Επικρατούν τα συναισθήματα δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική, στα πολιτικά κόμματα και στους θεσμούς, ενώ οι απέχοντες από επιλογή διακρίνονται από σχεδόν μηδενική εμπιστοσύνη ● Το 55% όσων απείχαν από επιλογή δηλώνει ότι ενδιαφέρεται για την πολιτική, ενώ το 80% αυτών δηλώνει ότι δεν συμμετείχε σε κάποια πορεία διαμαρτυρίας ή διαδήλωση τον τελευταίο χρόνο.
Γενικό αίσθημα απογοήτευσης απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στην πολιτική καταγράφεται στους έχοντες εκλογικό δικαίωμα αλλά ενισχυμένο κλίμα «αντι-πολιτικής», δηλαδή αντίθεση ή δυσπιστία απέναντι στην παραδοσιακή πολιτική -κι όχι απλά «απολίτικη» στάση, δηλαδή αποστασιοποίηση από την πολιτική- εντοπίζεται σε όσους συνειδητά απείχαν από τις τελευταίες εθνικές εκλογές, βάσει των ευρημάτων της πανελλαδικής δημοσκόπησης του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ», που υλοποιήθηκε από την ΚΑΠΑ Research.
Σε όσους συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι απείχαν από επιλογή στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, αναδεικνύονται ενισχυμένη αδιαφορία για την πολιτική, μικρότερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς, ισχυρή άρνηση πολιτικού αυτοπροσδιορισμού (αρχής γενομένης από την παραδοσιακή κλίμακα Αριστερά-Δεξιά), καθώς και βαθύτερη διείσδυση απόψεων του τύπου «όλοι είναι ίδιοι». Η ενισχυμένη πολιτική αποξένωση μοιάζει να συμβαδίζει με την ενίσχυση του πολιτικού κυνισμού…
Με την αποχή να έχει καταγράψει ιστορικό ρεκόρ (46,26%) στις τελευταίες χρονικά εθνικές εκλογές, η προαναφερθείσα δημοσκόπηση φέρεται να είναι η πρώτη που εστιάζει στο συγκεκριμένο φαινόμενο, έχοντας μάλιστα διαθέσιμο προς έρευνα ένα μεγάλο δείγμα απεχόντων. Σε σύνολο 1.450 συμμετεχόντων στην έρευνα, οι 600 δήλωσαν ότι απείχαν από τις κάλπες τον Ιούνιο του 2023, μια μάζα που είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί σε μια δημοσκόπηση, καθώς κατά κανόνα όσοι απέχουν από τις εκλογές απέχουν κι από πολιτικές έρευνες κοινής γνώμης. Η έρευνα του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ» συγκρίνει απαντήσεις που δόθηκαν από όσους ψήφισαν και όσους απείχαν στις τελευταίες εθνικές εκλογές, προχωρά σε μια «ακτινογραφία» της αποχής και έρχεται να προσφέρει ενδιαφέροντα -έως και αποκαλυπτικά- συμπεράσματα.
Η έρευνα κατατάσσει τους συμμετέχοντες σε τρεις κατηγορίες: α) όσους ψήφισαν, β) όσους δεν ψήφισαν για πρακτικούς λόγους (εργάζονταν κατά την ημέρα των εκλογών, για λόγους υγείας, ψήφιζαν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους κ.ά.), γ) όσους απείχαν από επιλογή. Σε όλες τις κατηγορίες η πλειονότητα των ερωτηθέντων πιστεύει ότι:
● η χώρα οδηγείται ή μάλλον οδηγείται προς τη λάθος κατεύθυνση (α: 62%, β: 64%, γ: 71%)
● τα ΜΜΕ παρουσιάζουν την αλήθεια όπως τα συμφέρει (α: 93%, β: 90%, γ: 99%)
● η ελληνική οικονομία ευνοεί τους πλούσιους και τους δυνατούς (α: 83%, β: 86%, γ: 94%)
● τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για τους ίδιους (α: 69%, β: 79%, γ: 84%)
● η διαφθορά αφορά όλους τους πολιτικούς χώρους και σχεδόν όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι (α: 58%, β: 65%, γ: 69%).
Ομοίως σε όλες τις κατηγορίες η πλειονότητα των ερωτηθέντων είναι δύσπιστη (απαντώντας ότι εμπιστεύεται «λίγο» ή «καθόλου») θεσμούς όπως:
● Κυβέρνηση (α: 61%, β: 56%, γ: 76%)
● Ανεξάρτητες Αρχές (α: 65%, β: 64%, γ: 75%)
● Κοινοβούλιο (α: 71%, β: 85%, γ: 84%)
● Αξιωματική αντιπολίτευση (α: 73%, β: 70%, γ: 85%)
● Δικαιοσύνη (α: 73%, β: 56%, γ: 89%)
● Πολιτικά κόμματα (α: 83%, β: 95%, γ: 95%)
● Συνδικαλιστικές οργανώσεις (α: 88%, β: 91%, γ: 95%)
Προκύπτει με σαφήνεια από τα παραπάνω ότι τα συναισθήματα απογοήτευσης και δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική, στα πολιτικά κόμματα και στους θεσμούς της πολιτείας επικρατούν γενικά, αλλά ενισχύονται ειδικά σε όσους συνειδητά απείχαν από τις εκλογές.
