Η φύση του έρωτα, χειμαρρώδης, εκρηκτική, παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της και δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλούς ποιητές μας.
Έρωτας… βαθύς, απόλυτος, αμοιβαίος, ανεκπλήρωτος, παντοτινός, φευγαλέος. Όπως και αν τον περιγράψουμε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αποδώσουμε τη μαγεία του στην ολοκληρωτική της διάσταση. Και – όπως ξέρουμε καλά – όταν τα λόγια περισσεύουν, εκεί αναλαμβάνει η τέχνη.
Πολλοί είναι οι ποιητές, που θέλησαν να εξωτερικεύσουν όλη την έκσταση που αυτό το θεϊκό συναίσθημα προκαλεί, καταφεύγοντας έτσι στην πένα τους, αφήνοντας να ξεδιπλωθεί πάνω στο χαρτί ένας χείμαρρος συναισθημάτων.
Με αφορμή, λοιπόν, την ημέρα των ερωτευμένων – σήμερα 14 Φεβρουαρίου, αλλά τη 13η Φεβρουαρίου που αποτελεί την ορθόδοξη γιορτή του έρωτα – θυμόμαστε 10 έργα σπουδαίων ποιητών, που ξυπνούν μέσα μας τη φλόγα του έρωτα.
1. «Γιατί μ’ αγάπησες»-Μαρία Πολυδούρη (Από τη συλλογή του 1928, Οι τρίλιες που σβήνουν)
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μού εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες,
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει λίστα με αγαπημένα ερωτικά ποιήματα από την οποία να λείπει το συγκεκριμένο της Μαρίας Πολυδούρη. Η ποιήτρια εμπνεύστηκε τόσο πολύ από τον θυελλώδη έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη-αλλά και τη μετέπειτα τραγική κατάληξη του αντικείμενου του πόθου της-που δημιούργησε τον απόλυτο ερωτικό ύμνο. Ο έρωτας για τη Μαρία Πολυδούρη διαποτίζει ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη, αναγεννά και δίνει πνοή και νόημα σε κάθε στιγμή.
2. «Ερωτικό Κάλεσμα»-Μενέλαος Λουντέμης (Από τη συλλογή Άπαντα τα ποιητικά)
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο άνεμος.
Τους ανέμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι ο άνεμος.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε ο ωκεανός.
Τους ωκεανούς τους δαμάζουν οι Τρίτωνες.
Τους ημερεύουν οι ζέφυροι.
Τους μαγεύουν οι σειρήνες. Όχι.
Δεν ειμ’ ωκεανός.
Έλα κοντά μου. Δεν είμαι ούτε λιμάνι.
Δε σου τάζω την απανεμιά.
Ούτε τις γλυκές ισημερίες,
και τις αλκυονίδες ζεστασιές.
Δεν είμαι λιμάνι.
Εγώ… Δεν είμαι…
Παρά ένας κουρασμένος στρατολάτης.
Ένας αποσταμένος περπατητής…
Που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
για ν’ ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Και αν θέλεις…
Έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.
Αν και κατά κύριο λόγο πεζογράφος, η παρακαταθήκη του Μενέλαου Λουντέμη μετρά ορισμένα ποιητικά κείμενα. Στο συγκεκριμένο ο ποιητής παρουσιάζει στο υποψήφιο ταίρι του τη δική του αλήθεια, μένει “γυμνός” μπροστά στην αγαπημένη του και την καλεί να ενώσουν τους δύο κόσμους τους σε έναν.
3. «Έρωτας»-Νικηφόρος Βρεττάκος (Από τη συλλογή του 1961, Το βάθος του κόσμου)
Είναι τα χείλη μου μια πεταλούδα
που ζυγιάζεται ανάλαφρα κι είναι ένα κόκκινο
λουλούδι στα χείλη σου που
σαλεύει ανεπαίσθητα.
Τα χέρια μου
πέφτουνε πίσω στις πλάτες σου σαν
καταρράχτες νερού. Τα δικά σου το ίδιο.
Καρφιτσωθήκαν θαρρείς στον αέρα
τα έντομα, μείναν ακίνητα.
Στεκόμαστε ασάλευτοι μέσα σ’ ένα
όρθιο στεφάνι σιωπής. Το αγεράκι
που ως λίγο πιο πριν ακουγόταν, ξεψύχησε.
Στα μαλλιά του ένα αηδόνι προσμένει
να βγει το φεγγάρι.
Η στιγμή της ερωτικής ένωσης, όπως αυτή περιγράφεται από τον ποιητή, έχει κάτι το ιερό και μαγικό. Όλη η φύση υποκλίνεται μπροστά στο μεγαλείο αυτής της τρυφερότητας.
