Είκοσι ελληνικές περιβαλλοντικές οργανώσεις καταγγέλλουν την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποβάθμιση του καθεστώτος προστασίας του λύκου που βάζει στο στόχαστρο ένα προστατευόμενο είδος, στέλνοντας λάθος μηνύματα.
Την περασμένη Πέμπτη (26/9) επικυρώθηκε και τυπικά από το Συμβούλιο της Ε.Ε. η απόφαση της πλειοψηφίας των κρατών μελών της Ε.Ε. να υιοθετήσει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υποβάθμιση του καθεστώτος προστασίας του λύκου στη Σύμβαση της Βέρνης. Η απόφαση αυτή πέρασε, αφού οι περισσότερες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, άλλαξαν τη θέση τους και ψήφισαν υπέρ της πρότασης παρά τις επιφυλάξεις που είχαν αρχικά εκφράσει.
Ουσιαστικά, με λίγες εξαιρέσεις, οι υπουργοί Περιβάλλοντος της Ε.Ε. αγνόησαν την έκκληση περισσότερων από 300 οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που τους παρότρυναν να ακολουθήσουν τις επιστημονικές συστάσεις και να εντείνουν τις προσπάθειες για την ενίσχυση της συνύπαρξης με μεγάλα σαρκοφάγα. Από την πλευρά της, η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρόβαλε ως λόγο της επιλογής αυτής την απόδοση μεγαλύτερης ελευθερίας κινήσεων στα κράτη-μέλη για τη λήψη μέτρων που θα αποβλέπουν στη μείωση των ζημιών που προκαλούνται στο ζωικό κεφάλαιο από άγρια ζώα, μέσω «ελέγχου του πληθυσμού τους» και υποστήριξη εκστρατειών εξόντωσης λύκων.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, η εφαρμογή των μεθόδων αυτών στέλνει λάθος μηνύματα σχετικά με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των αξιών της συνύπαρξης και της ανοχής στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, υποτιμά τον οικολογικό ρόλο που καλούνται να υπηρετήσουν θηρευτές όπως ο λύκος στον έλεγχο των αυξανόμενων πληθυσμών οπληφόρων (ζαρκάδια, αγριογούρουνα κ.λ.π.) και αποπροσανατολίζει τις αρμόδιες αρχές και τους αγρότες από την αποφασιστική επένδυση σε μέτρα πρόληψης ζημιών, που είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος άμβλυνσης των συγκρούσεων μεταξύ λύκων και κτηνοτροφίας, όπως όλες οι επιστημονικές μελέτες τεκμηριώνουν.
Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την προστασία του λύκου, αλλά και τις προσπάθειες διατήρησης της βιοποικιλότητας στην ΕΕ, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την προστασία ειδών και οικοτόπων, τόσο εντός όσο και εκτός της Ε.Ε. Ειδικότερα στην Ελλάδα, αν και ο λύκος έχει επανακάμψει στο μεγαλύτερο μέρος της αρχικής κατανομής του, παραμένει σε «ανεπαρκή» κατάσταση διατήρησης (με τάσεις βελτίωσης), ενώ η χώρα μας αποτελεί μια από τις ελάχιστες στην Ε.Ε. που δεν έχει εκπονήσει, θεσπίσει και υλοποιήσει Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το είδος.
Έτσι, δεν έχουν υποστηριχθεί με συνέπεια μέχρι τώρα και δεν έχουν εφαρμοστεί σε ικανοποιητική κλίμακα τα αποδεδειγμένα αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης των συγκρούσεων με τον πρωτογενή τομέα, είτε αυτά είναι παραδοσιακά είτε σύγχρονα. Επιπλέον, δεν έχει εκσυγχρονιστεί το σύστημα αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ, παρά τις μακροχρόνιες εκκλήσεις εκ μέρους των περιβαλλοντικών οργανώσεων, ώστε να υποστηριχθεί έμπρακτα και να ενθαρρυνθεί η εφαρμογή και διάδοση των μέτρων αυτών.
Οι συνυπογράφουσες περιβαλλοντικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι η προστασία της βιοποικιλότητας δεν κρίνεται από εντυπωσιακές εξαγγελίες σε διεθνείς συναντήσεις και οργανισμούς, αλλά από την συνεπή εφαρμογή μέτρων και πολιτικών, από τη συνεχή προσπάθεια και συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στον αντίποδα, οι μικροπολιτικές επιλογές, η ενοχοποίηση εξιλαστήριων θυμάτων και η επικοινωνιακή μόνο διαχείριση των κρίσιμων περιβαλλοντικών ζητημάτων, έχουν φέρει το φυσικό περιβάλλον στη σημερινή τραγική κατάσταση και τη βιοποικιλότητα στο χείλος της κατάρρευσης.
Τάσος Σαραντής