Η Άγνωστη Αποστολή του Ιούδα και το Μυστήριο του Μυστικού Δείπνου του John Bennett
Ιερουσαλήμ 33 μ.Χ., παραμονή του εβραϊκού Πάσχα. Ο λαός είναι αναστατωμένος προσβλέποντας στην εμφάνιση του Μεσσία που θα τον απελευθερώσει από τους κατακτητές. Ο ρωμαϊκός στρατός παρακολουθεί τις κινήσεις των Ζηλωτών και βρίσκεται σε ετοιμότητα για να συντρίψει κάθε ίχνος λαϊκής εξέγερσης.
Το πλήθος βλέπει τον Ιησού από τη Γαλιλαία ως έναν καινούριο Μακκαβαίο οπλισμένο με θαυματουργές δυνάμεις και πολλοί είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν απεγνωσμένα μέχρι το τέλος.
Από την άλλη πλευρά, το εβραϊκό ιερατείο θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει μια ανοιχτή σύγκρουση με τους Ρωμαίους και ο Ηρώδης ανησυχεί πλέον σοβαρά στο ενδεχόμενο αμφισβήτησης του κληρονομικού του δικαιώματος ως «Βασιλιά των Εβραίων». Στην πόλη κυκλοφορούν απίστευτες φήμες και η παραπληροφόρηση οργιάζει. Οι ρωμαϊκές περίπολοι ελέγχουν κάθε ζωτικό σημείο και κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα χτυπήσουν…
Ο Ιησούς ηθελημένα προκαλεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί δεν συνεργάζεται μαζί τους. Οι ίδιοι θεωρούν τον Ιησού έναν από αυτούς, δηλαδή έναν ευσεβή άνθρωπο, ένθερμο υποστηρικτή του νόμου, που έχει μελετήσει και γνωρίζει καλά τις γραφές.
Ξέρουν βέβαια ότι οι Εσσαίοι καταδικάζουν την πολιτική συνεργασίας τους με τις ρωμαϊκές δυνάμεις κατοχής (οι Φαρισαίοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς ανήκει στην αδελφότητα των Εσσαίων…), η στάση τους, όμως, δεν συγκρίνεται με την απροκάλυπτη πολιτική υπέρ των Ρωμαίων που κρατούν οι Σαδδουκαίοι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Ιησούς τους επιτίθεται ανοιχτά, ξεκαθαρίζοντας πως εκτός από το ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί μαζί τους, θα ξεσηκώσει εναντίον τους και τους κατοίκους της Γαλιλαίας.
Μέσα σε αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα οι Εβραίοι γιορτάζουν το Πάσχα στη μνήμη της νύχτας εκείνης κατά την οποία τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων θανατώθηκαν από τον Άγγελο του Κυρίου. Ο Ιησούς, όμως, με τους μαθητές Του απέχει έτη φωτός από αυτές τις αναμνήσεις μίσους. Ο ίδιος βλέπει μπροστά και η μοναδική Του έγνοια είναι να προλάβει να ολοκληρώσει την τελική προετοιμασία για το μεγάλο εγχείρημα για το οποίο βρίσκεται στη Γη: τη διείσδυση της Θείας Αγάπης στην ανθρώπινη φύση.
Για να γίνει, όμως, αυτό απαιτείται ένα είδος ιδιαίτερης μετάγγισης κάποιας ουσίας από τον ίδιο στους μαθητές Του. Η διαδικασία αυτή είναι πλέον εφικτή, επειδή τρεις μαθητές από τους παρόντες, έχουν ήδη υποστεί ένα είδος εσωτερικής μεταμόρφωσης πριν από λίγες μέρες στο Όρος της Μεταμόρφωσης…
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Ο Ιησούς, μήνες πριν από τη μεγάλη δοκιμασία του μαρτυρίου και της Σταύρωσης, έχει ξεκινήσει να προετοιμάζει τους μαθητές Του. Γνωρίζει ότι κανείς τους δεν μπορεί ακόμη να αντιληφθεί τον αληθινό σκοπό της αποστολής Του, όπως φαίνεται από τις απαντήσεις των μαθητών σε σχετικό ερώτημά Του (Ματθ. ΙΣΤ’, 16).
