζεται την Pizza & Shakes και την Carnegie Catering, μαζί με τα Organic Burger House, NYC Pancake House και NYC Pastrami House.
Το υπερατλαντικό ταξίδι του ξεκίνησε σε ηλικία 21 ετών, λίγο πριν από την αυγή του 21ου αιώνα. Όταν μιλάει είναι πολύ εκφραστικός, ρεαλιστής, προτιμά την αισιόδοξη οπτική για τη ζωή και του αρέσει η εργατικότητα
«Δεν σας κρύβω ότι την ημέρα που έφυγα από την Ελλάδα είχα πάρει μαζί μου μια μαύρη πέτρα από την παραλία του χωριού μου με σκοπό να την πετάξω στο αεροδρόμιο. Ήμουν τόσο αγανακτισμένος με την ελληνική πραγματικότητα που σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να επιστρέψω ποτέ. Είναι αλήθεια ότι η ιδέα της Αμερικής ήταν κάτι που με ενθουσίαζε από νεαρή ηλικία, ειδικά όσον αφορά τα πρότυπα υγιούς επιχειρηματικότητας.
Στην Ελλάδα, για να κάνεις το οτιδήποτε, χρειάζεσαι ακόμα μέσο, δηλαδή μια γνωριμία, μια διαμεσολάβηση. Στη Νέα Υόρκη οι νόμοι εφαρμόζονται και, κυρίως, υπάρχει, σε όλα τα επίπεδα αξιοκρατία. Συγχρόνως, αυτό που μου αρέσει στις ΗΠΑ είναι ότι έρχεσαι "κανένας" και μπορείς να πετύχεις τα πάντα μόνο με σκληρή δουλειά, όρεξη και ασίγαστο πάθος», επισημαίνει.
Όση ώρα διαρκεί η συζήτησή μας παρατηρώ τη διακόσμηση του εστιατορίου, της οποίας πηγή έμπνευσης αποτελεί το ξακουστό Carnegie Hall που βρίσκεται απέναντι. Όπως μου εξηγεί ο Στάθης Αντωνακόπουλος, η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένα σημείο που να αποτίνει φόρο τιμής σε όλους τους θρύλους της μουσικής που έπαιζαν εκεί, αφού το εστιατόριο ήταν πάντα το ιδανικό μέρος για πριν ή μετά από μια παράσταση. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να απολαύσει το φαγητό του περιτριγυρισμένος από μια εντυπωσιακή διακόσμηση στους τοίχους, εμπλουτισμένη με εικόνες διάσημων μουσικών απ’ όλα τα είδη, όπως η Μαρία Κάλλας και ο Φρανκ Σινάτρα, αλλά και να σταθεί σε ιστορικά εξώφυλλα του γνωστού περιοδικού «New Yorker».
Επίσης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι είναι τοποθετημένο κάτω από το ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας κτίριο διαμερισμάτων Osborne. Πρόκειται για μία από τις παλαιότερες πολυτελείς πολυκατοικίες στη Νέα Υόρκη και κατά καιρούς έχει φιλοξενήσει σπουδαίες προσωπικότητες.
Ο Στάθης Αντωνακόπουλος έχει μακρά ιστορία στον κλάδο της εστίασης και της φιλοξενίας, η οποία ξεκίνησε όταν, σε ηλικία 18 ετών, άρχισε να εργάζεται στο ξενοδοχείο και εστιατόριο του παππού του στην Ελλάδα. Τι θυμάται, όμως, από την πρώτη μέρα στη Νέα Υόρκη;
«Αρχικά, όταν έφτασα στο Μανχάταν, έπαθα πολιτισμικό σοκ. Ήταν το καλοκαίρι του 1999 και θυμάμαι ότι φορούσα μια φανέλα του Ολυμπιακού. Είχα ξεκινήσει από το Σέντραλ Παρκ για να πάω περπατώντας στο σημείο όπου βρίσκονταν οι Δίδυμοι Πύργοι. Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν συναρπαστικές, αφού συνειδητοποιούσα ότι βάδιζα στο κέντρο του κόσμου. Οι δυσκολίες που συνάντησα στη συνέχεια αφορούσαν όλα εκείνα που χρειαζόταν να γνωρίζω προκειμένου να ενταχθώ στην κουλτούρα και στο πνεύμα του τρόπου σκέψης των Νεοϋορκέζων. Στην πόλη αυτή δεν μπορείς να παρακάμψεις με τίποτα τους κανόνες και τις απαιτούμενες διαδικασίες για οποιοδήποτε θέμα», αφηγείται.
Σήμερα είναι απόφοιτος του Baruch College του CUNY με Bachelor in Operations Management and International Marketing και σπουδές MBA στην Ψυχολογία του Online Marketing από το NYIT στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, από την πρώτη ημέρα των σπουδών του δεν σταμάτησε να εργάζεται σε εστιατόρια της Αστόριας, ανεβαίνοντας σταδιακά όλα τα σκαλιά της ιεραρχίας και γνωρίζοντας όλα τα μυστικά κάθε πόστου που αναλάμβανε.
Το μικρόβιο τού είχε μπει για τα καλά, αφού στην Ελλάδα μαγείρευε με τη γιαγιά του, εκεί, δε, ξεκίνησε η αγάπη του για τη μαγειρική. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε στο Kellari Restaurant, όπου έγινε γενικός διευθυντής – το εστιατόριο που συνδέθηκε με το τελευταίο δείπνο του Ντομινίκ Στρος-Καν ως ελεύθερου πολίτη, λίγες ώρες πριν από τη σύλληψή του. Τέλος, το 2012 άνοιξε το δικό του εστιατόριο με τον τίτλο STIX.
Ο ίδιος έχει φροντίσει να εμφυσήσει στο προσωπικό του την ιδέα ότι οι επισκέπτες δεν είναι πελάτες αλλά καλεσμένοι. Και, πράγματι, όλοι στο εστιατόριο είναι ιδιαίτερα φιλικοί και εξυπηρετικοί, ενώ, όπως ξεκαθαρίζει: «Η φιλοσοφία μου στηρίζεται στο ότι κάθε μαγαζί το αισθάνομαι σαν το σπίτι μου στο οποίο καλώ κόσμο, γι’ αυτό και μας αρέσει να σερβίρουμε στους επισκέπτες μας τα καλύτερα υλικά, όπως θα τα μαγειρεύαμε στο σπίτι μας». Κάπως έτσι, λοιπόν, έχει καταφέρει να γνωρίσει εμπορική επιτυχία αλλά και την αποδοχή από το απαιτητικό νεοϋορκέζικο κοινό.
Τις μέρες που συναντηθήκαμε βρισκόταν σε πυρετώδεις προετοιμασίες για το νέο του κατάστημα στην καρδιά του Μανχάταν, στην εμβληματική Times Square. «Πρόκειται για ένα μεγάλο εγχείρημα το οποίο στην Αμερική έχεις τη δυνατότητα να το ζήσεις. Εδώ, αν θες να δουλέψεις σκληρά, θα πετύχεις, γι’ αυτό το βασικό μου μότο είναι: “Sky is the limit, the limit is the sky”. Δεν είναι εύκολο να ανοίξεις ένα εστιατόριο στην πιο κεντρική περιοχή του Μανχάταν, αλλά πάντοτε πίστευα ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Χρειάστηκαν εγκρίσεις μηνών, εκτέλεση ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος και φυσικά ένα budget το οποίο άγγιξε το ένα εκατομμύριο δολάρια.
Ωστόσο, είμαστε πάρα πολύ ενθουσιασμένοι με τον συνέταιρό μου Παναγιώτη Ξενόπουλο για τη νέα άφιξη, η οποία θα είναι έτοιμη στα τέλη Μαΐου, ενώ ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός φέρει την υπογραφή της Άντζελας Αντωνακοπούλου.
Είναι γεγονός ότι μετά την πανδημία έγινε ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα στον χώρο της εστίασης στη Νέα Υόρκη. Πολλά μαγαζιά έκλεισαν διαπαντός, αλλά αυτό ωφέλησε την πόλη γιατί είχαν ανοίξει καταστήματα τα οποία δεν σέρβιραν καλό φαγητό. Επομένως, ευελπιστούμε ότι αυτό το μαγαζί θα γίνει μια αγαπημένη συνήθεια των κατοίκων και επισκεπτών της Νέας Υόρκης».
Πολλές φορές το Carnegie Diner στην Έβδομη Λεωφόρο έχει υποδεχθεί στους άνετους καναπέδες του αστέρες τους Χόλιγουντ, γνωστούς πολιτικούς αλλά και καλλιτέχνες λόγω της γειτνίασής του με το Carnegie Hall.
«Θυμάμαι, πριν από λίγο καιρό, όταν έγινε μια μεγάλη ελληνική συναυλία-αφιέρωμα στη μνήμη του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη στο εμβληματικό θέατρο της Νέας Υόρκης, μετά το τέλος της όλοι οι συντελεστές ήρθαν στο μαγαζί μας και κάθισαν όλο το βράδυ. Επίσης, είχα τη χαρά και την τιμή να γευματίσουν εδώ ο σπουδαίος Έλληνας σολίστας Λεωνίδας Καβάκος, ο πρώην ομοσπονδιακός μας προπονητής Ότο Ρεχάγκελ αλλά και πολιτικοί όπως ο φιλέλληνας πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο».
«Η φιλοσοφία μου στηρίζεται στο ότι κάθε μαγαζί το αισθάνομαι σαν το σπίτι μου στο οποίο καλώ κόσμο, γι’ αυτό και μας αρέσει να σερβίρουμε στους επισκέπτες μας τα καλύτερα υλικά, όπως θα τα μαγειρεύαμε στο σπίτι μας»
Όση ώρα βρίσκομαι εκεί, το σύγχρονο αμερικανικό εστιατόριο είναι συνεχώς γεμάτο κόσμο και διαθέτει ένα εντυπωσιακό μενού, από ένα πλούσιο πρωινό μέχρι μια μεγάλη ποικιλία από σαλάτες, μπιφτέκια, φαγητά, μπριζόλες, πιάτα με ζυμαρικά και επιδόρπια, σπανακόπιτα, ακόμη και κοκτέιλ.
«Λατρεύω την κλασική αμερικανική κουζίνα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα υπέροχο μπιφτέκι, ένα σάντουιτς κοτόπουλο BLT ή ένα pastrami on rye. Φυσικά, όλα επιστρέφουν στη μεσογειακή μου κληρονομιά και στην ελληνική κουζίνα, γι’ αυτό και επιμένω σε βασικά συστατικά όπως το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, η φέτα και η ρίγανη».
Στο σημείο αυτό τον ρωτώ τι έχει αλλάξει στον χώρο της εστίασης όλα αυτά τα χρόνια. «Η πιο σημαντική μεταβολή αφορά τα νέα δεδομένα που συνοδεύουν τα εστιατόρια. Ουσιαστικά, έχουμε γίνει όλοι όμηροι των σχολίων σε δημοφιλείς πλατφόρμες. Όλοι δηλαδή μπορούν να γράψουν μια κριτική χωρίς να διαθέτουν το υπόβαθρο να το κάνουν, είτε καλοπροαίρετα είτε κακοπροαίρετα.
Καθημερινά, με τους 200 υπαλλήλους μας, δίνουμε έναν αγώνα χωρίς να υπάρχει περιθώριο λάθους. Ένα καλό εστιατόριο ξεχωρίζει ως κορυφαίο όταν ανταγωνίζεται διαρκώς τον εαυτό του, καθώς και όταν δείχνει σεβασμό στην ποιότητα της πρώτης ύλης.
Από την άλλη, αυτός είναι και ένας λόγος για να βελτιωθεί σημαντικά η ποιότητα στα εστιατόρια. Μόνο στο κατάστημα το οποίο βρισκόμαστε τρώνε καθημερινά 1.200 άτομα και εβδομαδιαίως αγγίζουμε τα 8.000. Στη Νέα Υόρκη ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος και απαιτεί διαρκή εγρήγορση, ποιότητα και ειλικρίνεια», αναφέρει.
Και συμπληρώνει: «Κάτι άλλο που επίσης έχει αλλάξει στον γαστρονομικό χώρο είναι το θέμα της επώνυμης κριτικής. Η δημοσιότητα για μένα δεν είναι αυτοσκοπός. Ωστόσο, αν δεν αξίζεις, δεν πρόκειται να σου γράψει κάποιος καλή κριτική. Ξέρετε, υπάρχει κι ένας μετασχηματισμός λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κάποτε θα επιδίωκα πάρα πολύ μια καλή κριτική που θα μου έγραφαν οι "New York Times", ενώ στις μέρες μας θα με βοηθήσει πάρα πολύ μια δημοσίευση ενός δημοφιλούς influencer με εκατομμύρια ακολούθους σε Instagram ή TikTok, διότι ο αντίκτυπος για τα μαγαζιά μας είναι πολύ μεγαλύτερος. Σήμερα παρατηρούμε ότι κυριαρχούν νέα πρότυπα, χρησιμοποιούνται δηλαδή πολυάριθμα εργαλεία γαστρονομικού μάρκετινγκ».
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ για την τέχνη της γαστρονομικής δημιουργίας αλλά και για το δικό του success story στη Νέα Υόρκη. Κι εκείνος καταλήγει: «Το ζήτημα για μένα είναι να μπορείς να είσαι τολμηρός, πρωτοπόρος, έξυπνος, επίμονος, να διακατέχεσαι από αξίες και αρχές. Και, κυρίως, ν’ αγαπάς παθιασμένα αυτό που κάνεις. Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι αν δεν πετύχεις στη Νέα Υόρκη, δεν μπορείς να πετύχεις πουθενά. Και για να θυμηθώ και το τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα: "I'm gonna make a brand new start of it. In old New York and if I can make it there, I'll make it practically anywhere. It's up to you"».