Ο πρώτος Ελληνας που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία

Η παράξενη ιστορία αυτού του ανθρώπου που καταδικάστηκε σε θάνατο και εξορίστηκε σε απόσταση 14.000 χιλιομέτρων μακριά από το σπίτι του, όντας μόλις 25 ετών, που εργάστηκε ως κατάδικος σε μία από τις ιστορικότερες φάρμες της Αυστραλίας και που έφτασε σήμερα να τιμάται ως εμβληματική προσωπικότητα της Ομογένειας με συμβολή στην Ελληνική Επανάσταση, ξεκίνησε στις 29 Ιουλίου του 1827.

 

Την ημέρα εκείνη, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο πλοίαρχος της σκούνας «Ηρακλής» και το οκταμελές πλήρωμά του έπλεαν ανενόχλητοι στο Λιβυκό Πέλαγος όταν συνάντησαν το εμπορικό βρετανικό πλοίο «Alceste» («Αλκηστις»), που κατευθυνόταν προς την Αλεξάνδρεια. Ο Αντώνης Μανώλης και οι άνδρες του ακινητοποίησαν το βρετανικό πλοίο και, χωρίς να βλάψουν το πλήρωμά του, αφαίρεσαν τμήμα του φορτίου του. Η λεία ήταν, σύμφωνα με τους Αγγλους, πιπέρι, σχοινιά και θειάφι. Δύο ημέρες αργότερα κι ενώ ο «Ηρακλής» συνέχιζε την πορεία του στο Αιγαίο, ένα δεύτερο βρετανικό πλοίο, το «Gannet», που περιπολούσε κοντά στην Κρήτη, κυνήγησε το ελληνικό πλοίο και συνέλαβε το πλήρωμά του.

 

Η δίκη

 

Η συνέχεια ήταν επεισοδιακή. Οι Ελληνες οδηγήθηκαν στη Μάλτα, παραπέμφθηκαν σε δίκη, ενώ, σύμφωνα με τον επί σειρά ετών πρεσβευτή της Αυστραλίας στην Ελλάδα και ερευνητή της συγκεκριμένης ιστορίας Hugh Gilchrist, πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο γνωστός ναύαρχος Κόδρινγκτον.

 

 

Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι έλληνες ναυτικοί υποστήριξαν ότι επιτέθηκαν στο «Alceste» επειδή μετέφερε προμήθειες για τους Οθωμανούς και ότι οι ίδιοι αγωνίζονταν κατά του οθωμανικού ζυγού. Οι εξηγήσεις τους δεν είχαν καμία σημασία. Επτά από τα μέλη του πληρώματος καταδικάστηκαν σε θάνατο με την κατηγορία της πειρατείας, ενώ δύο κρίθηκαν αθώοι.  Ακολούθησαν έντονες παρασκηνιακές διαδικασίες, ακόμη και παρέμβαση του Δημήτρη Κουντουριώτη στο Λονδίνο, με αποτέλεσμα οι θανατικές ποινές να μετατραπούν σε ποινές εξορίας. Ετσι, ο Αντώνης Μανώλης, μαζί με άλλους υδραίους ναυτικούς, έφτασε στο Σίδνεϊ στις 27 Αυγούστου του 1829 και έγινε ο πρώτος Ελληνας που κατεγράφη επισήμως στα αυστραλιανά αρχεία, με το όνομα «Αντώνης του Μανώλη».

 

Χάρη στις ιδιαίτερες γνώσεις τους, οι έλληνες κατάδικοι αξιοποιήθηκαν στις πρώτες καλλιέργειες της περιοχής, ενώ ο Μανώλης φαίνεται πως συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της ιστορικής φάρμας Elizabeth στο Νόρφολκ. Και ήταν μάλλον εκείνος ο Ελληνας που ανέφερε ότι είδε ο στρατηγός Τόμας Μίτσελ τον Νοέμβριο του 1831 «να δουλεύει σε αυτόν τον κήπο των Αντιπόδων διαμορφώνοντας τα αμπέλια σε πέργκολες, στο πρότυπο εκείνων της Πελοποννήσου». Τα χρόνια πέρασαν, όμως η υπόθεση του Αντώνη Μανώλη δεν είχε λήξει για την Ελλάδα.

 

Λίγο μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε ξανά, αυτήν τη φορά για τον επαναπατρισμό των ελλήνων ναυτικών, ενώ την υπόθεση παρακολουθούσε προσωπικά ο Χαρίλαος Τρικούπης. Το 1837, οι επτά Ελληνες έλαβαν χάρη και αφέθηκαν ελεύθεροι να συνεχίσουν τη ζωή στην πατρίδα τους, με τον όρο ότι τα έξοδα για τη μεταφορά τους – που υπολογίζονταν σε 4.921 δραχμές – θα υποχρεωνόταν να καταβάλει η Ελλάδα. Κι όμως, μόνο οι πέντε ναυτικοί επέστρεψαν στην πατρίδα. Ο Αντώνης Μανώλης, όπως και ο Γκίκας Βούλγαρης, παρέμεινε στην Αυστραλία και το 1854, σε ηλικία 50 ετών, έγινε ο πρώτος αυστραλός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Είχε ήδη παντρευτεί μια Ιρλανδή, με την οποία απέκτησε 10 παιδιά, και έζησε στην πόλη Picton της Νέας Νότιας Ουαλίας ως τον θάνατό του, το 1880.

 

Πριν από λίγες ημέρες η Αρχιεπισκοπή της Αυστραλίας τέλεσε τρισάγιο στο μνήμα του που βρίσκεται στο Upper Picton, ενώ πραγματοποιήθηκε και εκδήλωση με θέμα «Αντώνης Μανώλης (1804-1880): φόρος τιμής στις επαναστατικές καταβολές του Ελληνισμού στους Αντίποδες». Ακολούθησαν αποκαλυπτήρια της σήμανσης οδού με το όνομά του και κατάθεση στεφάνων στο Πολεμικό Μνημείο. Τους επόμενους μήνες, πλήθος δράσεων για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης προγραμματίζονται στην Αυστραλία υπό τη σκέπη ειδικής επιτροπής που έχει συσταθεί για αυτόν τον σκοπό.