Ο Ιησούς αρχίζει να τους εξηγεί ότι μέχρι τη στιγμή του θριάμβου θα μεσολαβήσει μια περίοδος μεγάλης ταπείνωσης που θα πρέπει ο ίδιος να την υποστεί (Ματθ. ΙΣΤ’, 21-23). Μάλιστα, για να κάνει πιο φανερούς τους όρους του «παιχνιδιού», απευθύνεται στους ανθρώπους που Τον ακολουθούν, λέγοντας: «Εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μαρκ. Η’, 34 και Ματθ. ΙΣΤ’, 24).
Μερικές μέρες μετά, ο Ιησούς παίρνει τρεις από τους μαθητές Του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, δηλαδή τους γιους του Ζεβεδαίου, και τον Πέτρο και ανεβαίνουν μαζί στο «Όρος της Μεταμόρφωσης» (Ματθ. ΙΖ’, 1). Το καταπληκτικό γεγονός της Μεταμόρφωσης περιγράφεται σε εννέα στίχους στο Κατά Ματθαίον και στο Κατά Λουκά, και σε επτά στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Δεν αναφέρεται καθόλου στο τέταρτο, το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ένδειξη ότι η πραγματική του σημασία είχε χαθεί την εποχή που συντάχθηκε το Ευαγγέλιο αυτό.Τα στοιχεία που καταγράφονται στα συνοπτικά Ευαγγέλια αφορούν την αλλαγή στην εμφάνιση του Ιησού, την εμφάνιση του Μωυσή και του Ηλία και τη φωνή μέσα από τα σύννεφα. Αυτά ήταν τα μόνα που επιτράπηκε στους τρεις μάρτυρες να αναφέρουν στους υπόλοιπους μαθητές. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Ιησούς δεν είχε πρόθεση να γίνει κατανοητή ευρέως η πραγματική φύση του γεγονότος, γιατί κάτι τέτοιο θα αποσπούσε την προσοχή των μαθητών από το τελικό δράμα.
Από το επεισόδιο της Μεταμόρφωσης και μετά αλλάζει το ύφος της αφήγησης στα Ευαγγέλια. Παρακολουθούμε να εξελίσσεται ένα δράμα στο οποίο κάθε άνθρωπος που συμμετέχει παίζει ξεκάθαρο ρόλο.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ
Όσο πλησιάζει η τελική στιγμή του πάθους τόσο η ένταση μεγαλώνει. Ο λαός βρίσκεται σε αναταραχή και αυτό που ανησυχεί περισσότερο το εβραϊκό ιερατείο είναι η δημιουργία οποιασδήποτε πρόκλησης που θα επέφερε αντίποινα από την πλευρά των Ρωμαίων, ένα από τα οποία μπορούσε να είναι το κλείσιμο του Ναού.
Η έντονη συναισθηματική ενέργεια που υπάρχει εξαιτίας των περιστάσεων είναι αναγκαίο στοιχείο για την εξέλιξη και ολοκλήρωση του δράματος. Η μυστική πράξη που έχει ξεκινήσει στο Όρος της Μεταμόρφωσης πρέπει να ολοκληρωθεί, και τώρα είναι απαραίτητο να απελευθερωθεί η δύναμη της Αγάπης μέσα από μια έκρηξη μίσους, που φαίνεται να ήταν μια προμελετημένη κίνηση του Ιησού.
Η Μεταμόρφωση σήμανε την εποχή της Νέας Διαθήκης της Αγάπης, αποκαλύπτοντας ότι για να τελειωθεί εσωτερικά ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να ταπεινωθεί, ακόμη και να εξευτελιστεί, γιατί μόνον αυτό μπορεί να τον απελευθερώσει από τον εγωισμό που τον κρατά φυλακισμένο στους κόσμους του χρόνου και του θανάτου.
Σύμφωνα με τα βιβλία της Εξόδου και των Βασιλέων, τόσο ο Μωυσής όσο και ο Ηλίας που μίλησαν με τον Θεό επίσης μεταμορφώθηκαν και δεν ήταν πια συνηθισμένοι άνθρωποι. Παρόμοια μεταμόρφωση υπέστησαν και οι τρεις μαθητές με τον Ιησού στο βουνό. Και οι τρεις έζησαν την εμπειρία της παρουσίας του Θεού και αυτό «έκαψε», τον εγωισμό τους αφήνοντάς τους εντελώς άδειους. Αυτή ήταν η ουσία της αποστολής του Ιησού. Από τη στιγμή που είχε επιτευχθεί, ό,τι ακολούθησε ήταν η διαδικασία του ανοίγματος του καναλιού της Θείας Αγάπης στους υπόλοιπους μαθητές και τέλος σε όλους όσοι ήταν ικανοί να τη δεχθούν. Η αφήγηση των Ευαγγελίων, από τη Μεταμόρφωση και μετά, έχει να κάνει κυρίως με την ταπείνωση.
Οι πρώτοι που ταπεινώνονται είναι οι γιοι του Ζεβεδαίου. Ζητούν από τον Ιησού το προνόμιο να καθίσουν στα αριστερά και στα δεξιά Του την ώρα της δόξας Του και εκείνος τους επιπλήττει για την έλλειψη κατανόησής τους (Μαρκ. Ι’ 35-42). Το Ευαγγέλιο προσθέτει ότι «όταν οι δέκα το άκουσαν αυτό, άρχισαν να αγανακτούν με τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο…». Φαίνεται, όμως, ότι ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος επίτηδες εξέθεσαν τους εαυτούς τους, προκειμένου να ξεριζώσουν από μέσα τους και τα τελευταία ίχνη εγωισμού που είχαν απομείνει και τους βασάνιζαν μετά το θαύμα που είχαν ζήσει στο Όρος της Μεταμόρφωσης.
Η δεύτερη ταπείνωση είναι αυτή του Πέτρου, του τρίτου μαθητή που ήταν παρών στο Όρος της Μεταμόρφωσης. Η ιστορία της άρνησης του Πέτρου παρουσιάζεται και στα τέσσερα Ευαγγέλια και είναι ξεκάθαρο ότι δημιούργησε έντονη εντύπωση στους μαθητές λόγω της στενής σχέσης τους με τον Ιησού. Ο Ιησούς απλά είχε πει: «Αυτός που εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα εξυψωθεί…».
Η «ΠΡΟΔΟΣΙΑ» ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Και τώρα ερχόμαστε σε ένα πολύ δύσκολο ζήτημα, που μέχρι σήμερα παραμένει από τα μεγαλύτερα αινίγματα του Θείου Δράματος: την προδοσία του Ιούδα. Η ταπείνωση του Ιούδα ήταν ολοκληρωτική. Αντίθετα με τον Πέτρο, ποτέ δεν συγχωρέθηκε στα μάτια της Χριστιανοσύνης. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι έχουν αντιληφθεί ότι πρόκειται για μια απίθανη ιστορία.
