Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα που απασχολούν τους ενδοκρινολόγους. Ενώ η συχνότητα των όζων παλιότερα με την ψηλάφηση υπολογιζόταν στο 5%-7% του πληθυσμού, σήμερα με το υπερηχογράφημα η συχνότητά τους αγγίζει σχεδόν το 80% (20%-76%). Επιπλέον, στο 20%-48% των ασθενών που έχουν έναν ψηλαφητό όζο, με το υπερηχογράφημα διαπιστώνονται περισσότεροι του ενός όζοι.
Τι είναι ο όζος του θυρεοειδούς και γιατί πρέπει να μας απασχολεί;
Όζος είναι μια τοπική διόγκωση του θυρεοειδούς. Μπορεί σε έναν θυρεοειδή να υπάρχει ένας ή και περισσότεροι όζοι και τότε μιλάμε για πολυοζώδη βρογχοκήλη. Σε κάθε περίπτωση όζου του θυρεοειδούς είναι απαραίτητη μια πολύ συστηματική κλινική και εργαστηριακή διερεύνηση.
Τι πρέπει να μετράμε
Η σημαντικότερη εξέταση είναι ο προσδιορισμός της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSΗ). Η ορμόνη αυτή ελέγχει τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Αυξάνεται πολύ όταν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί και μειώνεται πολύ, σχεδόν εξαφανίζεται όταν ο θυρεοειδής υπερλειτουργεί. Αν τη βρούμε χαμηλή σε όζο του θυρεοειδούς ή σε πολυοζώδη βρογχοκήλη, τότε η πιθανότητα αυτονομίας και υπερλειτουργίας των όζων είναι μεγάλη και αυτό θα φανεί μόνο με το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς.
Χρήσιμη είναι ακόμα η μέτρηση των ορμονών που παράγει ο θυρεοειδής, της θυροξίνης (Τ4), της τριιωδοθυρονίνης (Τ3) και της καλσιτονίνης (CT). Πρέπει ακόμα να προσδιορίσουμε τα αντιθυρεοειδικά αυτοαντισώματα (αντιΤPO και αντιTG) τα οποία μας δείχνουν αν υπάρχει αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (Hashimoto). Αν βρεθεί χαμηλή TSH, τότε πρέπει να προσδιορίσουμε και τα αντισώματα έναντι των υποδοχέων της TSH (TRab ή TSI).
Καμιά φορά μπορεί να υπάρχει μέσα στον θυρεοειδή αδένωμα παραθυρεοειδούς, που μοιάζει με όζο θυρεοειδούς. Γι’ αυτό πρέπει να προσδιορίζεται και η παραθορμόνη (PTH), καθώς και το ασβέστιο (Ca) και ο φώσφορος (P) αίματος.
Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης (TG) δεν χρειάζεται στους όζους του θυρεοειδούς προεγχειρητικά, ενώ είναι πολύτιμη για τη μετεγχειρητική παρακολούθηση.
Οι απεικονιστικές μέθοδοι
Το υπερηχογράφημα είναι η βασική εξέταση για τους όζους του θυρεοειδούς.
Υπερηχογράφημα πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς στους οποίους βρέθηκε τυχαία κάποιος όζος , σε όλους όσοι βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για την εμφάνιση καρκίνου και σε όσους υπάρχει ψηλαφητός όζος ή ψηλαφητός λεμφαδένας. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε τη θέση, το μέγεθος, το σχήμα, τα όρια, τη σύσταση, το περιεχόμενο, την ηχογένεια και την αγγείωση των όζων.
Βέβαια το υπερηχογράφημα δεν είναι αρκετό για όλες τις περιπτώσεις, γι’ αυτό συχνά είναι απαραίτητη η παρακέντηση του όζου.
Το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς χρειάζεται όταν η TSHείναι χαμηλή ή ακόμα και όταν η TSH είναι φυσιολογική, αλλά υπάρχει ιωδοπενία.
Η αξονική τομογραφία (CT) και η μαγνητική τομογραφία (MRI) δεν χρειάζονται στη διερεύνηση των όζων του θυρεοειδούς, παρά μόνο πολύ σπάνια, αν υπάρχουν πιεστικά συμπτώματα για να διαπιστωθεί η πίεση ή η απόφραξη, της τραχείας, του οισοφάγου κ.λπ.
Ποιους όζους πρέπει να παρακεντούμε;
Μια παράμετρος που θεωρείται σημαντική είναι η διάμετρος του όζου. Παρακεντούμε, λοιπόν, τους όζους που έχουν διάμετρο πάνω από 10 χιλ. Παρακεντούμε όμως και όζους ασχέτως διαμέτρου, αν στο ιστορικό ή στο υπερηχογράφημα υπάρχουν ευρήματα επέκτασης του όζου ή λεμφαδένες ή αν υπάρχει ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς στην οικογένεια (PTC, MTC, MEN2, ή προηγούμενη εγχείρηση), επίσης αν υπάρχει αυξημένη καλσιτονίνη. Ακόμα παρακεντούμε όζους μικρότερους από 10 χιλ. αν στο υπερηχογράφημα υπάρχουν δύο ή περισσότερα κριτήρια ύποπτα για καρκίνο. Βέβαια αξίζει να επαναλάβουμε ότι δεν παρακεντούμε τους θερμούς όζους.
Αν έχουμε πολυοζώδη βρογχοκήλη, θα πρέπει να επιλέξουμε με προσοχή τους όζους που θα παρακεντήσουμε, ΟΧΙ μόνο τον επικρατούντα όζο. Σπάνια παρακεντούμε πάνω από δύο όζους. Αν έχουμε θερμές περιοχές στο σπινθηρογράφημα, δεν τις παρακεντούμε. Αν υπάρχουν λεμφαδένες, ψηλαφητοί ή ύποπτοι στο υπερηχογράφημα, παρακεντούμε και αυτούς.
Αν ο όζος έχει κυστική εκφύλιση, τότε παρακεντούμε το συμπαγές στοιχείο και στέλνουμε στον κυτταρολόγο και το απορροφηθέν υγρό. Μεγάλη σημασία έχει η πείρα του ιατρού που εξετάζει το δείγμα. Χρήσιμη είναι ακόμα η συνεργασία κυτταρολόγων για την αξιολόγηση της απάντησης.
Το δείγμα είναι διαγνωστικό αν περιέχει τουλάχιστον έξι ομάδες επιθηλιακών θυρεοειδικών κυττάρων (10 κύτταρα ανά ομάδα).
Η απάντηση που παίρνουμε κατατάσσεται σε πέντε κατηγορίες:
- Μη διαγνωστικό (ανεπαρκές υλικό)
- Καλόηθες
- Θυλακιώδεις βλάβες (Θυλακιώδη νεοπλάσματα, Hürthlecells, Θυλακιώδης ποικιλία του Θηλώδους καρκίνου – PTC, Θυλακιώδης βλάβη/ατυπία αδιευκρίνιστης σημασίας (FLUS)
- Ύποπτο
- Κακόηθες
Βέβαια μπορεί να έχουμε ένα αποτέλεσμα «ψευδώς αρνητικό» ή «ψευδώς θετικό». Όλα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν από τον Ενδοκρινολόγο για να αποφασίσει τη θεραπεία.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΙΑΤΡΟΣ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟΣ
ΠΑΙΔΩΝ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΩΝ