Λεϊσμανίαση : Η τροπική νόσος που εξαπλώνεται ραγδαία και η Ευρώπη δεν είναι καθόλου προετοιμασμένη

Τις τελευταίες δεκαετίες, καταγράφεται στην Ευρώπη μια ανησυχητική αύξηση των περιπτώσεων τροπικών ασθενειών που μεταδίδονται από κουνούπια, όπως ο δάγκειος πυρετός και η ελονοσία. Το κλίμα επηρεάζει άμεσα την εξάπλωση και την κατανομή των εντόμων που μεταδίδουν παθογόνα, καθώς ο κύκλος ζωής και η επιβίωσή τους συνδέονται με τη θερμοκρασία και την υγρασία.

 

Η λεϊσμανίαση είναι μία από τις τροπικές ασθένειες που εξαπλώνεται λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των παραμελημένων τροπικών ασθενειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Πρόκειται για μια ομάδα παθήσεων που προκαλούνται από το παράσιτο Leishmania infantum, που μεταδίδεται από το τσίμπημα των αμμόμυγων. Αυτά τα έντομα είναι μικρότερα και πιο τριχωτά από τα κουνούπια.

 

Η λεϊσμανίαση έχει μια σειρά από διαφορετικά συμπτώματα. Στη δερματική τους μορφή, η νόσος προκαλεί πληγές στο δέρμα που μπορεί να εξελιχθούν σε επώδυνα έλκη και η βλεννογονοδερματική παραλλαγή, επηρεάζει τις μεμβράνες της μύτης, του στόματος και του λαιμού, προκαλώντας πληγές.

 

Λεϊσμανίαση: Η τροπική νόσος που εξαπλώνεται ραγδαία και η Ευρώπη δεν είναι καθόλου προετοιμασμένη

 

Ωστόσο, η πιο σοβαρή είναι η σπλαχνική μορφή, η οποία επηρεάζει εσωτερικά όργανα όπως το ήπαρ και ο σπλήνας, προκαλώντας πυρετό, απώλεια βάρους και αναιμία. Εάν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να προκαλέσει μέχρι και θάνατο.

 

Σε αντίθεση με άλλες τροπικές λοιμώξεις, είναι παρούσα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης ως ζωονόσος, που σημαίνει ότι μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω της επαφής με ζώα. Ενας από τους φορείς του παρασίτου είναι οι σκύλοι. Τα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο είναι τα μικρά παιδιά και ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς.

 

Τρομακτική εξάπλωση στην Ευρώπη

 

Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων σε περιοχές της Ευρώπης όπου η νόσος είναι ενδημική, όπως η Πορτογαλία, η Βόρεια Ιταλία, η Ελλάδα και τα Βαλκάνια.

 

Ωστόσο, μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) αποκάλυψε ότι δεν είναι υποχρεωτική η αναφορά περιπτώσεων λεϊσμανίασης σε όλες τις χώρες με τοπικά μεταδιδόμενα κρούσματα και ότι λίγες χώρες παρακολουθούν ή ελέγχουν λοιμώξεις σε ζώα ή ανθρώπους.

 

Η έλλειψη προετοιμασίας εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχουν συμβάλλει σημαντικά στην εξάπλωση της νόσου. Η αύξηση των κρουσμάτων έχει συνδεθεί άμεσα με την υπερθέρμανση του πλανήτη: εκτιμάται ότι μια μέση αύξηση κατά ένα βαθμό της θερμοκρασίας του αέρα οδηγεί σε σημαντική αύξηση των κρουσμάτων λεϊσμανίασης.

 

Οι θερμότερες συνθήκες αυξάνουν την επιβίωση και την κινητικότητα των αμμομυγών, την πυκνότητα των πληθυσμών τους, τον αριθμό των δαγκωμάτων και την ανάπτυξη του παρασίτου μέσα σε αυτές. Τα πιο ζεστά καλοκαίρια παρατείνουν την περίοδο μετάδοσης και τον κίνδυνο μόλυνσης των ξενιστών, είτε είναι άνθρωποι είτε σκύλοι.