Αν ο Ιούδας ήταν στ’ αλήθεια προδότης και ο Ιησούς τον επέλεξε ως έναν από τους δώδεκα, τότε είτε ο Ιησούς δεν ήταν καθόλου καλός κριτής ανθρώπων είτε επέτρεψε στον Ιούδα να πέσει στη σκληρότερη παγίδα, μια πράξη για την οποία το λιγότερο που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στον Κύριο της Αγάπης θα ήταν έλλειψη ευσπλαχνίας…
Δεν υπήρχε λόγος να προδοθεί ο Ιησούς. Ήταν πιο εύκολο να επιτρέψει ο ίδιος να τον ανακαλύψουν οι διώκτες Του και να αφήσει αμέτοχο τον Ιούδα. Καμιά από τις συνηθισμένες ερμηνείες δεν είναι ικανοποιητική. Οι περισσότεροι θεωρούμε τον Ιούδα άνθρωπο πλανεμένο, που νόμιζε ότι ήξερε περισσότερα από τον Ιησού και που πίεζε τον Δάσκαλό του να δείξει τις δυνάμεις Του και να φέρει τη Βασιλεία ων Ουρανών στη Γη. Τέτοιες σκέψεις, όμως, υποβιβάζουν τον Ιησού και δεν έχουν καμία λογική σε σχέση με τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Ο Ιησούς λέει στους μαθητές Του ότι ένας από αυτούς θα τον προδώσει και όλοι τότε αρχίζουν να ρωτούν ποιος θα είναι ο προδότης. Αυτό δείχνει ότι η πράξη της προδοσίας ήταν ένα καθήκον που έπρεπε να αναλάβει κάποιος, αλλά οι περισσότεροι από τους μαθητές δεν καταλάβαιναν. Τότε ο Ιησούς λέει: «”Ο προδότης είναι εκείνος στον οποίον εγώ, αφού βάψω το ψωμί αυτό, του το δώσω’’. Και αφού έβαψε το τεμάχιον άρτου το έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, το γιο του Σίμωνος. Και μετά το τεμάχιο του άρτου ο Σατανάς μπήκε μέσα του. Τότε του είπε ο Ιησούς: ‘’Ό,τι έχεις να κάνεις, κάνε το γρήγορα’’. Κανείς στο τραπέζι δεν ήξερε γιατί ο Ιησούς είπε κάτι τέτοιο» (Ιωάν ΙΓ’ 26-28).
Το γεγονός αυτό δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε, εκτός κι αν θυμηθούμε ότι η προδοσία και η Σταύρωση του Ιησού δεν ήταν απαραίτητες για τη συγχώρεση των αμαρτιών. Ο Ιησούς είχε δηλώσει, όταν θεράπευσε τον παράλυτο ότι θα έπρεπε να ξέρουν ότι «ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες…» (Ματθ. Θ’ 6).
Η σύλληψη και η καταδίκη του Ιησού αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή, αφού είχε αφήσει τους διώκτες Του να τον βρουν. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι τόσο η προδοσία όσο και η Σταύρωση έχουν ένα βαθύτερο νόημα. Ο πιο πιθανός λόγος που δικαιολογεί όσα ακολούθησαν το Θείο Δράμα δεν μπορεί να είναι άλλος από το να γίνει εφικτή η διείσδυση της Θείας Αγάπης στον κόσμο. Η Αγάπη δεν μπορεί να διεισδύσει όπου υπάρχει εγωισμός, μίσος και ζήλια. Αυτά αντιπροσωπεύουν το Σατανά.
Ήταν απαραίτητο να εξολοθρευτεί ο Σατανάς, προκειμένου να μεταβιβαστεί η Αγάπη στους μαθητές. Αυτό ήταν το καθήκον που ανέλαβε ο Ιούδας. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη το θέτει ξεκάθαρα. Ο Ιησούς έδωσε τον άρτο στον Ιούδα και «μετά τον άρτο ο Σατανάς μπήκε μέσα του…». Ο Ιούδας έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο αμέσως, ώστε να μη γίνει εκεί καμιά σατανική πράξη. Και κυρίως, οι μαθητές με τον Ιησού έπρεπε να μείνουν απερίσπαστοι, όσο χρειαζόταν, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη σοβαρή ιεροτελεστία που είχαν αρχίσει…
Γιατί, όμως, ο Ιούδας έπρεπε να επιφορτιστεί με το φοβερό αυτό καθήκον; Η απάντηση είναι ότι ήταν πιο κοντά στον Ιησού από οποιονδήποτε άλλον. Αντίθετα με τους υπόλοιπους μαθητές που ήταν από τη Γαλιλαία, ο Ιούδας ήταν Ιουδαίος και ο πιο μορφωμένος. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν μυημένος στους Εσσαίους και είχε ακολουθήσει τον Ιησού, γιατί είχε αντιληφθεί ότι οι Εσσαίοι, παρ’ όλη την αυτοπειθαρχία και την υπακοή τους, ήταν ακόμη παγιδευμένοι στην υπερηφάνεια της φυλής τους και στο μίσος που έτρεφαν για τους Ρωμαίους κατακτητές.
