Κανείς εδώ δεν τραγουδά, ο νους μόνο ταξιδεύει

Το καλύτερο παιχνίδι της Εθνικής Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, το παιχνίδι που κανείς από τους διεθνείς δεν ήθελε να δώσει και η δικαιότατη, πανάξια, στα ίσια νίκη επί της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ αναμφισβήτητα ιστορικά. Ο τρόπος όμως που αποχαιρέτησαν το γήπεδο φεύγοντας το ίδιο διαλυμένοι όπως έπαιξαν, μπροστά και μαζί από τη φανέλα του Τζορτζ Μπάλντοκ, συγκλονίζει.

 

Ό,τι και να γινόταν, όπως και να εξελίσσονταν τα πράγματα στο Γουέμπλεϊ, το αποψινό κόντρα στην Αγγλία ήταν το καλύτερο παιχνίδι της Εθνικής τουλάχιστον εδώ και δύο δεκαετίες.

 

Στα ίσια ξεπερνάει η εμφάνιση σε ποιότητα ακόμα κι εκείνα τα ανεπανάληπτα που την έστεψαν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Πάντα συνεκτιμώντας την ποιότητα και τη δυναμική του αντιπάλου – φιναλίστ στα δύο τελευταία Euro –, τον τόπο, τη συνθήκη.

 

Δεν υστέρησε κανείς. Όλοι ξεπέρασαν εαυτούς. Ή μάλλον όχι. Όλοι έπαιξαν ακριβώς όπως μπορούν, όπως εδώ και χρόνια πιστεύουμε πως μπορούν.

 

Γνωρίζουν πάνω απ’ όλα οι ίδιοι, φωνάζουν οι ίδιοι πως το μπορούν. Να πάνε στο Λονδίνο, να παίξουν τη Νο4 της παγκόσμιας κατάταξης σαν τη γάτα με το ποντίκι, να είναι στα χασομέρια ισόπαλοι και να νιώθουν αυτοί οι αδικημένοι από το ως τότε 1-1.

 

Κανείς εδώ δεν τραγουδά, ο νους μόνο ταξιδεύει
 

Το καλύτερο παιχνίδι της Εθνικής Ελλάδας εδώ και δεκαετίες, το παιχνίδι που κανείς από τους διεθνείς δεν ήθελε να δώσει και η δικαιότατη, πανάξια, στα ίσια νίκη επί της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ αναμφισβήτητα ιστορικά. Ο τρόπος όμως που αποχαιρέτησαν το γήπεδο φεύγοντας το ίδιο διαλυμένοι όπως έπαιξαν, μπροστά και μαζί από τη φανέλα του Τζορτζ Μπάλντοκ, συγκλονίζει.

 

Ό,τι και να γινόταν, όπως και να εξελίσσονταν τα πράγματα στο Γουέμπλεϊ, το αποψινό κόντρα στην Αγγλία ήταν το καλύτερο παιχνίδι της Εθνικής τουλάχιστον εδώ και δύο δεκαετίες.

 

Στα ίσια ξεπερνάει η εμφάνιση σε ποιότητα ακόμα κι εκείνα τα ανεπανάληπτα που την έστεψαν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Πάντα συνεκτιμώντας την ποιότητα και τη δυναμική του αντιπάλου – φιναλίστ στα δύο τελευταία Euro –, τον τόπο, τη συνθήκη.

 

Δεν υστέρησε κανείς. Όλοι ξεπέρασαν εαυτούς. Ή μάλλον όχι. Όλοι έπαιξαν ακριβώς όπως μπορούν, όπως εδώ και χρόνια πιστεύουμε πως μπορούν.

 

Γνωρίζουν πάνω απ’ όλα οι ίδιοι, φωνάζουν οι ίδιοι πως το μπορούν. Να πάνε στο Λονδίνο, να παίξουν τη Νο4 της παγκόσμιας κατάταξης σαν τη γάτα με το ποντίκι, να είναι στα χασομέρια ισόπαλοι και να νιώθουν αυτοί οι αδικημένοι από το ως τότε 1-1.

 

Να έχουν δει το 0-2 να ακυρώνεται για χιλιοστά κι αμέσως, κόντρα σε ό,τι το γήπεδο έδειχνε κι ήταν όλο δικό τους, να ισοφαρίζονται.

 

Και να κυνηγάνε, ως και τα ύστατα χασομέρια γκολ νίκης. Και να το βρίσκουν. Γιατί το άξιζαν. Γιατί το ήθελαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Γιατί το ζητούσαν για μια άλλη ψυχή.