4. «Αγαπάω»-Νίκος Καββαδίας (αδημοσίευτο ποίημα γραμμένο από τον ποιητή στην ηλικία των 19 ετών)
Αγαπάω ότι είναι θλιμμένο στον κόσμο.
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ άσπρο φτερό τους.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούργια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω
αγαπάω, και θα ‘θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα,
αγαπάω σε τούτο τον κόσμο – ότι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
Η χειροπιαστή απόδειξη ότι ο Καββαδίας υπήρξε βαθιά ερωτικός ήδη από το πολύ νεαρό της ηλικίας του. Η αγάπη μεταμορφώνει, μεταπλάθει, καθαγιάζει τα πάντα. Όταν αγαπάμε-όπως μας περιγράφει ο ποιητής-ο κόσμος ομορφαίνει, γιατί πια τον αντικρίζουμε με τα μάτια του έρωτα.
5. «Γυμνό Σώμα»-Γιάννης Ρίτσος (Από τη συλλογή του 1981, Ερωτικά)
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου,
η γλώσσα σου στο στόμα μου –
σκοτεινό δάσος….
οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ’ αυτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πώς χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή –
πέρα απ’ τη γέννηση,
πέρα απ΄το θάνατο…
τελικό κ’ αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Κάτω απ΄όλες τις λέξεις
δύο σώματα ενώνονται
και χωρίζουν.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πώς πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος.
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Ολόκληρη η ύπαρξη του ποιητή νοηματοδοτείται από την παρουσία της αγαπημένης. Σε αυτήν είναι ολοκληρωτικά δοσμένος, κοντά της αντιλαμβάνεται τον λόγο που ήρθε στον κόσμο και οποιαδήποτε άλλη ομορφιά γύρω του είναι αδύνατον να συγκριθεί μαζί της.
6. «Πληθυντικός Αριθμός»-Κική Δημουλά (απόσπασμα) (Από τη συλλογή του 1971, Το λίγο του κόσμου)
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Η ποιήτρια επιχειρεί να προσεγγίσει γραμματικά τη λέξη ‘έρωτας’. Στην ουσία όμως σε αυτήν την προσέγγιση υποβόσκει μια σημασιολογική αποσαφήνιση της έννοιας του έρωτα.
7. «Σε περιμένω παντού»-Τάσος Λειβαδίτης (Από την ενότητα Στίχοι Γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα της συλλογής του 1956, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο)
«Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα
σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων και τα
καθήκοντα των συντρόφων.
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι
απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται
ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει
ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!»
Ο Τάσος Λειβαδίτης εμπνέεται από τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης, που ομορφαίνει κάθε πτυχή της ζωής. Ο έρωτας με την αγαπημένη του, αποτελεί πρότυπο για κάθε μεταγενέστερο έρωτα που θα γεννηθεί στη γη και γίνεται η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
8. «Ενός λεπτού σιγή»-Ντίνος Χριστιανόπουλος (Από τη συλλογή του 1960, Ανυπεράσπιστος Καημός)
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Εδώ ο ποιητής επιλέγει να παρουσιάσει μία άλλη πτυχή του έρωτα. Δεν αναιρεί την ευτυχία που επιφέρει-ίσα ίσα την αναγνωρίζει στον απόλυτο βαθμό-αλλά επιλέγει να σταθεί με τους αδικημένους της ζωής, αυτούς που δεν είχαν την τύχη να τη γευτούν.
9. «Έτσι κι αλλιώς»-Νίκος Δήμου (Ποιήματα 1950-2005)
Έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα χωρίσουμε.
Από έρωτα, από θάνατο, από χρόνο.
Θα ήθελα όμως να χωρίσουμε μαζί.
Όχι χώρια.
Σε τέσσερις μόλις στίχους ο Νίκος Δήμου συνοψίζει όλη την ουσία του έρωτα, το “μοίρασμα” με τον άλλον. Ό,τι κι αν προκύψει από τις εξωτερικές συνθήκες, η έννοια του “μαζί” παραμένει αναλλοίωτη, δυνατότερη του χρόνου και της φθοράς.
10. «Μονόγραμμα»-Οδυσσέας Ελύτης (απόσπασμα ΙV από το 1ο κεφάλαιο)
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ΄ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, και μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιός, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θά’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι δυο μαζί, μ΄ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μεσ’ στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Ολόκληρο το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι παρά μια συνεχής απεύθυνση στο πρόσωπο της αγάπης. Με εκείνη θέλει να μοιράζεται κάθε σκέψη και κάθε συναίσθημά του και μαζί της να φτάσει μέχρι και στην αιωνιότητα. Και φυσικά το απόσπασμα ενέχει και τη βαθιά λαχτάρα του «Σ’αγαπώ»…
Μιλένα Αργυροπούλου