Νερό· πηγή ζωής για το σύνολο των έμβιων όντων· αρχή και προέλευση των πάντων κατά τον Θαλή. Το νερό αποτελεί το 70,9% του πλανήτη, ωστόσο μόλις το 3% από αυτό είναι πόσιμο. Ως φυσικός πόρος είναι ανανεώσιμος, αλλά όχι ανεξάντλητος. Η αυξημένη ζήτηση για καθαρό νερό λόγω της αύξησης του πληθυσμού ασκεί έντονη πίεση στους πεπερασμένους υδατικούς πόρους (επιφανειακούς και υπόγειους). Εάν στο παραπάνω προστεθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (αύξηση της θερμοκρασίας, μεταβολή του μετεωρολογικού κύκλου, ένταση ακραίων φαινομένων κτλ), καθώς και η – σε αρκετές περιπτώσεις – μη ορθή διαχείριση και χρήση του νερού, η κατάσταση που διαμορφώνεται παγκοσμίως κρίνεται από τους επιστήμονες από ανησυχητική έως επικίνδυνη. Ήδη ολοένα και περισσότερες χώρες (κυρίως αφρικανικές και αραβικές) αντιμετωπίζουν μια κάποιας μορφής κρίση νερού (κυρίως εκτεταμένοι περίοδοι ξηρασίας-λειψυδρίας), ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις ότι έως το 2025 πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι ευάλωτο λόγω της πρόσβασής του σε κακής ποιότητας πόσιμο νερό.
του Αλέξανδρου Μητάκη
mitakis89@gmail.com
Η Ελλάδα, παρότι κρίνεται ως ευνοημένη, καθώς είναι πλούσια σε υδατικούς πόρους, και σήμερα δεν αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα υδροδότησης, θεωρείται – εξαιτίας διαφόρων παραγόντων που θα αναλυθούν παρακάτω – ευάλωτη τόσο στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής όσο και σε ανθρωπογενείς παράγοντες που επηρεάζουν το διαθέσιμο καθαρό νερό (γεωργία-βιομηχανία, μη συμμόρφωση στις ευρωπαϊκές οδηγίες).
Με την ευκαιρία της σημερινής Παγκόσμιας Ημέρας Νερού η Greenagenda επιχειρεί μια στοιχειοθέτηση αυτού του σύνθετου και πολυεπίπεδου ζητήματος σε όλες τις διαστάσεις του (κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική) και μια παρουσίαση των βασικών προκλήσεων που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στα επόμενα χρόνια.
Η κατάσταση στην Ευρώπη και τον κόσμο
Καμία χώρα της Ευρώπης αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα με το νερό. Αυτό που απασχολεί τους μελετητές και τους αρμόδιους φορείς είναι η ανισοκατανομή των φυσικών πηγών νερού και των βροχοπτώσεων. Στο βόρειο τμήμα της ηπείρου καταγράφονται υψηλές βροχοπτώσεις, σε αντίθεση με τον Νότο, όπου το ύψος της βροχής είναι χαμηλότερο και το καλοκαίρι θερμότερο και ξηρότερο.
Ο μεγαλύτερος όγκος νερού που καταναλώνεται στην Ευρώπη (σε ποσοστό 81%) προέρχεται από επιφανειακές πηγές (λίμνες, ποτάμια, θάλασσες) και καταναλώνεται κατά κύριο λόγο από τη βιομηχανία. Οι ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης καλύπτονται κυρίως από υπόγεια νερά (σε ποσοστό 55%). Σύμφωνα με μελέτη του WWF, η συνολική άντληση νερού στην Ευρώπη ανέρχεται σε 288 κχλμ ετησίως, που αντιστοιχεί σε 500 κμ ανά κάτοικο.
Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος (2009) τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των υδάτινων πηγών της είναι τα εξής:
- εξάντληση και υφαλμύρινση (ανάμειξη “γλυκού” νερού με θαλασσινό) των υπόγειων υδάτων, λόγω της εντατικής και μη ελεγχόμενης εκμετάλλευσής τους
- ρύπανση που απειλεί το 20% των επιφανειακών υδάτων στην ΕΕ
- έντονες βροχοπτώσεις στον Βορρά, που αυξάνουν την πιθανότητα πλημμυρών
- μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση λόγω του τουρισμού στον Νότο, που φέρνει αύξηση της ζήτησης τους θερινούς μήνες, όταν υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση παγκοσμίως, το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι υποανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, κατά κύριο λόγο στην υποσαχάρια Αφρική και την Αραβική χερσόνησο. Στην “κορυφή” των μεγάλων πόλεων με μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας βρίσκεται το Κέιπ Τάουν, το οποίο εντός του Απριλίου αναμένεται να μείνει χωρίς πόσιμο νερό και να στηριχθεί αποκλειστικά στο εισαγόμενο, λόγω εκτεταμένων περιόδων ξηρασίας. Ωστόσο, η πόλη της Νοτίου Αφρικής δεν είναι είναι η μοναδική. Πρόσφατο δημοσίευμα του BBC κάνει λόγο για 11 μεγάλες πόλεις που ενδέχεται να μείνουν χωρίς καθαρό νερό στο επόμενο διάστημα.
Τα στοιχεία που δίνουν κατά καιρούς στη δημοσιότητα διεθνείς φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ΜΚΟ που ασχολούνται με το κλίμα (WWF, Greenpeace κ.ά.) είναι ενδεικτικά του προβλήματος που αντιμετωπίζει ένα ολοένα και αυξανόμενο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού:
- Περίπου ένας στους έξι ανθρώπους (1,1 δισ.) δεν έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό
- Περίπου 2,5 δισ. άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγιεινής
- Κάθε χρόνο πεθαίνουν 1,6 εκατ. άνθρωποι λόγω έλλειψης νερού και ατομικής υγιεινής. Από αυτούς το 40% είναι παιδιά
- Ασθένειες σχετιζόμενες με το νερό, που θα μπορούσαν να προληφθούν, σχετίζονται με τον θάνατο 10.000-20.000 ανθρώπων ημερησίως
- Μέχρι το 2025 πάνω από 3 δισ άνθρωποι (ο μισός πληθυσμός) θα ζουν σε 48 χώρες με έντονο πρόβλημα λειψυδρίας.
Η μέση ημερήσια κατανάλωση νερού για πόση, πλύσιμο και μαγείρεμα είναι για έναν κάτοικο αναπτυσσόμενης χώρας τα 10 λίτρα, ενώ για έναν Ευρωπαίο και έναν Αμερικανό αντιστοιχεί στα 200 και 400 λίτρα αντίστοιχα.
Τέλος, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που δίνει στη δημοσιότητα η ΜΚΟ Wateraid και δείχνει την τεράστια ανισοκατανομή στη χρήση του νερού παγκοσμίως είναι το εξής: η μέση ημερήσια κατανάλωση νερού για πόση, πλύσιμο και μαγείρεμα είναι για έναν κάτοικο αναπτυσσόμενης χώρας τα 10 λίτρα, ενώ για έναν Ευρωπαίο και έναν Αμερικανό αντιστοιχεί στα 200 και 400 λίτρα αντίστοιχα.
