Οι σχολές υψηλής ζήτησης στην Ελλάδα καταλαμβάνονται από τα παιδιά των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι γονείς ξοδεύουν πάνω από 900 εκατομμύρια ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) για ιδιαίτερα μαθήματα κάθε χρόνο.
Οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες επαγγελματιών έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται από τις επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις, ωστόσο, υπάρχουν διάφορα εμπόδια στην ισότιμη πρόσβαση. Σχολές με υψηλή ζήτηση (Ιατρική, Νομική, Πολυτεχνικές σχολές) καλύπτονται κυρίως από ανώτερα και ανώτερα-μεσαία στρώματα, ενώ σχολές με λιγότερο ελπιδοφόρες προοπτικές παρακολουθούνται κυρίως από φοιτητές που προέρχονται από κατώτερα/κατώτερα-μεσαία στρώματα.
Ως εκ τούτου, είναι δυσκολότερο για τους μειονεκτούντες μαθητές να βελτιώσουν τη σχετική κοινωνική τους θέση εντός της γενιάς τους, παρά την απόλυτη βελτίωση σε σύγκριση με τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα των γονιών τους. Οι παραπάνω διαπιστώσεις προέρχονται από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με θέμα «Διαγενεακή Κινητικότητα στην Εκπαίδευση»: Κοινωνικο-οικονομικoί παράγοντες που καθορίζουν τις επιδόσεις και τα επαγγελματικά σχέδια των μαθητών στην Ελλάδα (συγγραφική ομάδα: Νίκος Βέττας (ΙΟΒΕ, ΟΠΑ) Svetoslav Danchev (IOBE, ACG) Γεώργιος Γατόπουλος (ΙΟΒΕ, ACG) Νίκη Καλαβρέζου (ΙΟΒΕ).
Βασικά συμπεράσματα της έρευνας
Η ανισότητα έχει μετατοπιστεί σε ανώτερα εκπαιδευτικά επίπεδα, όπως τα μεταπτυχιακά προγράμματα (που συχνά απαιτούν δίδακτρα) και τα διδακτορικά. Μεγάλο μέρος του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος λειτουργεί σε κατάσταση απομόνωσης από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Στον ιδιωτικό τομέα, η διαφορά στην πιθανότητα εύρεσης εργασίας είναι περιορισμένη για επίπεδα εκπαίδευσης χαμηλότερα από το μεταπτυχιακό (η συσχέτιση είναι ισχυρότερη στον δημόσιο τομέα).
Επίσης, η μεταδευτεροβάθμια, μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν φαίνεται να βελτιώνει τις πιθανότητες απασχόλησης, σε σύγκριση με την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΙΟΒΕ, 2018). Πολύ μεγάλες δαπάνες νοικοκυριών για φροντιστήρια που προετοιμάζουν τους μαθητές για τις πανελλαδικές εξετάσεις που διασφαλίζουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα, τα ιδιωτικά μαθήματα γίνονται ολοένα και πιο διαδεδομένα και στους μικρότερους σε ηλικία μαθητές. Υπολογίζεται ότι τα νοικοκυριά με παιδιά στην κατώτερη και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δαπανούσαν ετησίως πάνω από 900 εκατομμύρια ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) για ιδιαίτερα μαθήματα εν μέσω κρίσης (το 2016) - εξαιρουμένων των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων (ΙΟΒΕ, 2019). Το 70% των παιδιών που γεννηθήκαν τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα πετύχαν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους γονείς τους, ως αποτέλεσμα της σημαντικής διεύρυνσης του εκπαιδευτικού συστήματος τις τελευταίες 4 δεκαετίες στη χώρα.
Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη απολυτής διαγενεακής κινητικότητας στην εκπαίδευση, η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά σε διεθνείς κατατάξεις (10η θέση αναμεσά σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος). Ωστόσο, η διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν οδήγησε σε σημαντική μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η πιθανότητα ένα παιδί που γεννήθηκε από γονείς με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (στο κάτω μισό της κατανομής) να λάβει πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο (δηλ. να βρεθεί στο υψηλότατο τεταρτημόριο της κατανομής) περιορίζεται σε 14% στην Ελλάδα. Με βάση τη συγκεκριμένη πιθανότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 31η ανάμεσα σε 36 οικονομίες υψηλού εισοδήματος. Οι επιδόσεις των 15-χρονων μαθητών στο Πρόγραμμα PISA αλλά και τα μελλοντικά τους σχέδια συσχετίζονται με την κοινωνικοοικονομική θέση των γονέων, η οποία διοχετεύεται στα παιδιά κυρίως μεσω πολιτιστικών και εκπαιδευτικών οδών και αγαθών, του βαθμού συναισθηματικής υποστήριξης, αλλά και μέσω του τύπου των σχολείων στα οποία φοιτούν οι μαθητές (δημόσια ή ιδιωτικά).