Ο Ιούδας ήταν ενήμερος καλύτερα από κάθε άλλο μαθητή για τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος που είχε αναλάβει. Γι’ αυτό πιστεύω πως ήταν το έβδομο πρόσωπο που ήταν παρόν στη Μεταμόρφωση (κάτι που δεν αναφέρεται πουθενά στα Ευαγγέλια). Το όνομά του εξαφανίστηκε από κάθε σχετική αναφορά, αφού εκπλήρωσε την αποστολή του και πήρε πάνω του όλη την ευθύνη για την προδοσία του Ιησού.
Πέρασαν χρόνια και μόλις πρόσφατα ολόκληρη η αλήθεια μού έγινε ξεκάθαρη. Ο Ιούδας ήταν αυτός στον οποίο η Θεία Αγάπη είχε διεισδύσει πιο ολοκληρωτικά, επομένως ήταν εκείνος του οποίου η ταπείνωση και ο εξευτελισμός έπρεπε να είναι όσο πιο ολοκληρωτικές γινόταν. Από μόνος του ήταν αρκετά ισχυρός, ώστε να αφήσει τον Σατανά να τον κυριεύσει δίχως να χάσει την ψυχή του. Τα λόγια «ο Σατανάς μπήκε μέσα του» είναι από τα πιο τρομακτικά μέσα στα τέσσερα Ευαγγέλια. Αν σταματήσουμε για λίγο να αναλογιστούμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό, ίσως αντιληφθούμε ότι ο ίδιος ο Ιούδας είναι ο αμνός του Θεού που πήρε πάνω του τις αμαρτίες του κόσμου.
Ο κάθε άνθρωπος που στοχεύει στην τελείωση ξέρει ότι ο πόνος έρχεται από τις δικές του αμαρτίες και όχι από τις αμαρτίες των άλλων. (Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ιησούς ήταν αναμάρτητος…) Κάνοντας τον εαυτό του το μεγαλύτερο αμαρτωλό από όλους, ο Ιούδας υπέστη τη μεγαλύτερη δυνατή ταπείνωση, όχι μόνο στα δικά του μάτια αλλά και στα μάτια των άλλων. Όταν η τρομερή πράξη ολοκληρώθηκε και ο Σατανάς τον άφησε, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος αν η προδοσία ήταν δική του πράξη ή αν ήταν το επακόλουθο για το ότι πήρε πάνω του «τις αμαρτίες του κόσμου». Όταν κρεμάστηκε δεν ήταν μια θεατρική πράξη, αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συγκατάβασής του για την εισχώρηση του Σατανά μέσα του, παρόλο που ήταν συνειδητή επιλογή του και ακόμη εντολή του ίδιου του Ιησού.
Η ταπείνωση του Ιούδα ήταν ολοκληρωτική και μη εξαργυρώσιμη σε αυτόν τον κόσμο. Ο ίδιος έχει παραμείνει από τότε το σύμβολο της διαφθοράς στα μάτια της Χριστιανοσύνης. Αλλά το Ευαγγέλιο μας δίνει τη βεβαιότητα ότι ήταν ένας μυημένος. Ήταν από τους πρώτους μαθητές που έλαβε τον καθαγιασμένο άρτο από τα χέρια του Ιησού. Ο ίδιος έβλεπε το θαύμα στο οποίο συμμετείχε. Και, όμως, συνέχιζε να αμφιβάλλει και να καταδικάζει τον εαυτό του για το ρόλο που ήταν προορισμένος να παίξει. Αν αυτή δεν είναι η εικόνα της αληθινής ψυχολογίας ενός αγίου, τότε τι είναι;
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Εάν αυτή είναι η εσωτερική σημασία της προδοσίας του Ιούδα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα εξωτερικά γεγονότα. Όλη η Ιερουσαλήμ ήταν σε αναβρασμό. Ο Ιησούς είχε ξεσηκώσει τις μεγαλύτερες προσδοκίες του κόσμου με την επίθεσή Του στους αργυραμοιβούς και εμπόρους μέσα στο ναό.
Από κάθε πλευρά, οι υποψίες για μια πιθανή αιτία επανάστασης έπεφταν στον Ιησού, έτσι τόσο ο ίδιος όσο και οι μαθητές Του κινδύνευαν να συλληφθούν από τους Ρωμαίους, αν και η συνέχεια του δράματος απαιτούσε και τη συμμετοχή των Εβραίων. Ο Ιούδας έπρεπε να δράσει, ώστε το ιερατείο των Ιουδαίων να ενεργήσει πριν από τους Ρωμαίους. Ήξερε ότι οι Σαδδουκαίοι ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τον Ιησού. Άλλωστε ο ίδιος ο Καϊάφας είχε πει: «Μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος υπέρ του λαού, ώστε να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος…» (Ιωαν. ΙΑ’ 50). Μια τέτοια εξέλιξη βόλευε και τους Ρωμαίους, οι οποίοι ήθελαν να καταπραύνουν την οργή του λαού που στρεφόταν εναντίον τους, αλλά και εναντίον της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας των Εβραίων. Έτσι, η πράξη του Ιούδα έδωσε νόημα στην εξέλιξη του δράματος, σύμφωνα με το Πεπρωμένο.
Αλλά το αντίτιμο δεν είχε ξεπληρωθεί ακόμη. Έπρεπε να ακολουθήσει η ταπείνωση του Ιούδα και να ολοκληρωθεί από την έσχατη ταπείνωση του Υιού του Ανθρώπου, με τη Σταύρωση και την εγκατάλειψή του. Ο Πέτρος έπρεπε να ολοκληρώσει τη δική του ταπείνωση. Ο εγωισμός του τελικά έσβησε, όταν είδε την υπερηφάνειά του (ότι θα μπορούσε τάχα να πεθάνει για τον Ιησού όπως κόμπαζε) να συντρίβεται τρεις φορές με την άρνησή του, πριν «αλέκτωρ λαλήσει…»
Όταν η τραγωδία της απόγνωσης και της ταπείνωσης ολοκληρώθηκε, τότε η Ανάσταση έγινε εφικτή. Το «Σώμα της Ανάστασης» γίνεται αντιληπτό μόνον από εκείνους που μπορούν να αγαπούν. Από καιρό σε καιρό, οι άγιοι έχουν οράματα του Ιησού, βλέποντάς τον με το Σώμα της Ανάστασης, αλλά δεν μπορούν να τον πλησιάσουν, όπως μπορούσαν οι μαθητές που είχαν μεταμορφωθεί στον κόσμο της Ανάστασης.
Οι μαθητές, με τον Πέτρο επικεφαλής, ήξεραν ότι είχαν ήδη εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών, όμως δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί ότι επρόκειτο για ένα Συμπαντικό Βασίλειο, ανοιχτό σε όλους τους ανθρώπους κάθε εποχής. Μέρος αυτής της γνώσης αποκαλύφθηκε στον Πέτρο μέσα από το όραμα που τον οδήγησε στην Καισαρεία, για να βαπτίσει τον Εκατόνταρχο Κορνήλιο.