Η περίπτωση της Ελλάδας – Τρέχουσα κατάσταση
Η Ελλάδα είναι μια χώρα πλούσια σε υδατικούς πόρους - επιφανειακούς και υπόγειους (που χωρίζονται σε 13 διαμερίσματα), με ικανοποιητική ένταση βροχοπτώσεων. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική αφθονία σε καλής ποιότητας πόσιμο νερό, τους θερινούς μήνες παρατηρούνται ελλείμματα (υψηλότερη ζήτηση από την προσφορά) που, σύμφωνα με όλες τις μελέτες οφείλονται στα εξής:
- Χρονική και γεωγραφική ανισοκατανομή βροχοπτώσεων: Ο μεγαλύτερος όγκος βροχής παρατηρείται στη δυτική Ελλάδα και στα νησιά, και ο χαμηλότερος στην ανατολική χώρα. Παράλληλα, οι περισσότερες βροχές σημειώνονται τον χειμώνα και μειώνονται το καλοκαίρι, που χαρακτηρίζεται ξηρό
- Χρονική και γεωγραφική ανισοκατανομή ζήτησης: Κατά τους θερινούς μήνες καταγράφεται εκτίναξη της ζήτησης για πόσιμο νερό, λόγω του μαζικού τουριστικού κύματος που εισρέει στη χώρα. Εξάλλου, η μεγαλύτερη ζήτηση σημειώνεται στο παραλιακό μέτωπο της χώρας και τις πεδινές εκτάσεις (λόγω της γεωργίας), που είναι περιοχές με τους μικρότερους πόρους, καθώς και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου πολλές φορές παρατηρείται υπερκατανάλωση.
Το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου νερού της χώρας καταναλώνεται από τη γεωργία (85% - 70% σε παγκόσμια κλίμακα), ακολουθεί η ύδρευση (13%) και τη μικρότερη κατανάλωση καταγράφει η βιομηχανία (3%).
Ειδικότερα για τη γεωργία, που αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή νερού στη χώρα, διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις υπεράρδευση, που εντείνει τον κίνδυνο εξάντλησης των υδατικών πόρων, κυρίως στην πεδιάδα της Θεσσαλίας. Τις ασφυκτικές συνθήκες στον υδροφορέα προκαλεί ακόμη η πρακτική προμήθειας αγροτικού νερού από κοινόχρηστα αρδευτικά δίκτυα, που έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες. Είναι ενδεικτικό ότι από το συνολικό νερό άρδευσης που καταναλώνεται στην Ελλάδα (από ιδιωτικές γεωτρήσεις και κοινόχρηστα δίκτυα), μόνο το 55% χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια, καθώς το 12% χάνεται στη μεταφορά (το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 50% για τα κοινόχρηστα δίκτυα), το 8% κατά την εφαρμογή του στον αγρό και το 25% λόγω υπεράρδευσης. Ένα ακόμη σημείο που απασχολεί τους επιστήμονες σε ό,τι αφορά τις πρακτικές στη γεωργία είναι αυτό της μεθόδου άρδευσης. Στη χώρα μας οι αγρότες ποτίζουν τα χωράφια τους κυρίως με εκτοξευτήρες και αυτοκινούμενα συστήματα ποτίσματος, με αποδοτικότητα 60-70% (που σημαίνει ότι το 30-40% του νερού χάνεται).
«Τα παλαιωμένα δίκτυα, οι διαρροές στις μεθόδους άρδευσης, η επιλογή ακατάλληλων καλλιεργειών για το ελληνικό κλίμα, όπως το βαμβάκι, είναι βασικά προβλήματα που δημιουργούν μεγάλη σπατάλη. Εάν βελτιώσουμε τις πρακτικές και καλλιεργήσουμε τα προϊόντα που σηκώνει ο τόπος, και εάν αξιοποιήσουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, είναι κάτι που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε», δηλώνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τομέα Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, και πρόεδρος του Κέντρου Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Υδάτων του πανεπιστημίου, Ελπίδα Κολοκυθά.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ειδικός Γραμματέας Υδάτων, Ιάκωβος Γκανούλης. «Η γεωργία δεν είναι αποδοτική σε σχέση με τη χρήση του νερού. Οι αγρότες θεωρούν ότι όσο περισσότερο νερό χρησιμοποιήσουν τόσο καλύτερη θα είναι η παραγωγή, κάτι που δεν είναι σωστό», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ελλείψει βαριάς βιομηχανίας, οι βιομηχανικές χρήσεις νερού στη χώρα μας αντιστοιχούν μόλις στο 3% της ετήσιας κατανάλωσης (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ φτάνει στο 18%). Το μεγαλύτερο μέρος καταναλώνουν οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ (70,8 εκατ. τόνοι το 2014). Από αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΗ, το 23% επιστρέφεται στο περιβάλλον, δηλαδή η συνολική κατανάλωση ανέρχεται σε 54,4 εκατ. τόνους. Σύμφωνα με την Greenpeace, τo παραπάνω αντιστοιχεί σε 2,4 τόνους νερού για κάθε χίλιες κ ιλοβατώρες που παράγει ένα λιγνιτικό εργοστάσιο. «Αυτές οι ποσότητες νερού στη Δυτική Μακεδονία προέρχονται από τον ποταμό Αλιάκμονα και τη λίμνη Πολυφύτου, ασκώντας σοβαρές πιέσεις στους υδάτινους πόρου ς της περιοχής. Για σύγκριση, οι ετήσιες ανάγκες ύδρευσης των 300.000 πολιτών της περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας καλύπτονται με 43 εκατ. τόνους», σημειώνει η ΜΚΟ.
Σε ό,τι αφορά την αστική χρήση, είναι προφανές ότι η η μεγαλύτερη ζήτηση καταγράφεται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), όπου τις ανάγκες καλύπτουν οι δύο εταιρείες ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ αντίστοιχα). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2007) ένας κάτοικος αστικού κέντρου στην Ελλάδα καταναλώνει 76 κμ νερό ετησίως, οι απώλειες, λόγω του πεπαλαιωμένου δικτύου ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 29%, ενώ τα υπόγεια ύδατα δεν ικανοποιούν τη ζήτηση (τα 110 από τα 236 υπόγεια υδροσυστήματα κρίνονται απειλούμενα), η οποία καλύπτεται από επιφανειακούς πόρους. Παράλληλα, παρατηρείται η σπατάλη πόσιμου νερού για πρακτικές που έχουν μικρές ποιοτικές απαιτήσεις, όπως το πλύσιμο των οχημάτων, η άρδευση καλλωπιστικών φυτών και το πλύσιμο κοινόχρηστων χώρων.
Ειδικότερα, η Θεσσαλονίκη παίρνει νερό από δύο διαφορετικές πηγές. Από τον Αλιάκμονα (που είναι ο βασικός προμηθευτής), από όπου το νερό μεταφέρεται στο κέντρο επεξεργασίας της ΕΥΑΘ πριν φτάσει στους καταναλωτές, και από τις πηγές Αραβησσού, μέσω αγωγών στη δεξαμενή Καλοχωρίου. Η πόλη, σύμφωνα με τον προϊστάμενο των δικτύων της ΕΥΑΘ, Κώστα Αγγελίδη, χρειάζεται γύρω στις 230-240.000 κυβικά νερό την ημέρα τον χειμώνα και 270-280.000 το καλοκαίρι. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πρόβλημα να μείνουμε χωρίς νερό. Έχουμε νερό που μας καλύπτει για αρκετά χρόνια», τονίζει ο ίδιος.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο στοιχείο για τη χώρα μας είναι ότι έρχεται δεύτερη παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ, όσον αφορά το υδάτινο αποτύπωμά της. Με τον όρο υδάτινο αποτύπωμα ορίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία η συνολική κατανάλωση νερού, εφόσον προσθέσουμε την ποσότητα του εικονικού νερού (η ποσότητα νερού που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας) των εισαγόμενων προϊόντων και αφαιρέσουμε την ποσότητα του εικονικού νερού των εξαγόμενων προϊόντων.
Πηγή WWF, Water Footprint Network
Ακόμη, είναι εμφανείς στη χώρα μας, όπως και διεθνώς, οι επιπτώσεις της ρύπανσης των υδατικών πόρων κατά τις τρεις βασικές χρήσεις (γεωργική, βιομηχανική, αστική). Τα λύματα που μολύνουν το νερό έχουν ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία υποβάθμιση της ποιότητάς του και τη μείωση της οικονομικής και αισθητικής αξίας του.
Πηγή ΤτΕ
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Η κλιματική αλλαγή, παρότι εξακολουθεί να απορρίπτεται από ορισμένους, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, είναι για το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Οι κυριότερες επιπτώσεις της στους φυσικούς πόρους, όπως το νερό, προέρχονται από την αύξηση της θερμοκρασίας, τη μείωση των βροχοπτώσεων και την ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Η κύρια ανθρωπογενής αιτία της κλιματικής αλλαγής είναι η διαρκής αύξηση των εκπομπών των λεγόμενων «αερίων του θερμοκηπίου».
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος, η αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα αλλαγές που εξαρτώνται από το χιόνι, αύξηση στις απαιτήσεις αρδευτικού και πόσιμου νερού, προβλήματα στην ποιότητά του και αλλοίωση των χαρακτηριστικών του. Η μείωση των βροχοπτώσεων αυξάνει τις περιοχές με προβλήματα ξηρασίας και λειψυδρίας και μειώνει τη δυνατότητα αναπλήρωσης του υδροφόρου ορίζοντα. Η αύξηση της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων προκαλεί διακοπές στην παροχή νερού, λόγω των διακοπών στην παροχή ενέργειας, ενώ η αύξηση της στάθμης της θάλασσας (λόγω της υποχώρησης των παγετώνων) προκαλεί μείωση του διαθέσιμου φρέσκου νερού από την υφαλμύρινση των υδροφορέων.
«Η κλιματική αλλαγή είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα και δείχνει ότι έχουμε μια μεταβλητότητα του κλίματος. Όλα τα σενάρια – θετικά ή αρνητικά – δείχνουν σε γενικές γραμμές δείχνουν ότι θα έχουμε τουλάχιστον 20% μείωση των βροχοπτώσεων, αύξηση των εντάσεων, που σημαίνει πλημμυρικά φαινόμενα και αύξηση της θερμοκρασίας. Όλα αυτά θα επηρεάσουν τους υδατικούς πόρους και άρα πρέπει να λάβουμε μέτρα για διαχείρισή τους σε καθεστώς μείωσης», δηλώνει ο γραμματέας της έδρας UNESCO για το Νερό στο ΑΠΘ,Χαράλαμπος Σκουληκάρης.
Όπως σημειώνει, λόγω των τοπογραφικών χαρακτηριστικών της χώρας, η Δυτική Ελλάδα είναι ευνοημένη από άποψη βροχών, ωστόσο η Ανατολική και Νότια Ελλάδα βρίσκεται στον αντίποδα. «Μείωση των βροχοπτώσεων σημαίνει αναλογικά μεγαλύτερα προβλήματα στις περιοχές που ήδη αντιμετωπίζουν τέτοια, όπως η νησιωτική χώρα. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, όπου τα νερά της εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από διασυνοριακούς πόρους, όπως ο ποταμός Έβρος, ο Νέστος, ο Στρυμόνας, ο Αξιός, θα έχουμε μειωμένες εισροές, καθώς η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει και τις γειτονικές χώρες. Για αυτό χρειάζονται διασυνοριακές δράσεις», επισημαίνει ο ίδιος.
Ο κ. Σκουληκάρης είναι μέλος της επιστημονικής ομάδας που συνέγραψε, για λογαριασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος τη μελέτη με τίτλο «Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ)». Από δύο ακραία σενάρια κλιματικής μεταβολής (θετικό και αρνητικό), που έθεσαν οι συγγραφείς, προκύπτει ότι στην Ελλάδα, κατά το τέλος του 21ου αιώνα η βροχή θα μειωθεί μεταξύ 5% και περίπου 19%, αντίστοιχα, σε επίπεδο επικράτειας. Επίσης, προκύπτει ότι η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί μεταξύ περίπου 3 και 4,5 βαθμών Κελσίου αντίστοιχα.
