H Google τιμά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με το σημερινό Doodle

Η Google επέλεξε στο Doodle της να τιμήσει τον Κολομβιανό μυθιστοριοφράφου,  Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, καθώς σήμερα συμπληρώνονται 91 χρόνια από την γέννηση του.

 

 

Γεννημένος στις 6 Μαρτίου του 1927 στην πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας, ο συγγραφέας του δημοφιλούς «Εκατό χρόνια μοναξιάς» (1967) και του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985) ήταν γιος του φαρμακοποιού Γκαμπριέλ Γκαρσία και της Λουίζα Μάρκες, κόρης στρατιωτικού.

 

Ο μικρός Γκάμπριελ ή αλλιώς Γκαμπίτο, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, μεγάλωσε  με τον παππού του και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία, και βετεράνο του (εμφυλίου) πολέμου των Χιλίων ημέρων και την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες.

 

Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση, καθώς εώς τα δέκα του χρόνια μεγάλωσε ακούγοντας παραμύθια και ιστορίες για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν. Αυτές θα καθορίσουν τρόπον τινά τη φαντασία του και θα αποτελέσουν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του. Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. 

 

Ο Μάρκες θα πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του αργότερα: οτι τα «100 χρόνια μοναξιά» πήγασαν από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οτι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν ο παππούς, η γιαγιά και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες», ότι απο τότε που πέθανε ο παππούς του δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως οτι είχε γράψει ως τότε το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γινει 8 χρονών. 

 

Αν και καθόλου μελετηρός στο κολλέγιο των Ιησουιτών «Σαν Χοσέ» της Μπαρανκίλια κατάφερνε να είναι από τους πρώτους μαθητές, μάλιστα το 1942 του απονεμήθηκε και μετάλλιο αριστείου. Το 1943 θα δώσει εξετάσεις στο Υπουργείο Παιδείας για τον «Εθνικό διαγωνισμό υποτροφιών». Θα περάσει στις εξετάσεις, πράγμα που θα του επιτρέψει να πάρει μια υποτροφία για να φοιτήσει τα επόμενα 6 χρόνια, ως εσωτερικός στο «Εθνικό Λύκειο Αρρένων» της Σιπακιρά.

 

Το Δεκέμβριο του 1944 θα έχει τη χαρά να δει δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό ένθετο της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας Ελ Τιέμπο ποίημά του, «Το τραγούδι», ένα ποίημα- θρήνος για το θάνατο μιας φίλης του, ενώ το 1945 θα γράψει το πρώτο του διήγημά με τίτλο «Ιδεοληπτική Ψύχωση». 

 

Τον Φεβρουάριο του 1947 άρχισε τη φοίτησή του στην Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου στη Μπογκοτά, όντας σίγουρος πως το μόνο που δεν ήθελε ήταν να γίνει δικηγόρος. Τον Μάη του 1948 και αφού η Μπογκοτά ήταν πλέον μια κατεστραμμένη πόλη εξαιτίας των πολύνεκρων ταραχών που είχαν ξεσπάσει, - ταραχές που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως Bogotazo - θα μετακομίσει στην Καρταχένα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Νομική σχολή, όπως δικαιολογήθηκε στους γονείς του. Εκεί γνωρίστηκε με τους συντάκτες της εφημερίδας El Universal στην οποία άρχισε να αρθρογραφεί έχοντας μια δική του στήλη, με τίτλο «Τελεία και Παύλα», σποραδικά μέχρι και το 1950.

 

Κερδίζει βραβείο για το έργο του «Μια μέρα μετά το Σάββατο», και δημοσιεύει τα «Ανεμοσκορπίσματα». Το 1955 η εφημερίδα τον έστειλε στην Ευρώπη όπου ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια και είδε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

 

Το 1958 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε δύο γιους.

 

Η επανάσταση στην Κούβα την Πρωτοχρονιά του 1959 ήταν ένα μεγάλο γεγονός στη ζωή και του Μάρκες. Στις 17 Ιανουαρίου ο Μάρκες και ο Μεντόσα θα επισκέπτονταν την επαναστατημένη Κούβα ύστερα από πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο στους δημοσιογράφους.

 

Τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1959 η οικογένεια επέστρεψε στην Κολομβία και συγκεκριμένα στη Μπογκοτά όπου οι δύο φίλοι και δημοσιογράφοι ανέλαβαν την ίδρυση και λειτουργία του «Λατινοαμερικάνιου Πρακτορείου Ειδήσεων» (Prensa Latina(D/R)) ενός ειδησεογραφικού πρακτορείου που θα διοχέτευε τις ειδήσεις από την Κούβα αλλά και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, ανεξάρτητο από την προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Εργάζεται στην Αβάνα, ενώ επιστρέφει  στην Κολομβία το 1961, όπου δημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει». Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου θα περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, και εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος.

 

Δδημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει».  Στις 2 Ιουλίου του ίδιου έτους εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, την ίδια μέρα που αυτοκτόνησε ο άλλος του δάσκαλος, ο Έρνεστ Χέμινγουεη.  Το πρώτο κείμενο που έγραψε φτάνοντας στο Μεξικό, ήταν ένα συγκινητικό άρθρο - φόρος τιμής για τον Χέμινγουέη. 

 

Το φθινόπωρο του 1965 και αφού τακτοποιήσει όλες τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις θα αφιερωθεί για σχεδόν έναν χρόνο στο γράψιμο του αριστουργήματός του «Εκατό χρόνια μοναξιά», που θα κυκλοφορήσει το 1967, θα εξαντληθεί σε μια βδομάδα και θα του χαρίσει την παγκόσμια αναγνώριση. Μέχρι σήμερα οι πωλήσεις του βιβλίου έχουν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα. 

 

Το 1982 θα τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου». 

 

Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου του 2014, στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών.