ΑΥΤΟΨΙΑ ΣΤΟΝ ΜΟΡΝΟ – ΠΟΣΟ ΝΕΡΟ ΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ;

O διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κ. Λαγουβάρδος και ο καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ Γ. Κρεστενίτης, αναλύουν το πρόβλημα του Μόρνου. Δείτε drone βίντεο.

 

Πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στα περίχωρα της λίμνης του Μόρνου διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι το πρόβλημα με τον κύριο ταμιευτήρα της ΕΥΔΑΠ για το λεκανοπέδιο της Αττικής.

 

Η αυξημένη κατανάλωση νερού κατά 8% από τις αρχές του έτους, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ανομβρία και την έντονη ξηρασία, δημιουργούν ένα ανησυχητικό πλαίσιο που παρακολουθείται από τους επιστήμονες. Ιδιαίτερα προβληματικό θεωρείται το γεγονός πως η θερμοκρασία βρίσκεται σε άνοδο (1,5 βαθμό πάνω στη βόρεια Ελλάδα), ενώ η χώρα “βίωσε” το πιο θερμό της καλοκαίρι. Παράλληλα, το πρόβλημα οξύνεται στα νησιά λόγω του υπερτουρισμού, με το νερό και τη διαθεσιμότητά του να γίνονται κεντρικό ζήτημα της κυβερνητικής “ατζέντας”.

 

Όπως έχει εξηγήσει η ΕΥΔΑΠ, η Αθήνα καταναλώνει κάθε χρόνο 400 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, τα οποία σε μία καλή υδρολογική περίοδο (από Οκτώβριο έως Μάιο) αναπληρώνονται ως προς τις ποσότητες που χάθηκαν την προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο, τα τελευταία δύο διαδοχικά χρόνια, τα εισερχόμενα νερά είναι πολύ λιγότερα από τα νερά που εξέρχονται, ενώ την ίδια στιγμή η κατανάλωση μεγαλώνει.

 

Η ΕΥΔΑΠ ενεργοποίησε ήδη τον εφεδρικό κλάδο της Υλίκης, συνεπικουρικά με το υδατικό σύστημα Εύηνου – Μόρνου που είναι η κύρια πηγή ύδρευσης της Αθήνας. Ακόμη, η ΕΥΔΑΠ ενεργοποίησε παλιότερες γεωτρήσεις που είχαν ενεργοποιηθεί και τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Η απειλή της λειψυδρίας αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα μεγάλο ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με την κλιματική αλλαγή, για την οποία είμαστε ελλιπώς προετοιμασμένοι. Και με την “ιδιωτικοποίηση” του νερού να απειλεί αν εμφανιστεί από την “πίσω πόρτα”, ιδίως στις τουριστικές περιοχές και στην περιφέρεια.

 

Για τα παραπάνω το The Magazine μίλησε με τον διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Δρ. Λαγουβάρδο Κωνσταντίνο, και τον καθηγητή Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ Γ. Κρεστενίτη.

 

 

ΜΕΙΩΣΗ 30% ΣΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

 

Όπως τονίζει ο κ. Λαγουβάρδος, η κατάσταση του Μόρνου προκαλεί ανησυχία, καθώς καταγράφεται μείωση της τάξης του 30%, ωστόσο είμαστε ακόμη σε “σχετικά ασφαλή επίπεδα”.

 

“Από δορυφορικές μετρήσεις εκτιμούμε την έκταση της λίμνης και όχι τη στάθμη, αλλά σίγουρα από τα δελτία της ΕΥΔΑΠ μπορεί κανείς να αποκτήσει μια καλή εικόνα. Σύμφωνα λοιπόν με τις τελευταίες μετρήσεις, η λίμνη έχει 653 εκ. κυβικά, ενώ πέρυσι αυτή την εποχή είχε 915. Βλέπουμε λοιπόν μια σημαντική πτώση, αλλά ακόμη είμαστε σε ασφαλή επίπεδα. Όταν λέμε για “ασφαλή επίπεδα” μιλάμε για τα συνολικά αποθέματα που είναι και από τη λίμνη Υλίκη, κυρίως βέβαια είναι από τον Μόρνο, ωστόσο καταγράφεται σίγουρα μια πτώση της τάξης του 30%”.

 

Πώς εξηγείται αυτή η μείωση;

 

“Η μείωση αυτή έχει να κάνει με τις βροχοπτώσεις την άνοιξη και τον χειμώνα που μας πέρασε αλλά κυρίως τα λίγα χιόνια που είχαμε. Πολύ σημαντικό στοιχείο στον ενεργειακό κύκλο δεν είναι μόνο η βροχή αλλά τα χιόνια. Μια συνολική βροχή μπορεί να καταγραφεί, αλλά αν είναι ισχυρή και σε μικρό χρονικό διάστημα, χάνεται. Τα χιόνια με το αργό λιώσιμό τους, τροφοδοτούν πιο ομαλά και πιο αποδοτικά τους υδροφόρους ορίζοντες. Να σημειώσουμε πως ο χειμώνας που μας πέρασε ήταν ο πιο θερμός που έχουμε καταγράψει στη χώρα μας και είχαμε περιορισμένες χιονοπτώσεις και χιονόστρωση”.

 

Έχει καταγραφεί κάτι ανάλογο στο παρελθόν;

 

“Είχαμε και χειρότερες καταστάσεις. Η χειρότερη ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέχρι το 1993, όταν τα αποθέματα είχαν πέσει πάρα πολύ χαμηλά. Στις 20 Σεπτεμβρίου του ’94 ήταν 124 εκ. κυβικά μόλις, μιλάμε για μια τρομερή πτώση. Δεν είμαστε σε αυτό το επίπεδο ακόμη. Είμαστε σε ένα επίπεδο “συναγερμού” αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο επικίνδυνα με τα ως τώρα πάντα, δεδομένα. Ελπίζουμε αυτό το φθινόπωρο και τον χειμώνα να έχουμε και νερά και χιόνια.

 

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια πτώση των βροχοπτώσεων, ωστόσο το 2019 είχαμε πολλές βροχοπτώσεις. Επομένως, αν κοιτάξει κανείς τις βροχές στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια, υπάρχουν χρονιές που είναι ήπιες, αλλά η συνολική εικόνα είναι σχετικά σταθερή. Αυτό που μειώνεται, είναι οι χιονοπτώσεις όπως σας είπα, κάτι που μελετάμε εντατικά αυτή την περίοδο”.

 

Ωστόσο, το πρόβλημα εστιάζει περισσότερο στα νησιά λόγω του υπερτουρισμού.

 

“Για τουλάχιστον δύο χρόνια, τα αποθέματα φτάνουν για την Αττική χωρίς να πέσει σταγόνα νερό. Καλύτερη εικόνα όμως θα έχουμε στις αρχές της άνοιξης του χρόνου. Υπάρχουν ωστόσο περιοχές όπως οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, η Ανατολική Κρήτη που εκεί τα τελευταία δύο χρόνια είχαμε μειωμένες βροχοπτώσεις και ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν χιόνια, και αυτό συνεχίζεται. Πολλά φράγματα στα νησιά έχουν σχεδόν στερέψει τελείως και να αναφέρουμε πως η ζήτηση για νερό σε αυτές τις περιοχές αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο λόγω υπερτουρισμού. Αυξάνονται οι ξενοδοχειακές μονάδες, τα σπίτια, γενικά ο τουρισμός αυξάνεται και η ζήτηση για νερό ανεβαίνει. Στις Κυκλάδες ειδικά το πρόβλημα γιγαντώνεται”, αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος.

 

Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι εναλλακτικές;

 

“Μια εναλλακτική λύση είναι οι αφαλατώσεις. Τα νησιά που δεν μπορούν να πάρουν νερό από αλλού, δουλεύουν κυρίως με τις αφαλατώσεις. Από την άλλη όμως, πρέπει να δούμε και πώς θα περιορίσουμε τη χρήση του νερού για τις αγροτικές εργασίες, τον υπερτουρισμό. Πιθανόν θα ήταν μια λύση, ειδικά για τις Κυκλάδες, τα νέα σπίτια που χτίζονται να έχουν υποχρεωτικά στέρνες συλλογής νερού που θα μπορούν να χρησιμοποιούν. Ωστόσο, δεν πρόκειται για τη δική μου ειδικότητα για να εξειδικεύσω περαιτέρω σε αυτό το κομμάτι”.

 

Τι κάνουμε όμως για την κλιματική αλλαγή; Πόσο “έτοιμοι” είμαστε την ώρα που βλέπουμε ήδη τα αποτελέσματά της στη χώρα μας;

 

“Η αλήθεια είναι πως η μέση θερμοκρασία ιδίως στη βόρεια Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 1,5 βαθμό. Πρόκειται για κάτι πολύ ανησυχητικό διότι αυτή η αλλαγή έχει γίνει σε μόλις 30 χρόνια και θεωρώ πως είμαστε μόλις στην αρχή. Προβλέπω πως η θερμοκρασία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, κάτι που θα φέρει πιο έντονους καύσωνες, θα υπάρχουν επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή, στα οικοσυστήματα, στον τουρισμό, τα δάση γίνονται πιο ξερά και πιο εύφλεκτα κλπ. Για τα νερά υπάρχει μια σταθεροποίηση, αλλά με κάποιες κακές χρονιές. Το θέμα είναι το πώς διαχειριζόμαστε τις κακές χρονιές και να προετοιμαστούμε για μια πιο συστηματική μείωση του νερού στις επόμενες δεκαετίες λόγω της κλιματικής κρίσης.

 

Από την άλλη, επαναλαμβάνω, ζητάμε περισσότερο νερό, πρέπει κάπως να ισορροπήσει όλο αυτό. Και σημειώνω και πάλι πως ο τουρισμός παίζει τεράστιο ρόλο σε αυτό.

 

Οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν είναι να ευαισθητοποιηθεί το κοινό για τη χρήση του νερού, ωστόσο στη φάση που είμαστε αυτή τη στιγμή δεν βλέπω λόγο που να δικαιολογεί μια αύξηση στις τιμές του νερού, παρά μόνο για περιορισμό στην κατά τόπους χρήση. Δεδομένης όμως της επιβάρυνσης που ήδη έχουν τα νοικοκυριά, φρονώ πως δεν θα ήταν σωστό να γίνει κάτι τέτοιο, να πάμε και σε διαφοροποίηση των τιμών στο νερό”.

 

Στο φως το βυθισμένο χωριό Κάλλιο

Στο φως το βυθισμένο χωριό Κάλλιο 

 

“Η ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ”

 

Από τη δική του μεριά, ο κ. Γιάννης Ν. Κρεστενίτης, αναλύει σχετικά με τις τιμές στο νερό: 

 

“Η πολιτική της κυβερνητικής παράταξης για τα θέματα του νερού είναι σαφής όχι μόνο από δηλώσεις του Πρωθυπουργού και άλλων στελεχών, αλλά κυρίως από ένα σύνολο νομοθετημάτων που ψηφίστηκαν, κατά κανόνα, μόνον από τους βουλευτές της. Και μπορεί οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας να αποτελούν εμπόδιο στην υλοποίηση της στόχευσης για συνολική ιδιωτικοποίηση του νερού, αλλά δεν εμποδίζουν (για την ώρα) την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών ύδρευσης – αποχέτευσης, και τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου για όλον τον κύκλο του νερού (που συμπεριλαμβάνει και το αγροτικό νερό), με «λειτουργία σύμφωνη με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας».

 

Απαρχή αυτής της μεθόδευσης αποτελεί η δημιουργία της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) που στοχεύει στη ρύθμιση της «αγοράς» των υπηρεσιών ύδατος (ύδρευση – αποχέτευση) που πρόκειται (επιθυμεί η Κυβέρνηση) να δημιουργηθεί.

 

Η διαδικασία που υιοθετήθηκε στη Θεσσαλία, ώστε να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες καταστροφές που προκάλεσαν απανωτά και ακραία μετεωρολογικά επεισόδια (Ιανός, Daniel), που θα μπορούσαν να είχαν (έστω μερικά) αποφευχθεί (αν υπήρχε η κατάλληλη και έγκαιρα υλοποιημένη κρατική μέριμνα), ήταν: εύρεση “δωρητή”/χρηματοδότη, απευθείας ανάθεση μελέτης διαχειριστικού σχεδίου και στη συνέχεια (μετά από εικονική διαβούλευση) νομοθέτηση. Αποτέλεσμα αυτής της fast-track διαδικασίας, η δημιουργία του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ), της ανώνυμης εταιρείας για τη διαχείριση του συνόλου των υδάτων αλλά και των υδατικών έργων της Θεσσαλίας. Και αυτό το «πρότυπο», δωρητής-απευθείας ανάθεση-νομοθέτηση, ακολουθείται και στην Κρήτη, και ίσως ακολουθήσουν και άλλες περιφέρειες”.

 

Αυτοψία στον Μόρνο - Εικόνα από τη γέφυρα της Λεύκας

Αυτοψία στον Μόρνο - Εικόνα από τη γέφυρα της Λεύκας 

 

Όπως ο ίδιος προσθέτει:

 

“Ενδιάμεσο βήμα υλοποίησης αυτού του «προτύπου» αποτελεί η εξαγγελθείσα ενοποίηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), αφού έχει προηγηθεί η μη στήριξή τους (με μη κάλυψη αναγκών σε προσωπικό, μη χρηματοδότηση έργων, μη ρύθμιση των χρεών λόγω της αισχροκέρδειας των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας). Ώστε με την ενοποίηση ανά περιφέρεια να υπάρχει ενδιαφέρον από τυχόν «επενδυτές» που θα προστρέξουν να υλοποιήσουν σχετικά ΣΔΙΤ.

 

Όπως στη Θεσσαλία, ήταν πρόσχημα οι πλημμύρες για την υλοποίηση του ιδεοληπτικού δόγματος «λειτουργία σύμφωνη με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας», για τα επόμενα βήματα προς την ίδια κατεύθυνση, το πρόσχημα είναι η «αντιμετώπιση της λειψυδρίας» (εξαγγελίες ΥΠΕΝ,11-9-2024), ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης.

 

καμία αναφορά στην αύξηση ζήτησης νερού που προκαλεί ο υπερτουρισμός

 

Το φυσικό πρόβλημα που επιτείνει η κλιματική κρίση είναι η ξηρασία και η ανομβρία. Η λειψυδρία δεν είναι φυσικό πρόβλημα. Συνδέεται κυρίως με την υπερκατανάλωση του νερού, άρα με το υπάρχον παραγωγικό μοντέλο. Η κατανάλωση νερού, δημιουργεί αρνητικά υδατικά ισοζύγια σχεδόν σε όλες τις υδρολογικές λεκάνες της χώρας. Και βέβαια στην άρδευση είναι που γίνεται η μεγαλύτερη σπατάλη νερού, και εκεί είναι που υπάρχει ανάγκη για άλλη υδατική πολιτική και στοχευμένα έργα.

 

Στις εξαγγελίες ΥΠΕΝ δεν υπάρχει καμία αναφορά στην αύξηση ζήτησης νερού που προκαλεί ο υπερτουρισμός και η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας σε πολλές περιοχές και κυρίως στα νησιά, θέματα που αγνοεί και η προτεινόμενη αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό.

 

Παρουσιάζονται τα έργα αφαλάτωσης σχεδόν ως «πανάκια» για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, αποκρύπτοντας το πολύ μεγάλο ενεργειακό κόστος λειτουργίας και τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις. Οπότε η αναφορά σε «απλοποίηση αδειοδότησης αφαλατώσεων» μπορεί να σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη παράκαμψη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και της δημόσιας διαβούλευσης.

 

Η «κλιμακωτή χρέωση ανάλογα με τα επίπεδα κατανάλωσης με υποχρέωση η πρώτη κλίμακα κατανάλωσης να είναι οικονομικά προσιτή και να καλύπτει τις ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού», που έτσι κι αλλιώς ισχύει, χωρίς άλλες διασφαλίσεις δεν κατοχυρώνει τίποτα. Ενώ, η εξαγγελία «τα τιμολόγια δεν μπορούν, ως γενικός κανόνας, να αυξηθούν περισσότερο από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή», με τη σημερινή κατάσταση της συνεχούς αύξησης των τιμών θα οδηγήσει σε μεγάλες αυξήσεις των τιμολογίων ύδρευσης-αποχέτευσης και σίγουρα θα συμβεί το αντίθετο από το «δεν θα το προσέξει κανείς στο λογαριασμό» του Πρωθυπουργού.

 

Μαζί με το «Μην αμελήσετε, Πάρτε μαζί σας νερό, Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», μην αμελήσουμε να αντιπαλέψουμε την ιδεοληπτική νέο-φιλελεύθερη εμμονή για ιδιωτικοποίηση του νερού”.

 

*Για την ιστορία το χωριό Κάλλιο “βυθίστηκε” το 1990 όταν και ολοκληρώθηκε η τεχνική λίμνη του Μόρνου και οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε υψόμετρο 390 μέτρων και να δημιουργήσουν νέο οικισμό. Σήμερα μέρος των παλιών σπιτιών, έχουν βγει πάλι στην επιφάνεια.