Νίκος Παπαδογιάννης : Εμείς θα ζήσουμε και ας είμαστε φτωχοί

Τόση μπάλα, τόση μούγκα και τέτοια ασέλγεια ενάντια στα ιερά και στα όσια του λαού μας είχαμε να ζήσουμε από την επταετία.

 

Την τηλεόραση του σπιτιού μου την έχω μόνιμα στο «OFF», με εξαίρεση τα συνδρομητικά κανάλια όταν δείχνουν καμιά καλή ευρωπαϊκή ταινία ή κάποιο ματς που οφείλω να δω.

 

Οπότε, δεν πήρα είδηση την «είδηση» για τον ψευτοβασιλικό γάμο που έγινε στο Βυζαντινό Μουσείο ούτε για το τρικούβερτο γλέντι που τον συνόδευσε.

 

Όταν τα τσακίρικα ματάκια μου είδαν στο Twitter το βίντεο με τα πριγκιπόπουλα να χορεύουν τη «Δραπετσώνα», του Μίκη Θεοδωράκη, το πέρασα για κακόγουστο τρολάρισμα.

 

Ακόμα και για τα δεδομένα της μισοπεθαμένης χώρας όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, η ιδιοποίηση ενός καθαγιασμένου άσματος από τον εσμό των αργόσχολων κηφήνων με το δήθεν γαλάζιο αίμα ακουγόταν παρατραβηγμένη στο όριο του εξωφρενικού. Και όμως, το στιγμιότυπο είναι αληθινό.

 

Σαν να μην έφτανε η βάναυση καταπάτηση ενός μουσείου γεμάτου με πολύτιμα κειμήλια του τόπου, ήρθαν οι τζιτζιφιόγκοι και οι καρακαηδόνες να μολύνουν ένα από τα ιερά τραγούδια της προσφυγιάς, της φτωχολογιάς και του ελληνισμού.

 

6322563

 

Θεοδώρα Γλύξμπουργκ και Μάθιου Κουμάρ: Ο γάμος τους

 

«Εμείς θα ζήσουμε και ας είμαστε φτωχοί», τραγουδούσαν χωρίς αιδώ οι ευτυχείς νεόνυμφοι και οι ατσαλάκωτοι συνδαιτυμόνες. Υποθέτω ότι η δεξίωση γινόταν σε υπαίθριο χώρο, ειδάλλως θα έπεφτε το ταβάνι να τους πλακώσει, τους Γλύξμπουργκ και τους γλύψμπουργκ. Το έφτιαχναν γερά κάτι τέτοια κτίρια, τον παλιό καλό καιρό.

 

Το τραγούδι γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, που συμπτωματικά είναι ο αγαπημένος μου ποιητής. Οι πληγές του εμφύλιου πολέμου παρέμεναν ορθάνοιχτες και εξελίσσονταν σε σπινθήρα πολιτικού διχασμού.

 

Όπως διαβάζω σε παλαιότερα δημοσιεύματα, «τα πιόνια της νοσηρής σκακιέρας» ήταν η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, η αριστερή ΕΔΑ και κάτι που σιγά σιγά έπαιρνε μορφή παρακράτους. Εννοείται, και το Παλάτι. Ίντριγκα χωρίς Παλάτι δεν γινόταν.

 

Εκείνη τη ζοφερή εποχή, δρομολογήθηκε ο βίαιος «εκσυγχρονισμός» των μεγαλουπόλεων με τις πρώτες πολυκατοικίες να ανεγείρονται, αφού προηγουμένως είχαν γκρεμιστεί τα παραγκόσπιτα που έπιαναν χώρο. Αυτή ήταν η νέα πραγματικότητα των ανθρώπων της Δραπετσώνας και άλλων φτωχικών συνοικιών του Πειραιά και της Αθήνας.

 

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους:

 

«Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός

Κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός.

Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά

Εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά.

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή

Μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή.

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας.

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου.

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά

Στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά,

Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός

Κάθε παράθυρό του κι ουρανός.

Κι όταν ερχόταν η βραδιά

Μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά.

Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά.

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας.

Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.

Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου.

Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.»

 

Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγήθηκε σε κάποια συνέντευξή του τον …τοκετό του περίφημου τραγουδιού το 1960:

 

«Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κονσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω.

 

Tου άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το “Mάνα μου και Παναγιά”.

 

Για να βγει σε δίσκο, όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το ‘‘ζευγαρώσουμε’’, διότι τότε βγαίνανε οι δίσκοι μικροί, με δύο τραγούδια ο καθένας. Ο αδελφός μου είχε προτείνει να γράψω ένα τραγούδι για τα γεγονότα της εποχής.

 

Τότε η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση.

 

Για εκείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής ή θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια».

 

Και συνέχισε, ο μακαριστός Μίκης: «Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την “Kολούμπια” για φωνοληψία τού “Mάνα μου και Παναγιά”, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση για τη “Δραπετσώνα”, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά.

 

Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Tο ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Έτσι βγήκαν τα δύο τραγούδια σ’ ένα 45άρι».

 

Στην πρώτη εκτέλεση τραγουδάει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, στη συγκλονιστικότερη ερμηνεία της συγκλονιστικής καριέρας του, ενώ μπουζούκι παίζει ο Μανώλης Χιώτης. Ναι, αυτόν τον ύμνο διάλεξαν οι μυαλοφυγόδικοι πρίγκιπες για να ντύσουν μουσικά τον γάμο τους.

 

 

Χωρίς ντροπή και χωρίς αισχύνη. Εκτός βέβαια και αν ήταν στιγμιαία έμπνευση της ορχήστρας, για να τους τρολάρει την ομήγυρη! Πόσοι από τους συγγενείς και καλεσμένους γνώριζαν ελληνικά και πόσοι καταλάβαιναν το νόημα των στίχων; Καλά καλά, ούτε οι Έλληνες.

 

Τα προσωπικά μου αντανακλαστικά χτύπησαν κόκκινο λίγες μέρες νωρίτερα, όταν στο ημίχρονο κάποιου αγώνα μπάσκετ από αυτούς που λόγω δουλειάς είμαι αναγκασμένος να παρακολουθήσω άκουσα τη «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» να ντύνει με τις νότες του Λουκά Θάνου τη διαφήμιση κάποιας εταιρίας στοιχήματος.

 

Να ακούς «έχει η πλάση κοκκινίσει» και να βλέπεις κάτι τύπους με ερυθρόλευκα κοντοβράκια να κλωτσάνε μια μπάλα! Πείτε μου, δεν είναι χειρότερο και από το ατόπημα των βασιλοφρόνων;

 

Βεβαίως, είχε προλάβει εδώ και χρόνια να ασχημονήσει πάνω στους αλληγορικούς στίχους του Κώστα Βάρναλη (1956) ο φοβερός Νότης Σφακιανάκης, γνωστός για τις φιλοχρυσαυγίτικες θέσεις του. Αφού δεν τον κατάπιε ούτε αυτόν η γης, ως όφειλε, γιατί να καταπιεί τους μπαλαδόρους και τις εταιρίες του τζόγου;

 

Ο μπαρμπα-Κώστας ο Βάρναλης, ο ποιητής του μόχθου, είχε αποθεώσει τον υπομονετικό και καρτερικό άνθρωπο με στίχους που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν σατιρικοί και λίγο αστείοι.

 

Ωστόσο, αγγίζουν ευαίσθητες χορδές όσων έχουν τέτοιες και φέρνουν μαζί τους μία υποδόρια απειλή, κρυμμένη στο επιμύθιο του ποιήματος, στην τελευταία του στροφή. «Αν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».

 

Το τραγούδησε καταπληκτικά το 1974 ο Νικολής ο Ξυλούρης, ο αρχάγγελος της Κρήτης,

 

 

και συντάραξε τις καρδιές όλων των Ελλήνων. Ή τουλάχιστον, έτσι θα ‘πρεπε. To ποίημα του Βάρναλη αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους. To μελοποιημένο μέρος είναι αυτό που ακολουθεί:

 

«Δε λυγάνε τα ξεράδια

και πονάνε τα ρημάδια!

Kούτσα μια και κούτσα δυο,

της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·

ούλοι: δούλοι, αφεντικό

και μ’ αφήναν νηστικό.

Aνωχώρι, Kατωχώρι,

ανηφόρι, κατηφόρι

και με κάμα και βροχή,

ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι

σήκωσα όλο το νταμάρι

κ’ έχτισα, στην εμπασιά

του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζεβγάρι με το βόδι

(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)

όργωνα στα ρέματα

τ’ αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ’ “όλα για όλα”

κουβαλούσα πολυβόλα

να σκοτώνονται οι λαοί

για τ’ αφέντη το φαΐ.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει

κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει

κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ

σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

Σε άλλη θάλασσα, σε άλλη γη, άλλος ήλιος έχει βγει. Να σκοτώνονται οι λαοί, για του αφέντη το φαΐ.

 

Το πιάσατε το υπονοούμενο ή να σας το κάνω πενηνταράκια για να τα παίξετε στο στοίχημα; Γι’ αυτό σας λέω, σε εσάς εκεί έξω, βγάλτε τον σκασμό.

 

Ασχοληθείτε με τα ξεράδια τα ποδάρια των ποδοσφαιριστών, φάτε κουφέτα μαζί με τους χλεχλέδες της έκπτωτης αυλής και αφήστε ήσυχα τα πετράδια της μουσικής και της ποίησης.

 

Ντύστε τις διαφημίσεις και τα γλεντοκόπια σας με Σαμπάνη ή ξέρω γω με Ρακιντζή.

 

Ή και με Νότη, που να πάρει ο διάβολος, να ταιριάζει και με την αισθητική των αργυρώνητων καναλιών που στρώνουν κόκκινο χαλί και σας φιλοξενούν.

 

Όπως διάβασα σε έναν τοίχο της Αθήνας, όχι πολύ μακριά από το Βυζαντινό Μουσείο: «Τόση μπάλα και τόση μούγκα είχαμε να δούμε από τη Χούντα».

 

Νίκος Παπαδογιάννης