Αν όσοι ψήφισαν στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου έχουν περιορισμένη εμπιστοσύνη σε θεσμούς, οι απέχοντες από επιλογή διακρίνονται από σχεδόν μηδενική εμπιστοσύνη. Οι «διαχωριστικές» γραμμές μεταξύ αυτής της κατηγορίας συμμετεχόντων και όσων έσπευσαν να ψηφίσουν είναι πιο έντονες σε άλλα σημεία της έρευνας.
● Το 27% όσων επέλεξαν να απέχουν αρνούνται να τοποθετήσουν τον εαυτό τους σε κάποιο φάσμα της κλίμακας Αριστερά-Δεξιά. Το συγκεκριμένο ποσοστό μειώνεται στο 10% σε όσους ψήφισαν. Μάλιστα, ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι όσοι αυτο-τοποθετούνται κυρίως στην Αριστερά και ακολούθως στην περιοχή γύρω από το Κέντρο είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν παρά να απέχουν.
● Στους συνειδητά απέχοντες η ενασχόληση με την πολιτική είναι συντριπτικά λιγότερη σε σύγκριση με όσους ψήφισαν: το 45% όσων απείχαν από επιλογή δηλώνει ότι ενδιαφέρεται λίγο (21%) ή καθόλου (24%) για την πολιτική, με το συγκεκριμένο ποσοστό να περιορίζεται στο 12% σε όσους ψήφισαν στις τελευταίες χρονικά εθνικές εκλογές. Περιορισμένη, ομοίως, είναι και η συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις: το 80% όσων απείχαν συνειδητά δηλώνει ότι δεν συμμετείχε σε κάποια πορεία διαμαρτυρίας ή διαδήλωση τον τελευταίο χρόνο (έναντι 68% των ψηφισάντων).
● Σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό (35% έναντι 19% όσων ψήφισαν) οι κατ’ επιλογήν απέχοντες θεωρούν ότι οι θέσεις των πολιτικών κομμάτων δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου μεταξύ τους.
● Οι συνειδητά απέχοντες ιεραρχούν υψηλότερα ως εσωτερικό πρόβλημα την εγκληματικότητα (33% έναντι 24% των ψηφισάντων) και το πολιτικό σύστημα (26% έναντι 13% των ψηφισάντων). Αντίστοιχα δείχνουν σαφώς μικρότερο ενδιαφέρον για ζητήματα όπως το δημογραφικό (17% έναντι 33%), το περιβάλλον (5% έναντι 13%) και την Ευρώπη (29% έναντι 39%).
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύεται ότι η αποχή δεν είναι συγκυριακή. Από όσους δήλωσαν ότι απείχαν από επιλογή στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023, το 15% δήλωσε ότι δεν ψήφισε ποτέ, ενώ το 61% δήλωσε ότι προσέρχεται πάντα ή τις περισσότερες φορές στις κάλπες.
Επιπλέον, η αποχή εμφανίζεται σαφώς ενισχυμένη στις νέες γενιές. Στην ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών το ποσοστό αυτών που ψηφίζουν είναι 19% και αυτών που απέχουν 27%. Αντίθετα, στην ηλικιακή ομάδα 55+ ετών το ποσοστό αυτών που ψηφίζουν είναι 48% και αυτών που απέχουν 35%.
Αραγε, βάσει των παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να κάνει μια προβολή στο μέλλον και να υποθέσει ότι η αποχή, από εθνικές εκλογικές διαδικασίες τουλάχιστον, «ριζώνει» βαθύτερα; Ανάλογες υποθέσεις δεν μπορούν να είναι ασφαλείς. Εμπειροι περί τις πολιτικές επιστήμες επισημαίνουν ότι στην περίπτωση που οι εκλογές επαναλαμβάνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα (όπως έγινε μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2023, όπου μάλιστα είχε φανεί εξαρχής ποιος θα είναι ο νικητής της εκλογικής αναμέτρησης) η αποχή ενισχύεται, ενώ αντιθέτως αν μεσολαβεί σημαντικός χρόνος μεταξύ των εθνικών εκλογών (π.χ. με την εξάντληση μιας κυβερνητικής τετραετίας) η αποχή μειώνεται. Από την άλλη, η συμμετοχή είναι μεγαλύτερη όταν υπάρχει πόλωση και ένα ισχυρό δίπολο (π.χ. δικομματισμός), ενώ -όπως στις υφιστάμενες πολιτικές συνθήκες- η απουσία ενός αντίπαλου πόλου στο κυβερνών κόμμα ευνοεί την αποχή.