 

Η υπερθέρμανση του πλανήτη ενθαρρύνει επίσης τη μετακίνηση πληθυσμών προς τα βόρεια, οδηγώντας σε τοπική μετάδοση από εισαγόμενα κρούσματα σε περιοχές όπου η ασθένεια δεν ήταν προηγουμένως ενδημική. Επί του παρόντος, οι αμμόμυγες είναι ήδη διαδεδομένες σε όλη την Ιβηρική Χερσόνησο, τη βόρεια Ιταλία και τα Βαλκάνια, αλλά έχουν φτάσει μέχρι τη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια αναμένεται δε περαιτέρω εξάπλωση.

 

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι στην πραγματικότητα η μετακίνηση εκατομμυρίων τουριστών από τα βόρεια προς τις ακτές της Μεσογείου. Αυτό δεν επηρεάζει μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα κατοικίδια: ένας μεγάλος αριθμός μολυσμένων σκύλων ζει σε μη ενδημικές περιοχές και μπορεί να γίνει η πηγή του παρασίτου που δημιουργεί τη μετάδοση.

 

Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την άνοδο της λεϊσμανίασης στην Ευρώπη είναι η αύξηση του αριθμού των ανοσοκατεσταλμένων ατόμων. Όπως στη δεκαετία του 1990, όταν η ταυτόχρονη λοίμωξη με HIV και Leishmania οδήγησε σε αναζωπύρωση της λεϊσμανίασης στη νότια Ευρώπη, πολλές νέες περιπτώσεις συναντώνται σε άτομα που έχουν προχωρήσει σε μεταμόσχευση οργάνων ή λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Αυτές οι συνθήκες αυξάνουν την ευαισθησία τους στην ανάπτυξη της νόσου σε περίπτωση μόλυνσης.

 

Για παράδειγμα, επιδημία λεϊσμανίασης εντοπίστηκε στη Σουηδία μεταξύ ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί τις ακτές της Μεσογείου, υπογραμμίζοντας το υψηλό ποσοστό μετάδοσης. Χωρίς αυτή την ευαλωτότητα των ασθενών, οι εν λόγω περιπτώσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν περάσει εντελώς απαρατήρητες.

 

Μια επιπλέον απειλή είναι η φαινομενικά αυξανόμενη αντίσταση του παρασίτου στις λίγες διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες. Στην Ευρώπη, είναι σύνηθες να θεραπεύονται σκύλοι που πάσχουν από λεϊσμανίαση, αλλά η θεραπεία δεν είναι πάντα επιτυχής και τα ζώα μπορεί να υποτροπιάσουν. Αυτό οδηγεί το παράσιτο να αναπτύξει αντίσταση με την πάροδο του χρόνου, η οποία επηρεάζει επίσης τη θεραπεία στον άνθρωπο.

 

Αλλαγή νοοτροπίας

 

Πρέπει να καταλάβουμε ότι η λεϊσμανίαση είναι μια αυξανόμενη ανησυχία για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη, επισημαίνει το δημοσίευμα του Conversation. Επομένως, η λήψη μέτρων για τη μείωση και τον έλεγχό της είναι επιτακτική.

 

Τα μέτρα περιλαμβάνουν την παρακολούθηση των περιπτώσεων σε ανθρώπους και σκύλους και την επιτήρηση της εξάπλωσης των αμμομυγών, της αντίστασης του παρασίτου στα φάρμακα και της εμφάνισής του σε προηγουμένως μη ενδημικές περιοχές.

 

Οι κυβερνήσεις έχουν την ευκαιρία να λάβουν προληπτικά, αντί για αντιδραστικά, μέτρα. Αυτό θα τους επιτρέψει να περιορίσουν την εξάπλωση της ασθένειας και να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις όποιες προκλήσεις.