Είναι σημαντικό ότι στην περιγραφή της Ανάστασης που κάνει ο Πέτρος αναφέρει ότι ο Θεός έδειξε τον Ιησού «όχι σε όλους τους ανθρώπους, αλλά σε μάρτυρες επιλεγμένους από το Θεό ¾ακόμη και σ’ εμάς¾ που έφαγαν και ήπιαν μαζί του αφού αναστήθηκε εκ νεκρών» (Πραξ. Ι’ 41).
Με λίγα λόγια, οι Εσσαίοι και οι Φαρισαίοι ακολούθησαν το δρόμο της Γνώσης και της Δύναμης, ενώ οι πρώτοι Χριστιανοί ακολούθησαν το δρόμο της Αγάπης και της Ταπείνωσης.
Το ίδιο σκηνικό βέβαια επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες μας. Οι επικεφαλής των διάφορων Χριστιανισμών, αδυνατώντας να κάνουν πράξη τη μια και μοναδική εντολή του Ιησού, μιλούν και κυρίως δρουν περισσότερο με γνώμονα τη δύναμη και την εξουσία, παρά την ταπείνωση και την αγάπη…
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Οι πληροφορίες που διασώθηκαν στα Ευαγγέλια για το γεγονός που ονομάζεται «Μυστικός Δείπνος», στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από την περιγραφή της προετοιμασίας μια ιερής διαδικασίας που αφορούσε στο ανώτερο ή σώμα της ψυχής του Ιησού.
Η διαδικασία αυτή ήταν απαραίτητο να γίνει, γιατί ο χρόνος που απέμενε στον Ιησού ήταν ελάχιστος. Σε λίγο θα γινόταν η σύλληψή του από τους Ρωμαίους κι εκείνος έπρεπε να μεταδώσει στους μαθητές του ορισμένες σημαντικές οδηγίες για το μέλλον.
Αποφάσισε τότε, με τη σύμφωνη γνώμη των δώδεκα μαθητών, να προσφύγει στη συγκεκριμένη ιερή διαδικασία, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα όσο χρόνο θα παρέμενε στην κατάσταση της κοσμικής ατομικότητας, να τελειώσουν την προπαρασκευαστική εργασία για την εκπλήρωση της αποστολής που Του είχε ανατεθεί Άνωθεν.
Αφού, όμως, πήραν αυτή την απόφαση και ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στο ιερό μυστήριο, διαπίστωσαν ότι δεν προλάβαιναν. Είχαν ήδη περικυκλωθεί από στρατιώτες και η σύλληψή τους ήταν θέμα λίγων ωρών. Την κρίσιμη εκείνη, λοιπόν, στιγμή παρενέβη ο Ιούδας.
Αφού συνεννοήθηκε κατ’ ιδίαν με τον Ιησού, πήρε την ευλογία του και έφυγε βιαστικά. Ο Ιούδας με τις ενέργειές του στη συνέχεια έδωσε στους υπόλοιπους τον απαιτούμενο χρόνο για να τελειώσουν ό,τι χρειαζόταν για την ολοκλήρωση του ιερού αυτού μυστηρίου…
Στην περίπτωση του Ιησού και των μαθητών Του, η (επι)κοινωνία της ουσίας μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η Μεταμόρφωση, επαναλήφθηκε με το μοίρασμα του οίνου και του άρτου. Οι μαθητές έτσι εισήλθαν στη Βασιλεία των Ουρανών, πέρα από τη ζωή και το θάνατο. Μοιράστηκαν στην κυριολεξία το πνευματικό σώμα του Χριστού και ήξεραν πλέον ποιος ήταν…
Το άρθρο αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Τζων Μπένετ Οι Δάσκαλοι της Σοφίας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΧΕΤΥΠΟ.
Η διασκευή και επιμέλεια του κειμένου για το ΑΒΑΤΟΝ έγινε από τον Στέφανο Ελμάζη.
Ο Τζων Μπένετ (1897-1974) υπήρξε ένας από τους βασικούς μαθητές του Γεωργίου Γκουρτζίεφ, και συγγραφέας πολλών βιβλίων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΑΒΑΤΟΝ 15
©www.archetypo.com diadrastika.com