«Καμία περιοχή δεν εξαιρείται από τον κίνδυνο περιόδου μειωμένων βροχοπτώσεων. Η Ελλάδα έχει νερό όσο το Παρίσι δυτικά και σχεδόν μηδέν ανατολικά. Όλες οι περιοχές είναι ευάλωτες, ακόμα και αυτές που έχουν πολύ νερό, όπως για παράδειγμα η Ήπειρος, εάν η διαχείριση δεν γίνει ορθά και εάν έχουμε υπερεκμετάλλευση, όπως γίνεται στη Θεσσαλία που έχουμε αρκετό νερό, αλλά μας λείπει η σωστή χρήση. Πιο ευάλωτες είναι οι ανατολικές περιοχές και τα νησιά, οι παράκτιες ζώνες», επισημαίνει ο κ. Γκανούλης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μία ορθότερη διαχείριση του ζητήματος των υδατικών πόρων σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών.
Από την οικεία μελέτη στην Έκθεση της ΤτΕ (ΕΜΕΚΑ, 2011) προέκυψε επίσης ότι, ακόμη και στην περίπτωση ενδιάμεσων Σεναρίων αναμένεται ότι στα ηπειρωτικά ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία θα υπερβαίνει τους 35 βαθμούς Κελσίου θα είναι μεγαλύτερος κατά 35-40 ημέρες την περίοδο 2071-2100 σε σύγκριση με το παρόν. Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση (περίπου 50 ημέρες στην επικράτεια) θα σημειωθεί ως προς τον αριθμό των ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία άνω των 20 βαθμών Κελσίου (τροπικές νύκτες). Σε αντιδιαστολή, ο αριθμός των ημερών με νυκτερινό παγετό αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα (μείωση έως και κατά 40 ημέρες).
Πηγή ΤτΕ
Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη Βορειοδυτική Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα του νερού που κατακρημνίζεται σε διάστημα έως 3 ημέρες αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό έως 30% ενώ στη Δυτική Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό έως 20%. Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας μέχρι το 2021-2050 και μέχρι 40 επιπλέον ημέρες το 2071-2100.
Επιπλέον, η Ελλάδα όπως και οι υπόλοιπες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης του εδάφους (εκτιμάται σε τουλάχιστον 35% του χερσαίου χώρου). Περιοχές υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα νησιά του Αιγαίου, η Κρήτη, ένα μέρος της Θεσσαλίας, η Ανατολική Στερεά Ελλάδα και η Ανατολική Πελοπόννησος.
Εξάλλου, πρόσφατη μελέτη του Οργανισμού Παγκόσμιων Πόρων, που κρίνεται αξιόπιστη από τους επιστήμονες με τους οποίους συνομιλήσαμε, τοποθετεί την Ελλάδα στην «κόκκινα λίστα» των χωρών που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κρίση νερού μέχρι το 2040. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 28η θέση της σχετικής κατάταξης, των 33 χωρών που αν δεν λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα, θα βρεθούν αντιμέτωπες με έλλειψη πόσιμου νερού.
Όπως είναι προφανές, οι παραπάνω προβλέψεις, εφόσον επιβεβαιωθούν, θα επιφέρουν ένα μεγάλο οικονομικό κόστος προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις τους. Οι συγγραφείς της ΕΣΠΚΑ έχουν εκπονήσει εξειδικευμένες μελέτες για τρία σενάρια:
- Σενάριο Μη Δράσης: Ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων. Σε αυτό το σενάριο το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό κόστος θα ανέλθει σε 701 δισ ευρώ έως το 2100 (σε τιμές 2008).
- Σενάριο Μετριασμού: Σύμφωνα με αυτό η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου. Το συνολικό του κόστος ανέρχεται σε 436 δισ ευρώ.
- Σενάριο Προσαρμογής: Περιορισμός των ζημιών της κλιματικής αλλαγής. Μείωση ΑΕΠ κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100 αντίστοιχα και συνολικό κόστος 577 δισ ευρώ.
«Πρέπει να ανασκουμπωθούμε και να βελτιώσουμε τη διαχείριση σε περιοχές όπου έχουμε έλλειμμα», τονίζει ο κ. Γκανούλης.