Τι θα μπορούσε να αυξήσει τη συμμετοχή; Ας δούμε τις απαντήσεις που έδωσαν σε αυτήν την (ανοιχτή, κατά τη διάρκεια της έρευνας) ερώτηση οι συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση. Σε όλες τις κατηγορίες, πρώτη και με διαφορά είναι η απάντηση: «Πολιτικοί έντιμοι, με διαφάνεια και αξιοκρατία, κοντά στον λαό». Αυτή η απάντηση επελέγη από το 34% όσων ψήφισαν στις εθνικές εκλογές του 2023, το 31% όσων δεν ψήφισαν για πρακτικούς λόγους και το 42% όσων απείχαν συνειδητά.
Τι μας λέει η αποχή για τη δημοκρατία μας;
Του Μιχάλη Γουδή*
Το μείζον πολιτικό γεγονός που μπορεί να καταγράψει κανείς από τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις είναι πως παγιώνεται μια τάση αποχής από τις κάλπες. Παρά τις συζητήσεις που ακολούθησαν, η κατανόηση και επεξεργασία ενός φαινομένου που επηρεάζει τον πυρήνα της δημοκρατίας στην Ελλάδα δεν έχει απασχολήσει τη δημόσια σφαίρα και ειδικότερα τα πολιτικά κόμματα στον βαθμό που θα έπρεπε.
Οι προβληματισμοί που γεννά αυτή η πραγματικότητα, σε συνδυασμό με άλλους ανησυχητικούς δείκτες, όπως η φθίνουσα εμπιστοσύνη στους θεσμούς, μας ώθησαν στο Ιδρυμα «Χάινριχ Μπελ» να διενεργήσουμε με την πολύτιμη αρωγή της Kapa Research την πρώτη πανελλαδική δημοσκόπηση που επιχειρεί να αντιληφθεί τους λόγους πίσω από την κατ’ επιλογήν αποχή και να ερμηνεύσει κάποιες από τις πτυχές της κρίσης που διέρχεται το πολιτικό-κομματικό σύστημα.
Διαβάζοντας κανείς τα στοιχεία της δημοσκόπησης, δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει την αίσθηση πως η απόσταση που χωρίζει τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό από τις ανησυχίες μιας πολύ σημαντικής μερίδας των πολιτών αυξάνεται. Οι ερωτηθέντες στη μεγάλη πλειοψηφία τους καλούν για αλλαγή, για περισσότερη συμμετοχή των πολιτών, για ενίσχυση της διαφάνειας, για λογοδοσία. Καλούν εν τέλει τους πολιτικούς να αναπτύξουν νέες λύσεις για τα σύνθετα ζητήματα της εποχής μας και να εξελίξουν και τους ίδιους τους φέροντες οργανισμούς τους, τα κόμματα.
Πέρα από τα άλλα βασικά συμπεράσματα, αυτό που εξάγεται ως πηγή προβληματισμού είναι η διάχυτη εντύπωση μεταξύ των ερωτηθέντων πως κανένας θεσμός δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει τα συμφέροντά τους. Σε όλες τις απαντήσεις που αφορούν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, δεν είναι μόνο τα κόμματα που καταβαραθρώνονται, αλλά και φορείς όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Με τις περισσότερες πτυχές του κοινωνικού κράτους σε υποχώρηση και την έννοια της «ατομικής ευθύνης» να προτάσσεται ολοένα και περισσότερο, πολλοί πολίτες μοιάζουν να συμβιβάζονται με την ιδέα πως θα πρέπει να αναζητήσουν ατομικά λύσεις στα ζητήματα που τους απασχολούν. Η πρακτική αυτή φαντάζει άτοπη σε μια εποχή σύνθετων προκλήσεων που ξεπερνούν τα τοπικά και τα εθνικά όρια. Και, επιπλέον, αν δεν είναι αυτό ένα ισχυρό καμπανάκι για την κατεύθυνση που έχει πάρει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τότε τι είναι;
* Διευθυντής του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ»
Ταυτότητα Ερευνας:
Εταιρεία: ΚΑΠΑ RESEARCH (μέλος ΣΕΔΕΑ)
Αναθέτων: Ιδρυμα Χάινριχ Μπελ (Θεσσαλονίκη)
Είδος έρευνας: Πανελλαδική ποσοτική έρευνα κοινής γνώμης
Μέγεθος δείγματος: 1.450 άτομα από όλη την ελληνική επικράτεια
Χρονικό διάστημα συλλογής στοιχείων: 3-17 Ιουλίου 2024
Μέθοδος συλλογής στοιχείων: Η συλλογή των στοιχείων έγινε με μεικτή μέθοδο τηλεφωνικών (581 άτομα μέσω CATI) και διαδικτυακών συνεντεύξεων (869 μέσω CAWI) σε μέλη του panel της Κάπα Research.
Στέργιος Ζιαμπάκας