 

Γιατί δεν τους ένοιαζε το αποτέλεσμα. Γιατί ήταν ένα παιχνίδι που δεν ήθελαν να παίξουν. Που δεν τους ενδιέφερε να παίξουν.

 

Που υποχρεώθηκαν να παίξουν από τους αργυρώνητους πατρόνες του αθλήματος ούτε ένα εικοσιτετράωρο μετά από την είδηση του χαμού ενός δικού τους.

 

Που θα το παραχωρούσαν, απαντώντας στις γελοίες δικαιολογίες περί καλενταριού, ακόμη και στα χαρτιά μόνο και μόνο για να μην χρειαστεί να γυρίζουν το κεφάλι ψάχνοντας στη γραμμή, στον πάγκο, στην εξέδρα, τον συμπαίκτη τους, τον φίλο τους, τον άνθρωπό τους. Και να τον βλέπουν, να τον νιώθουν εκεί.

 

Το έπαιξαν. Το κέρδισαν. Γιατί δεν γίνονταν να το χάσουν. Γιατί ποτέ 12 σε μια μεριά σε ένα γήπεδο δεν θα μπορούσαν να χάσουν. Γιατί το έπαιξαν για τον έναν τον περίσσιο, μα συνάμα και τον ίδιο που έλειπε.

 

Το πανηγύρισαν με τη λήξη. Ανθρώπινα. Μαζεμένα. Μπερδεμένα. Ως κι ενοχικά. Το δικαιούνταν και το άξιζαν. Απόλυτα.

 

Εκτόνωση και διαφυγή το χαμόγελο, το πανηγύρι. Διαλυμένοι ήταν όλοι τους. Κι έτσι ακριβώς έπαιξαν. Διαλυμένοι. Έψαχναν να ξεσπάσουν. Έστω για μια στιγμή.

 

Μέρα ψυχικής υγείας η Πέμπτη. Κι οι ψυχοκάπηλοι που κόπτονται για την προκοπή του αθλήματος, όλοι στην Αθήνα τούτο το τριήμερο, ούτε που άκουσαν, ούτε που ασχολήθηκαν, διαλαλώντας – τέτοια μέρα, σε τέτοια συνθήκη, στον τόπο μιας τραγωδίας – για παραπάνω έσοδα, παιχνίδια, πωλήσεις.

 

Μα ακριβώς εκείνη τη στιγμή, την ώρα των περισσότερο συμβολικών πανηγυρισμών, η φανέλα που έλειπε, μα την ίδρωσαν όλοι, εμφανίστηκε υψωμένη στα χέρια του κλαμένου, του συντετριμμένου αρχηγού.

 

Αυτός ήταν ο πρώτος που έμαθε το μαντάτο του φευγιού του Μπάλντοκ. Αυτός. Αυτόν πήραν τηλέφωνο πρώτα. Κι αυτός έπρεπε απόψε να παίξει. Όπως όλοι.

 

Η φανέλα, με το 2 και το όνομα στην πλάτη, εκεί στο πέταλο του Γουέμπλεϊ, στην εστία που ο Παυλίδης πέτυχε τα δύο γκολ της ιστορικής νίκης της Εθνικής, φερμένη ψηλά στα χέρια του Μπακασέτα, με το κεφάλι του κάτω και τα δάκρια ασταμάτητα στα μάτια του, κατάθεση ψυχισμού, σκέψεων, συναισθημάτων, προτεραιοτήτων όλων των μπλε.

 

Κι έτσι, όλοι, απλώς χειροκρότησαν. Αυτό. Μόνο. Όχι τους εαυτούς τους, όχι τους χιλιάδες παρόντες συμπατριώτες στην κερκίδα, μα τον έναν που έλειπε από τη στιγμή τους, που είναι, από χτες, ψηλότερα.

 

Τίποτα άλλο. Δίνοντας απλώς τον τόνο. Του τι πέρασαν, του τι έζησαν και του τι σημαίνει γι’ αυτούς το αποψινό.

 

Δείγμα πιο χαρακτηριστικό για το τι μπορούν να αποτελέσουν αυτά τα παιδιά, τούτο το γκρουπ, δεν υπάρχει. Προσλαμβάνει αξία περίσσια από εκατοντάδες νίκες και διακρίσεις.

 

Ό,τι και να γίνει, σε όποια, οπουδήποτε ενενήντα λεπτά. Χάσουν, κερδίσουν. Απέναντι στον οποιονδήποτε.

 

Κι έτσι, κλαμένοι, μπερδεμένοι, σφιγμένοι, έφυγαν όλοι μετά τη μεγαλύτερη νίκη της καριέρας τους. Χωρίς κανείς να την τραγουδά. Ταξιδεύοντας μόνο με τον νου τους.

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