«Πρέπει να δούμε το πρόβλημα ολοκληρωμένα, να συμπεριλάβουμε στο κομμάτι της διαχείρισης όλες τις παραμέτρους (οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές, πολιτικές). Συνολικά για να το αντιμετωπίσουμε πρέπει να υπάρχει αλλαγή στον τρόπο ζωής μας, να προσπαθήσουμε να ζούμε με ό,τι έχουμε διαθέσιμο και να προσαρμόσουμε τις απαιτήσεις μας στα φυσικά δεδομένα», σημειώνει από την πλευρά της η κ. Κολοκυθά.
Ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία
Η Οδηγία 2000/60/ΕΚ αποτελεί τη βασική νομοθεσία για τη διαχείριση και προστασία των υδάτινων πόρων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εν λόγω οδηγία θεσπίζει κανόνες για να σταματήσει η υποβάθμιση της κατάστασης των υδατικών συστημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και να επιτευχθεί «καλή κατάσταση» για τους ποταμούς, τις λίμνες και τα υπόγεια ύδατα της Ευρώπης έως το 2015.
Συγκεκριμένα ζητεί:
- προστασία όλων των μορφών υδάτων
- αποκατάσταση των οικοσυστημάτων μέσα και γύρω από αυτά τα υδατικά συστήματα·
- μείωση της ρύπανσης στα υδατικά συστήματα·
- διασφάλιση αειφόρου χρήσης των υδάτων από τα άτομα και τις επιχειρήσεις.
Ακόμη, καθορίζει ότι το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο, αλλά θα πρέπει να θεωρείται κληρονομιά, προτρέπει τις χώρες να παρέχουν υπηρεσίες ύδατος σε λογική τιμή γι’ αυτούς που το χρειάζονται και ενθαρρύνει τους πολίτες να συμμετέχουν στην προστασία και τη διαχείριση των υδάτων.
Το 2003, η Ελλάδα εναρμονίζει το εθνικό δίκαιο με τις διατάξεις αυτής της Οδηγίας. Οι αρμόδιοι φορείς για την εφαρμογή της είναι το υπουργείο Περιβάλλοντος, η Εθνική Επιτροπή Υδάτων, το Εθνικό Συμβούλιο Υδάτων, η Κεντρική Υπηρεσία Υδάτων, οι Διευθύνσεις Υδάτων των Περιφερειών και το Περιφερειακό Συμβούλιο Υδάτων.
Η εφαρμογή διατάξεων της Οδηγίας στη χώρα μας έγινε με σημαντική καθυστέρηση κυρίως σε ό,τι αφορά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μην παραδοθούν από το ελληνικό κράτος οι απαιτούμενες αναφορές στα χρονικά πλαίσια που είχε θέσει η Κομισιόν. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η συμμόρφωση προς το άρθρο 3 της Οδηγίας (καθορισμός αρμόδιων φορέων) έγινε με καθυστέρηση δύο ετών (αντί το 2003, το 2005), η εφαρμογή του άρθρου 5 (προσδιορισμός υδατικών σωμάτων ανά κατηγορίες και τύπους, ανάλυση χαρακτηριστικών λεκανών απορροής, εκτίμηση πιέσεων και ανάλυση επιπτώσεων, αξιολόγηση κινδύνων μη επίτευξης των στόχων) έγινε με καθυστέρηση 3 ετών και αφού η Κομισιόν κίνησε διαδικασία επί παραβάσει. Ακόμη, η Ελλάδα ήταν το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ που δεν υπέβαλε, ως όφειλε, μέχρι τον Μάρτιο του 2007 αναφορά σχετικά με τη λειτουργία των Προγραμμάτων Παρακολούθησης. Η χώρα μας, μετά την Ιταλία, είναι το κράτος-μέλος με τον χειρότερο συντελεστή απόδοσης στην παράδοση των απαιτούμενων εκθέσεων στην Κομισιόν.
Εξάλλου, η ελληνική νομοθεσία για το νερό (με πρώτο τον νόμο 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος) αποτελείται σε ποσοστό άνω του 80% από την κοινοτική νομοθεσία.
Το νερό στην Ελλάδα ορίστηκε ως δημόσιο αγαθό με τον Ν. 608/1948, κάτι που επιβεβαιώνεται και στη νεότερη νομοθεσία.