Οι γκρίζες ζώνες, το διακύβευμα, οι επιδιώξεις των κομμάτων και η συμπεριφορά των πολιτών ● Εξαιρετικά απίθανο το αποτέλεσμα της κάλπης να δώσει λύση στο πολιτικό πρόβλημα καθώς κάθε παράταξη διεκδικεί λύση μόνο για τον εαυτό της.
Hεκλογική αναμέτρηση της επόμενης Κυριακής έχει πάρα πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με προηγούμενες αναμετρήσεις είτε αυτές αφορούσαν το εθνικό Kοινοβούλιο είτε την Eυρωβουλή. Συγκεκριμένα:
● Πρόκειται για την πέμπτη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε ένα χρόνο καθώς μέσα στο 2023 είχαμε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δύο αναμετρήσεις για το εθνικό Kοινοβούλιο και διπλές κάλπες για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
● Γίνονται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του πολιτικού συστήματος, καθώς οι περσινές εθνικές εκλογές κατέστρεψαν όλο το μέχρι τότε (ατελές) δικομματικό σύστημα πολιτικής εναλλαγής στην κυβερνητική εξουσία. Πρακτικά τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ως άθροισμα, δεν μπορούσαν και δεν μπορούν ακόμη να απειλήσουν την πρώτη θέση της Ν.Δ.
● Γίνονται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης της λεγόμενης Kεντροαριστεράς, δηλαδή του δεύτερου παραταξιακού πόλου στην κυβερνητική εναλλαγή καθώς πέρσι, στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, είχαμε συντριπτική ήττα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τεράστια διαφορά από τη Ν.Δ., δραστική συρρίκνωση της αντιπολίτευσης γενικά, κρίση και διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, που ώς ένα σημαντικό βαθμό συνιστά και κρίση ηγεσίας σε αυτό το κόμμα, και τέλος τον διαγκωνισμό μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για την κατάληψη της δεύτερης θέσης στο πολιτικό γίγνεσθαι. Στην πράξη αυτή η εικόνα σημαίνει κρίση ηγεσίας στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.
Με δυο λόγια, πέρσι τέτοια εποχή, προκλήθηκε μια πρωτοφανής ανισορροπία στο πολιτικό σύστημα, η οποία εκ των πραγμάτων σφραγίζει την τωρινή εκλογική αναμέτρηση. Εδώ βρίσκεται και ο κυριότερος λόγος για το γεγονός ότι σε αυτές τις εκλογές κυριαρχεί πλήρως το εθνικό και όχι το ευρωπαϊκό στοιχείο. Αναζητείται δηλαδή μια νέα πολιτική ισορροπία.
Η πολιτική απαξίωση και η έλλειψη ελπίδας
Στις ευρωεκλογές κατά κανόνα η ψήφος ήταν χαλαρή και η αποχή αυξημένη, καθώς χαλαρή ήταν η πολιτική πόλωση και μειωμένο το ενδιαφέρον για τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Μια σύγκριση μεταξύ εθνικών εκλογών και ευρωεκλογών αρκεί για του λόγου το αληθές.
Η μεγαλύτερη αποχή στην ιστορία των ευρωεκλογών καταγράφηκε το 2009 (47,37%) για να υποχωρήσει το 2014 (40,77%) και να αρχίσει να αυξάνεται το 2019 (41,31%). Ο πρώτος, επομένως, λόγος που εκφράζονται βάσιμοι φόβοι ότι οι ευρωεκλογές της Κυριακής θα καταγράψουν μεγάλη αποχή αφορά τη γενική ιδιαιτερότητα αυτών των εκλογών. Μια ιδιαιτερότητα η οποία συμπληρώνεται από όσα προαναφέραμε για την κρίση του πολιτικού συστήματος, τα οποία οδηγούν και σε απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών.
Το φαινόμενο αυτό διαρκεί χρόνια και επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο την εποχή των μνημονίων. Η κυριότερη, όμως, αιτία που το επιδεινώνει είναι η έλλειψη ελπίδας. Οι πολίτες βλέπουν τα προβλήματά τους να αυξάνονται, αλλά δεν πιστεύουν ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες ψηφίζοντας το ένα ή το άλλο κόμμα. Δεν πείθονται από τα πολιτικά προγράμματα και τις διακηρύξεις των κομμάτων. Κατά κανόνα την εκλογική τους συμπεριφορά την καθορίζει η αίσθηση της δύναμης που δημιουργεί ο ένας ή ο άλλος πολιτικός φορέας. Και σε ό,τι αφορά την αποχή -όπου δεν είναι πολιτική επιλογή- είναι εκδήλωση οργής ή απελπισίας ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Πλασματική εικόνα
Προσφάτως ο γνωστός συντηρητικός εκλογολόγος και πολιτικός αναλυτής Ανδρέας Δρυμιώτης δήλωσε στο EΡTnews ότι ο κίνδυνος μεγάλης αποχής «είναι υπαρκτός για έναν πολύ απλό λόγο, ότι ο κόσμος είναι μπαϊλντισμένος από εκλογές». Η παραδοχή του κινδύνου -κι όχι φυσικά ο λόγος που επικαλείται ο κ. Δρυμιώτης- στην πραγματικότητα τρομάζει όλα τα κομματικά επιτελεία για δύο βασικούς λόγους.
Ο ένας είναι ότι, αν επιβεβαιωθεί αυτός ο φόβος, η εικόνα των εκλογικών ποσοστών θα αλλοιώσει τους πραγματικούς συσχετισμούς των κομμάτων μέσα στην ελληνική κοινωνία και ο άλλος ότι θα φανερώσει το μέγεθος της κρίσης αντιπροσώπευσης που υπάρχει. Αν, για παράδειγμα, η αποχή πλησιάσει ή ξεπεράσει το μισό του εκλογικού σώματος τότε τα εκλογικά ποσοστά που θα πάρουν τα κόμματα στην πραγματικότητα θα είναι το μισό ή και λιγότερο από το μισό αυτού που θα καταγράφουν (για παράδειγμα το 30% θα είναι πραγματικό ποσοστό κάτω από 15%). Σε τέτοιες συνθήκες καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει ουσιαστική κοινωνική δύναμη κυβερνητικών ή δυνάμει κυβερνητικών προδιαγραφών.
Οι εκλογές θα δώσουν λύση;
Το κεντρικό ερώτημα είναι αν οι εκλογές της Κυριακής μπορούν να δώσουν λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο καθώς κάθε πολιτική δύναμη διεκδικεί λύση μόνο για τον εαυτό της. Η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη επιδιώκει ένα αποτέλεσμα πάνω από 30% ώστε να μην αμφισβητείται ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη και κυβέρνηση της χώρας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στ. Κασσελάκη επιδιώκει να διατηρήσει τη δεύτερη θέση στο πολιτικό σύστημα, με διαφορά από το τρίτο κόμμα και με ποσοστό πάνω από 17%, κάτι που θα επιβεβαιώνει την κυριαρχία του αρχηγού του στο κόμμα και την κυριαρχία του κόμματος στο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει την ολική επαναφορά του, δηλαδή την κατάκτηση της δεύτερης θέσης, που θα του επιτρέψει να αναλάβει τον ρόλο που είχε στην προ μνημονίων εποχή, να είναι δηλαδή ο δεύτερος πόλος του κομματικού συστήματος.
Το ΚΚΕ διεκδικεί τον ρόλο που πάντα είχε στο πολιτικό σύστημα με αύξηση δυνάμεων, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς αναζητούν την εκλογική τους επιβίωση.
Τέλος η Ακροδεξιά, μέσα από το κόμμα Βελόπουλου, επιδιώκει να σταθεροποιηθεί ως υπαρκτή δύναμη στην πολιτική σκηνή με αξιώσεις αντίστοιχες με αυτές των ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Το πιο πιθανό είναι αυτές οι εκλογές να παρατείνουν το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Η κρίση του πολιτικού συστήματος θα μπει σε νέο κύκλο με απρόβλεπτες συνέπειες. Αλλά το πώς αυτό θα εξελιχθεί θα εξαρτηθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα και από τη συμμετοχή των ψηφοφόρων.
Γιώργος Πετρόπουλος